English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

  

 

 

 

Οι τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό

Προβληματισμοί και ανησυχίες για την επιδιωκόμενη λύση

Λευκωσία(Χίλτον) 27.11.2016

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

 

 

 

          Σε ώρες δύσκολες, όταν διακυβεύεται η εθνική αλλά και η φυσική ύπαρξή μας στον χώρο αυτό, στην πατρίδα μας, σαν από ένστικτο, αφυπνιζόμαστε. Αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο και αναζητούμε τρόπους σωτηρίας.

          Έτσι συμβαίνει και τώρα. Μετά την απάθειά μας, που εκδηλώθηκε για χρόνια, τη μη διαμαρτυρία μας όταν πληροφορούμασταν τις πολλαπλές και κάθε είδους υποχωρήσεις της πλευράς μας, στο εθνικό μας θέμα, και ύστερα από την αγωνία των τελευταίων ημερών, ξυπνήσαμε σαν από λήθαργο.

          Δεν είναι αυτό ανεξήγητο. Ενεργοποιείται πρώτα η πείρα μας, η εμπειρία χρόνων πολλών, η οποία λέγει ότι ουδέποτε η Τουρκία σεβάστηκε την υπογραφή της και αναλογιζόμαστε από ποιον κίνδυνο μόλις και γλυτώσαμε. Έκαμε πολλές συμφωνίες, η Τουρκία, τις οποίες αθέτησε από την πρώτη στιγμή. Παίρνει ό,τι την συμφέρει από τη συμφωνία και καταπατεί όλους τους άλλους όρους. Συμφώνησε την κατάπαυση του πυρός στις 22 Ιουλίου 1974, όταν είχαν ήδη δημιουργήσει προγεφύρωμα που ένωνε την Κερύνεια με τη Λευκωσία. Συνέχισε, όμως, την προέλασή της προς τον Καραβά, τη Λάπηθο και άλλες περιοχές. Και όταν απεβίβασε στρατό και οπλισμό ξεκίνησε απροκάλυπτα τη δεύτερη φάση της εισβολής. Σεβάστηκε την Γ΄Βιέννη; Προνοούσε η συμφωνία την επιστροφή της Καρπασίας και παραμονή εκεί 20.000 Ελλήνων κατοίκων της. Όταν μετέφερε τους Τουρκοκύπριους από τις ελεύθερες περιοχές στα κατεχόμενα, όχι μόνο δεν επέτρεψε την επιστροφή και επανεγκατάσταση των Καρπασιτών που είχαν φύγει, αλλά και έδιωξε όλους όσους είχαν εγκλωβιστεί εκεί. Υπέγραψε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για παρεμπόδιση της ροής προσφύγων-μεταναστών προς την Ευρώπη έναντι σημαντικών ανταλλαγμάτων και καθημερινά είμαστε μάρτυρες ροής τέτοιων προσφύγων όχι μόνο προς την Ελλάδα αλλά και προς την Κύπρο.

          Δικαιολογημένα, λοιπόν, φοβόμασταν πως ότι και αν εσυμφωνείτο, η Τουρκία θα το αθετούσε, αφού έπαιρνε πρώτα εκείνα που τη συνέφεραν. Όταν το 2004 απορρίπταμε το σχέδιο Ανάν, αυτό οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία εγγύησης της εφαρμογής της λύσης. Όταν από την πρώτη ημέρα επρονοείτο κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορούσε κάποιος να εμπιστευτεί την αποχώρηση, ύστερα από χρόνια, κάποιων στρατευμάτων κατοχής ή την μακροχρόνια επιστροφή, έστω και του περιορισμένου αριθμού των προσφύγων που προνοούσε το σχέδιο, στις εστίες τους;

