English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ  

στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Κυρά της Λαπήθου» του Γιάννη Νικολάου.  

  

   Πάφος 1/07/2015.

  Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου.

 

          Χαίρομαι ιδιαίτερα για την ευκαιρία που μας δίνεται απόψε, παρουσιάζοντας το βιβλίο «Η Κυρά της Λαπήθου», να αναλογισθούμε τις ευθύνες μας απέναντι στην πάσχουσα πατρίδα μας.

          Ευχαριστώ γι’αυτό τον συγγραφέα και φίλο Γιάννη Νικολάου που με την δεξιοτεχνία του επιτυγχάνει αβίαστα αυτό τον στόχο. Τα γεγονότα πέρασαν πρώτα από την καρδιά και τον νου του, έφτασαν στα δάκτυλά του και έγιναν με τη γραφίδα του λόγος. Όσοι διαβάσατε το βιβλίο θα συμφωνείτε ότι πρόκειται για ένα πολύ ελκυστικό ανάγνωσμα. Ένας χείμαρρος σελίδων που δεν κουράζουν, ούτε για μια στιγμή, τον αναγνώστη, αλλά τον συγκινούν, τον συγκλονίζουν και τον διδάσκουν. Δεν μπορείς παρά να αγρυπνήσεις όταν αρχίσεις να το μελετάς, μη θέλοντας να σταματήσεις ή να διακόψεις τη μελέτη.

          Στην εποχή μας, που εύκολα χάνουμε τον εαυτό μας και ευκολότερα ακόμα παύουμε να πιστεύουμε στη δύναμη και στο ρόλο της φυλής, ερχόμενοι αντιμέτωποι με όσα φρικτά διεπράχθησαν σε βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού το 1974, αλλά και με το πώς αντιμετώπισαν τότε καταστάσεις πρωτόγνωρες δεκαοκτάχρονα και εικοσάχρονα παιδιά, συνειδητοποιούμε πόσο εμείς σπαταλούμε τη ζωή μας σε έργα ανούσια, πόσο την ξοδέψαμε χωρίς σκοπό, νομίζοντας πως θα’ταν ατέλειωτη, ενώ θα’πρεπε καθημερινά να’χουμε μπροστά μας μιαν αμφιπρόσωπη εικόνα και να την μελετούμε με δέος. Μιαν εικόνα που να δείχνει από τη μια το πρόσωπο του έθνους και από την άλλη τη μορφή της Ορθόδοξης πίστης μας. Να στηρίζουμε στην μιαν όψη το ήθος και στην άλλη το ύφος μας.

          Πυρήνας της όλης υπόθεσης και κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η όλη διήγηση είναι η Ευφροσύνη Προεστού, η Κυρά της Λαπήθου, μια άξια Ελληνίδα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα, γιατί δεν υπολείπεται σε τίποτα, των αρχαίων αλλά και νεότερων ηρωίδων του γένους μας. Τι στ’αλήθεια περισσότερο πρόσφεραν οι γυναίκες της Πίνδου; Εκείνες έφεραν εφόδια μέχρι την πρώτη γραμμή και αψηφούσαν τα πυρά του εχθρού. Αυτή συνδιαλέγονταν με ιδιαίτερη διπλωματικότητα με τον εχθρό, καλύπτοντας ταυτόχρονα τους 12 στρατιώτες, που μόνο αυτή προσφέρθηκε να βοηθήσει.

          Σε τι υστερούσε των Σουλιώτισσων; Δεν λογάριασε σε τίποτα τη ζωή της. Αποδείχτηκε άφοβη σε εξαιρετικά κρίσιμες καταστάσεις. Μέσα σ’εκείνη την κοσμοχαλασιά, όταν η Λάπηθος, η κωμόπολη της, έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, όταν οι πολλοί εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και όσοι απέμειναν από φόβο δεν δέχονταν να φιλοξενήσουν τους στρατιώτες που εγκλωβίστηκαν εκεί, αυτή άκουε τον απόηχο τριανταπέντε αιώνων ελληνικών βηματισμών. Ενωτιζόταν την προσταγή του χρέους και ανυψωνόταν υπέροχο παράδειγμα προς μίμηση για τις επερχόμενες γενιές.