          Προσωπικά εφοβόμουν κάποιες παραπλανητικές κινήσεις των Τούρκων στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις. Αν η Τουρκία απεποιείτο του δικαιώματος της μονομερούς επέμβασης(των εγγυήσεων), ποιος θα την εμπόδιζε όποτε ήθελε στο μέλλον να επέμβει; Είχε τέτοια δικαιώματα στη Συρία ή στο Ιράκ; Και όμως επενέβη. Ή αν έλεγε ότι επιστρέφει συγκεκριμένες περιοχές σε κάποιο βάθος χρόνου, ποιος θα την ανάγκαζε να το πράξει αν εν τω μεταξύ διαλύαμε το Κράτος μας; Αυτή, λοιπόν, η εμπειρία μας, μάς έκανε να φοβούμαστε την κατάληξη σε συμφωνία. Συμβαίνει και αυτό το παράδοξο. Εμείς που πρώτοι θέλουμε λύση να φοβούμαστε γι’ αυτή, γιατί δεν πρόκειται για ορθή λύση. Και συνειδητοποιούμε τώρα τον κίνδυνο από τον οποίο ξεφύγαμε, αφού δεν είχαμε ορθά πλαίσια και αρχές διαπραγμάτευσης.

          Μα και η διαχρονική θέση της Τουρκίας, ως προς τους στόχους της στην Κύπρο, μάς έκανε επιφυλακτικούς για την λύση, το περιεχόμενο και την εφαρμογή της. Η Τουρκία καθημερινά μιλά για ανάκτηση της Κύπρου.

          Ο Περικλής Νεάρχου, στο βιβλίο του «Η Ελλάδα σε κίνδυνο», γράφει ότι λίγο μετά την εισβολή, αντιπροσωπεία Τουρκοκυπρίων επεσκέφθη τον πρωθυπουργό της εισβολής Ετζεβίτ, και του ζήτησε να ανακηρύξει επισήμως τη διχοτόμηση, όπως ήταν ο Τουρκικός στόχος μέχρι τότε. Ο Ετζεβίτ τους απάντησε ότι μετά την εισβολή, που είχε κάνει πράξη τη διχοτόμηση, δεν συνέφερε πλέον στην Τουρκική πλευρά η διχοτόμηση. Τους είπε ότι μια λύση χωριστού κράτους και συνομοσπονδίας, υπό την εγγύηση της Τουρκίας, θα εξασφάλιζε καλύτερα τα Τουρκικά συμφέροντα, εφόσον η Τουρκική πλευρά θα είχε «ίσο» λόγο πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και ταυτόχρονα θα επιτυγχανόταν γεωπολιτική έξωση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο. Συμπλήρωνε επί πλέον: «Μια τέτοια λύση αφήνει ανοικτή την προοπτική για τον έλεγχο στο μέλλον ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία»(Π.Νεάρχου, «Η Ελλάδα σε κίνδυνο»,σελ.170).

          Μα και το περίφημο σχέδιο Νιχάτ Ερίμ, από το 1956, προβλέπει την ανάκτηση της Κύπρου. Η επιδίωξη αυτή προβλέφθηκε να επιτευχθεί σε έξι στάδια. Δυστυχώς το σχέδιο υλοποιείται χωρίς παρεκκλίσεις. Μένουν τώρα οι τελευταίες πινελιές σ’ αυτό: Επιδιώχτηκε και επιτεύχθηκε η μη απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ήταν το πρώτο στάδιο, η πρώτη επιδίωξη. Το 1956 διεξαγόταν, όπως θυμάστε, ο αγώνας της ΕΟΚΑ για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Κατορθώθηκε ύστερα η απόκτηση δικαιωμάτων της Τουρκίας επί της νήσου, με τη συνθήκη της Ζυρίχης, όπως ήταν η δεύτερη επιδίωξη. Τέτοια δικαιώματα δεν είχε η Τουρκία γιατί τα είχε απεμπολήσει με τη συνθήκη της Λωζάνης. Πέτυχε, κατόπιν,με την Τουρκοανταρσία του 1963, να συγκεντρώσει σε θυλάκους τους Τουρκοκυπρίους, που ήταν σκορπισμένοι σε ολόκληρη την Κύπρο(τρίτη επιδίωξη). Θεράπευσε την Τουρκική αριθμητική μειονεξία στην Κύπρο, κουβαλώντας από το 1974 μέχρι σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους(τέταρτη επιδίωξη). Έχει αδιαμφισβήτητα τον στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής. Όχι μόνο στην κατεχόμενη γη μας αλλά και στην ΑΟΖ μας και όλη την περιοχή. Μένει ο πλήρης πολιτικός έλεγχος της Κύπρου που επιδιώκει να αποκτήσει με τη συγκατάθεσή μας.

          Ο πρώην Τούρκος πρωθυπουργός Νταβούτογλου ξεκάθαρα είπε πως και ένας Τούρκος να μην υπήρχε στην Κύπρο, το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τη νήσο θα ήταν δεδομένο.

          Ποιά λοιπόν εμπιστοσύνη θα μπορούσαμε να είχαμε για κατάληξη σε μια συμφωνία που να εξασφάλιζε το μέλλον του Ελληνισμού στην Κύπρο;

          Χωρίς να έχω πολιτική παιδεία, παρακολουθώντας απλώς τα γεγονότα με τη λογική ενός μέσου ανθρώπου, νομίζω ότι με τρεις κυρίως τρόπους επιδιώκει η Τουρκία την κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου:

  α) Πρώτα με την αποδοχή εκ μέρους μας μιας λύσης που να προνοεί κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία εξ υπαρχής ενός νέου κράτους. Όσο υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία συνυπάρχουν και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τη θωρακίζουν και δεν μπορεί η Τουρκία να  νομιμοποιήσει την κατοχή. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η Τουρκία από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο κράτος που θα προκύψει θα είναι αθωράκιστο. Για να προσφύγει στα Ηνωμένα Έθνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέλει τη συγκατάθεση του Τουρκοκυπριακού «συνιστώντος κρατιδίου», που δεν θα την έχει. Και κατά την πάγια τακτική τους, αμέσως μετά τη συμφωνία, οι Τούρκοι, θα αθετήσουν την υπογραφή τους. Μη έχοντας τότε πού να προσφύγουμε, αφού με τη διάλυση του νέου κράτους θα είμαστε κοινότητα και όχι κράτος, θα γίνουμε όμηροι της Τουρκίας. Γι’αυτό και δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε με κανένα τρόπο σε μια τέτοια λύση.

β) Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι επιχειρούν υλοποίηση του στόχου τους είναι ο εποικισμός. Οι μαρτυρίες των ίδιων των Τουρκοκυπρίων-όσοι απ’αυτούς απέμειναν- είναι ότι σήμερα, πέραν του στρατού κατοχής, υπάρχουν στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και ένα εκατομμύριο έποικοι. Ο κ.Γιαννάκης Μάτσης και η υπηρεσία της οποίας προΐσταται μπορεί να επιβεβαιώσει το γεγονός και να δώσει πολλές λεπτομέρειες. Αυτό σημαίνει ότι είναι περισσότεροι από μας σε πληθυσμό. Το 2007, ο τότε εκπρόσωπος του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών Μάϊκλ Μώλλερ είχε πει στον κ. Μιχαλάκη Λεπτό, στην παρουσία μου, ότι ο πλυθυσμός στα κατεχόμενα ήταν περαν των 500.000. Και αυτό το συμπέραναν τα Ηνωμένα Έθνη, όπως μας είπε, κυρίως από τον αριθμό κινητών τηλεφώνων. Έκτοτε ο εποικισμός συνεχίστηκε με εντατικούς ρυθμούς. Ο εποικισμός αποτελεί, βέβαια, έγκλημα πολέμου και καταδικάζεται απ’όλα τα κράτη. Επιχειρούν όμως, οι Τούρκοι, νομιμοποίηση του, με διάφορους τρόπους. Προβάλλουν ήδη τις δικαιολογίες ότι κάποιοι γεννήθηκαν εδώ, κάποιοι παντρεύτηκαν, κλπ. Αν συνεχίσουμε να μην αντιδρούμε δυναμικά, ως προς το θέμα αυτό, κάποια στιγμή θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. Αφού φέρουν με το μέρος τους τούς ισχυρούς της γης, έχοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι Τούρκοι θα επιδιώξουν ενιαίο κράτος και δημοψήφισμα. Ο καθηγητής Βασίλης Κατσαρός, Ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τώρα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας της Κύπρου,ως ιστορικός, μας λέει ότι το 1908 στην Αλεξανδρέττα, επαρχία τότε της Συρίας, ζούσαν 8000 Τούρκοι και 2.500.000 Σύροι(Άραβες). Οι Αγγλογάλλοι, θέλοντας να έχουν την Τουρκία με το μέρος τους σε έναν ενδεχόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέθεσαν σ’αυτή μιαν εποπτεία στην περιοχή. Σε 30 χρόνια, το 1938, η Τουρκία άλλαξε τον δημογραφικό χαρακτήρα της περιοχής. Έφερε Τούρκους, έδιωξε τους ντόπιους, ζήτησε και πέτυχε δημοψήφισμα και κατέστησε την Αλεξανδρέττα επαρχία της Τουρκίας. Αν δεν αντισταθούμε αποτελεσματικά στα εποικιστικά σχέδια της Τουρκίας θα έχουμε και εμείς την τύχη της Αλεξανδρέττας.