          Μέσα από την όλη εξιστόρηση των γεγονότων ο αναγνώστης αποκτά την πεποίθηση ότι όσο υπάρχουν τέτοιες μορφές, όπως η Ευφροσύνη Προεστού, υπάρχει ελπίδα επιβίωσης του έθνους.

          Γράφει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Νικολάου: «Είχε ξεπεράσει τις ηρωίδες της επανάστασης του ’21, τις αντάρτισσες του έπους του ’40, τις αγωνίστριες του ’55. Έγραψε τη δική της ιστορία, τις δικές της χρυσές σελίδες..»(σελ.179).

          Ήταν γυναίκα μεγάλων ικανοτήτων και αυτές φανερώθηκαν με τον καλύτερο τρόπο από τη στιγμή που ανέλαβε την προστασία των δώδεκα στρατιωτών μέχρι και την απελευθέρωσή της. Η θαυμαστή διορατικότητά της, το εύστροφο πνεύμα της, η γνώση της περιοχής αλλά και η γνώση του χαρακτήρα των Τούρκων βοήθησαν στη διάσωση όλων των παιδιών που βρήκαν καταφύγιο κοντά της. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο, μού ήρθαν αυθόρμητα στο μυαλό τα λόγια του Χριστού προς τον Θεό-πατέρα του: «Ους δέδωκας μοι εφύλαξα και ουδείς εξ αυτών απώλετο».

          Κι όταν συνελήφθη, κι ήταν φανερή η δράση της στους Τούρκους, επέδειξε μιαν αξιοθαύμαστη στωικότητα. Σεμνή και ταπεινή, υπέμεινε φρικτά βασανιστήρια με μιαν αξιοπρέπεια που συγκινεί βαθύτατα, χωρίς να επιδιώξει τον οίκτο κανενός. Ούτε οι υποσχέσεις, ούτε οι απειλές αλλ’ούτε και τα απάνθρωπα βασανιστήρια κατόρθωσαν να κάμψουν το φρόνημα τής μεγάλης ηρωίδας. Η ευστροφία του μυαλού της μάλιστα, ήταν τέτοια που κατόρθωσε-κατά τον συγγραφέα-να θολώσει τα νερά και να διαψεύσει την πληροφορία, όταν ένας από τους στρατιώτες ομολόγησε, ύστερα από τα βασανιστήρια, ότι την ήξερε και ότι τους είχε δώσει ψωμί.

          Συγκινημένος και ο ίδιος ο συγγραφέας εκφέρει την κρίση του ότι η Ευφροσύνη Προεστού κέρδισε επάξια μια θέση στο πάνθεο των ηρώων. Δεν διστάζει να οικειοποιηθεί και την κρίση του Θεού, λέγοντας με βεβαιότητα ότι η θέση της στον Παράδεισο ήταν εξασφαλισμένη, μάλιστα «εκ δεξιών του Πατρός»(σελ.465).

          Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται, όπως είναι φυσικό, στις ταλαιπωρίες και τα μαρτύρια των στρατιωτών μετά την σύλληψή τους, ύστερα από την προδοσία της κρυψώνας τους. Τότε που κατάλαβαν ότι έκαναν μεγαλεπήβολα σχέδια, όταν βρίσκονταν ως ομάδα, χωρίς, όμως, πραγματικό αντίκρισμα. Τότε που συνειδητοποίησαν και την ασύλληπτη δύναμη που γεννά η απόγνωση, που συνειδητά ή ασυνείδητα, ξεσηκώνει όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου, σωματικές και πνευματικές. Αυτή που τους οδήγησε τελικά στη σωτηρία. Γιατί ο θάνατος που τους κυνηγούσε αδυσώπητα τους έκανε να αισθάνονται εντονότερα τη ζωή.

          Μπορεί να συναντούσαν παντού αδιέξοδα, να’νιωθαν ότι βάδιζαν τον δρόμο του θανάτου. Μα σε κάθε βήμα τους που συναντούσαν τη ζωή δεν την αποχαιρετούσαν. Την χαιρετούσαν. Είτε πάνω σε μια συκιά για ώρες, είτε πάνω σε λεμονιές, είτε σ’ένα αποχωρητήριο, είτε σε μια σπηλιά δεν σταματούσαν την προσπάθεια για επιβίωση και σωτηρία. Ήξεραν πως σωτηρία άλλη δεν υπήρχε, ακόμα κι όταν τους κύκλωνε ο θάνατος. Το μόνο λυτρωτικό ήταν η προσπάθεια.