γ) Και τέλος, θα επιδιώξουν τον στόχο τους, με τη μέθοδο του εκφοβισμού. Θα πράξουν  ότι έπραξαν στην Ίμβρο και στην Τένεδο, αναγκάζοντάς μας να φύγουμε στο εξωτερικό για εξασφάλιση ασφάλειας για τα παιδιά μας. Η παραμονή των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου στα νησιά τους εξασφαλιζόταν με τη συνθήκη της Λωζάνης. Θα είχαν ευρείες ελευθερίες, σχολεία, αυτοδιοίκηση κλπ. Οι Τούρκοι τότε πήραν τις φυλακές μεγίστης ασφαλείας στην Ίμβρο. Τη μια νύκτα άφησαν να διαφύγει ένας βαρυποινίτης που σκότωσε κάποιον Έλληνα, την άλλη άφηναν άλλον που βίαζε μιαν Ελληνίδα, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά ο Ελληνικός πληθυσμός να φύγει. Έτσι θα επιδιώξει και στην Κύπρο η Τουρκία. Προκαλώντας προβλήματα στη γραμμή αντιπαράταξης, ή με τους Τούρκους και τους λαθρομετανάστες που διατηρούν ως εγκάθετους στις ελεύθερες περιοχές, θα δημιουργήσουν κλίμα ανασφάλειας και πανικού στις τάξεις του λαού με μόνο τρόπο αντίδρασης την φυγή.

          Το πόσο εμείς υπνώττουμε, ή εθελοτυφλούμε, ενώ τα σχέδια της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα, ακόμα και για τους ξένους, φαίνεται από το εξής περιστατικό, που όσες φορές κι αν το αφηγηθώ, ανατριχιάζω στην αφήγησή του: Ο προηγούμενος Πατριάρχης Αντιοχείας, ο μ. Ιγνάτιος, λόγω των πολλών δυσκολιών που αντιμετώπιζε το ποίμνιό του στη Συρία, σκεφτόταν ότι κάποτε θα αναγκαζόταν να φύγει από τη Δαμασκό, έδρα του Πατριαρχείου κατά τα τελευταία χρόνια. Έλεγε, λοιπόν, πριν από 15 περίπου χρόνια στον τότε Μητροπολίτη Πάφου, τον σημερινό Αρχιεπίσκοπο, ότι  σκέψη του, παλαιότερα, ήταν να μεταφέρει την έδρα του στην Κύπρο. Τώρα, όμως, έλεγε, φοβάμαι ότι θα σας διώξουν πριν από μας. Εκείνος έβλεπε από τότε, πριν 15 χρόνια, και τους σχεδιασμούς και την πολιτική των Τούρκων. Εμείς εξακολουθούμε να υπνώττουμε. Απόδειξη αυτής της αφασίας στην οποία περιήλθαμε, είναι και το γεγονός πως ουδέποτε κατηγγείλαμε τον αριθμό των ψηφοφόρων κάθε φορά που γίνονται οι λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα. Κάθε φορά ο αριθμός αυξάνει με την προσθήκη και άλλων εποίκων. Με τη σιωπή μας αναγνωρίζουμε τη νομιμότητα των εποίκων, έστω κι αν ύπουλα ενεργώντας η Τουρκία, δεν τους παρουσιάζει όλους αυτή τη στιγμή.

Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.

          Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε. Οφείλουμε να αναχαιτίσουμε την ψυχολογική κατάρρευση του λαού, να ανορθώσουμε το ηθικό του, να του εμπνεύσουμε πίστη στις δυνάμεις του.