          Εκείνες τις εφιαλτικές, ατέλειωτες μέρες τους δόθηκε η ευκαιρία για σωστότερη αντίκριση της ζωής. Όσοι παρακολουθήσαμε δικούς μας ανθρώπους να βαδίζουν προδιαγεγραμμένα προς τον θάνατο, λόγω μιας ανίατης ασθένειας, καταλαβαίνουμε πόσο πικρό πράγμα είναι να νιώθεις τον θάνατο να πλησιάζει. Να ακούς τα μακάβρια θροΐσματα των νυχτερίδων του χάρου να φτεροκοπούν αμείλικτα γύρω σου. Ξέρουμε, όμως, γιατί το ζήσαμε, πόσο, τότε, όλα αλλάζουν μέσα μας προς το αυθεντικότερο. Ότι ο άνθρωπος βλέπει να επιβιώνει μέσω των συγγενών, των φίλων, των δικών του ανθρώπων. Κι οι 12 στρατιώτες όταν ένιωθαν το κύμα του θανάτου να τους πλησιάζει επικίνδυνα, σκέφτονταν, ο καθένας, τους συστρατιώτες του. Και έλπιζαν και χαίρονταν μ’αυτήν την προσδοκία, ότι οι άλλοι θα γλύτωσαν, θα ήταν πια ελεύθεροι. Παράλληλα φιλοσοφούν και για την προδοσία όχι τόσο της κρυψώνας τους, όσο της Κύπρου και της εθνικής υπόστασής της.

          Ο συγγραφέας δεν πετυχαίνει μόνο να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τον προβληματίζει στα γενικότερα αυτά θέματα που παρουσιάζει να απασχολούν τους ήρωές του. Και ακόμα με την όλη έκθεση των γεγονότων τον παρακινεί να προβληματιστεί πάνω στην ουσία του προβλήματός μας που δεν είναι τόσο-όσο και αν αυτή η πτυχή είναι τραγική- οι απώλειες ζωών ή περιουσιών, όσο το μέλλον της πατρίδας μας που κινδυνεύει να τουρκοποιηθεί.

          Το γεγονός πως η Λάπηθος αλλά και ο Καραβάς και άλλες περιοχές κατελήφθησαν από τους Τούρκους στις αρχές Αυγούστου, ενώ η Τουρκία υπέγραψε εκεχειρία από τις 23 Ιουλίου, δείχνει πόσο αφελείς είμαστε στο να πιστεύουμε ότι η Τουρκία θα τηρήσει την υπογραφή και τις υποχρεώσεις της σε οποιαδήποτε συμφωνία.

          Όσοι, λοιπόν, μας κακίζουν γιατί δεν δεχτήκαμε το σχέδιο Ανάν και ότι αν το δεχόμασταν σήμερα θα είχαμε επιστροφή πολλών στα χωριά τους και απελευθέρωση μέρους των κατεχομένων, ας εξετάσουν καλύτερα πώς ενεργεί διαχρονικά η Τουρκία. Εκείνο που θα πετυχαίναμε θα ήταν η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ομηρία μας στα χέρια της Τουρκίας. Τώρα θα αναζητούσαμε-αν και όσοι επιζούσαν-αλλού, άλλην πατρίδα.

          Μέσα από την εξιστόρηση των γεγονότων παρατίθεται και μια άλλη αλήθεια που οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας. Εκείνες τις πρώτες μέρες της κατάληψης της Λαπήθου ήταν έντονη η παρουσία των εποίκων από την Ανατολία. Ήλθαν, λοιπόν, με σκοπό να παραμείνουν οι Τούρκοι, εποικίζοντας την πατρίδα μας. Ας μην τρέφουμε ψευδαπάτες. Μόνο με τη γνώση των πραγματικών επιδιώξεων του εχθρού θα μπορέσουμε να ματαιώσουμε τα σχέδιά του.

          Ευχαριστώ θερμά τον Γιάννη Νικολάου για την ευκαιρία που μας δίνει να προβληματιστούμε για την πορεία του εθνικού μας θέματος. Τον συγχαίρω για την εθνικά ορθή στάση του και εύχομαι συνέχιση και αύξηση των προσπαθειών του για διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στις περιοχές που μας έμειναν ελεύθερες και απελευθέρωση των όσων πρόσκαιρα χάσαμε.