          Είναι, νομίζω, η κατάλληλη ευκαιρία, με το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι συνομιλίες να σταθούμε νηφάλια και να ανασκοπήσουμε την πορεία μας. Να δούμε τα λάθη μας και να διαγράψουμε πορεία εξόδου από τα αδιέξοδα.

          Παρασυρθήκαμε στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών με στόχο όχι την αποκατάσταση των δικαιωμάτων  του λαού μας, αλλά τον συμβιβασμό με την αρπαγή και την αδικία. Αυτό εδραίωσε την διεθνή προπαγάνδα της Τουρκίας για τη φύση του Κυπριακού προβλήματος, παρουσιάζοντάς το σαν δικοινοτική διαφορά και θέτοντας τόν εαυτό της στο απυρόβλητο. Παίρνει μάλιστα τα εύσημα, από τον διεθνή παράγοντα, ως ενθαρρύνουσα τη λύση του προβλήματος. Το πόσο πέτυχε σ’αυτό τον στόχο της η Τουρκία, με τη δική μας συνέργεια, φαίνεται και από τις μέχρι σήμερα υποβληθείσες προτάσεις για λύση του Κυπριακού, αλλά και από τις δικές μας διεκδικήσεις: Ούτε υπαινιγμός για εισβολή και κατοχή, ούτε λόγος για εποικισμό και εθνικό ξεκαθάρισμα. Διακηρύττουμε με μια δόση δικαιολογίας προς τον λαό μας και απολογίας προς τους ξένους ότι το ναυάγιο των συνομιλιών επήλθε γιατί οι Τούρκοι επέμεναν στην επιστροφή 55 και όχι 75 χιλιάδων προσφύγων. Και ότι είμασταν πολύ κοντά στη στη συμφωνία για το ποσοστό του εδάφους που θα επιστρεφόταν. Σε ποιο δίκαιο και σε ποια δημοκρατική βάση στηρίζονται όλα αυτά;

          Την τακτική της κατοχικής δύναμης είχε αντιληφθεί έγκαιρα ο Εθνάρχης Μακάριος. Πιεζόμενος κι εκείνος από τον διεθνή παράγοντα και έχοντας υποσχέσεις για παρεμβάσεις προς την Τουρκία, δέχτηκε τη διαδικασία των συνομιλιών. Όταν διαπίστωσε, όμως, τους σχεδιασμούς και την τακτική της Τουρκίας, δεν δίστασε να κηρύξει τον μακροχρόνιο αγώνα και να τον αφήσει ως  σωστική παρακαταθήκη για το λαό του. Η συνέχιση, έκτοτε, των συνομιλιών οδήγησε στην σταδιακή αποδοχή όλων των απαιτήσεων των Τούρκων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η αποδοχή μιας διεκδίκησής τους, οδηγεί σε άλλη, πιο προχωρημένη διεκδίκηση, απ’αυτούς. Κι εμείς εξακολουθούμε να παίζουμε το παιχνίδι τους.

          Είναι γεγονός πως τα συγκριτικά υλικά μεγέθη, με αντίπαλο την Τουρκία, είναι συντριπτικά σε βάρος μας, όπως, εξ άλλου, ήταν πάντα στην ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Είναι, όμως, επιλογή η παράδοση γιατί ο αντίπαλος είναι ισχυρός; Στην Ιστορία μας, αποδείχτηκε πολλές φορές, ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό. Και όπως φάνηκε ξεκάθαρα και κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού μας αγώνα, όταν υπάρχει πίστη σε σκοπό, τα όπλα και τα πυρομαχικά του εχθρού αποδεικνύονται άχρηστα σιδερικά.

          Οι πτώσεις στον Ελληνισμό δεν γίνονται αιτίες για την αποσύνθεσή του. Αντιθέτως του δημιουργούν προϋποθέσεις για να αναπτύξει νέες δυνάμεις, τον εμψυχώνουν, του δίνουν την παρόρμηση για νέες κατακτήσεις.

          Όπως, όμως η ελευθερία δεν δωρίζεται αλλά κατακτάται, έτσι και το μέλλον δεν διαγράφεται παθητικά, από την τύχη, αλλά διαμορφώνεται δυναμικά από κάθε λαό. Το μέλλον ενός λαού διαμορφώνεται θετικά από το πλάτεμα της σκέψης, τις αξίες και την εσωτερική ελευθερία των πολιτών του. Κάθε πατρίδα χαίρεται τόσην ελευθερία, όση αναλογεί στη σωφροσύνη των πολιτών της και στην αγωνιστική διάθεσή τους.

          Οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν τόσον αφελείς ώστε να αυταπατώνται και να περιμένουν την ελευθερία τους από ξένα χέρια. Ξέρουν, όμως, ότι όπως και η πρόσφατη Ιστορία, που εξελίσσεται στην περιοχή μας, διδάσκει, ουδείς είναι τόσο μεγάλος για να αδιαφορεί, για πάντα, έναντι των μικρών. Και όλοι, όσο μικροί και ασήμαντοι και αν είναι, δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι υπάρχουν απρόβλεπτες συγκυρίες, που μπορούν, ενδεχομένως, να τους καταστήσουν καταλύτες σε κρίσιμες στιγμές. Όπως ορθά επισημαίνει, ήδη από την αρχαιότητα, ο Θουκυδίδης, οι πόλεμοι, συνήθως, δεν εξελίσσονται όπως ήταν η πρόβλεψη των εμπνευστών τους. Απρόοπτοι και αστάθμητοι παράγοντες αναδεικνύουν αδυναμίες, για τους μεγάλους, και ευκαιρίες για τους μικρούς. Στο χέρι μας είναι, λοιπόν, να μεταβάλουμε την κατάσταση. Φτάνει να εργαστούμε μ’όλη τη δύναμη της ψυχής μας και να αξιοποιήσουμε όλα τα δεδομένα, όπως διαγράφονται σήμερα, προς τον σκοπό αυτό. Να πιστέψουμε ότι τα εθνικά μας δίκαια δεν παραγράφονται, όσος χρόνος κι αν περάσει.

          Χωρίς να παραγνωρίζουμε την επιβαλλόμενη σύνεση στις κινήσεις και στις προσπάθειες μας, άλλο τόσο θα πρέπει να αγνοήσουμε τις φωνές των λεγόμενων ρεαλιστών για «αμετακίνητα τετελεσμένα», και οι οποίοι θεωρούν ως «εθνική αυτοκτονία» κάθε αντίσταση στα σχέδια του κατακτητή. Η εθνική αντίσταση δεν υπήρξε ποτέ και δεν είναι εθνική αυτοκτονία. Αντίθετα θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της ζωής μας.

          Οφείλουμε επομένως να πληροφορήσουμε ειλικρινώς τον λαό για τις δυσκολίες και τις θυσίες που θα απαιτηθούν. Να αποκαλύψουμε, όσον φοβερά και αν είναι, τα σχέδια των Τούρκων. Η αλήθεια είναι πάντοτε ερεβοκτόνος, διαλύει τα σκοτάδια της άγνοιας. Αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις του οποιουδήποτε προβλήματος και παρέχει τη δυνατότητα, εύκολη, ή δύσκολη, αντιμετώπισής του.

          Να απαιτήσουμε, ύστερα, αγωνιστική διάθεση εκ μέρους των ηγετών μας, διαφάνεια στη ζωή και ηθική στον τρόπο συμπεριφοράς τους. Δεν μπορείς με σάπια ηγεσία και διεφθαρμένες συμπεριφορές να οργανώσεις αποτελεσματικά και να φέρεις σε πέρας έναν αγώνα, από την έκβαση του οποίου κρίνονται τα πάντα.

          Θα πρέπει, κατόπιν, να πιέσουμε προς την κατεύθυνση της αλλαγής πλεύσης του αγώνα μας. Οι συνομιλίες, όπως γίνονται, δεν οδηγούν πουθενά. Ήταν ο σχεδιασμός της κατοχικής δύναμης για αποτελμάτωση του θέματος μας, για αποπροσανατολισμό και ημών των ιδίων, και των ξένων. Κάθε υποχώρησή μας, οδηγεί σε νέες διεκδικήσεις των Τούρκων. Στους συμβιβασμούς δεν υπάρχει τέρμα όταν υπάρξει αρχή. Για να υπάρξει τέρμα και στην αρχή, που ο δόλος της Τουρκίας και των συμμάχων της μάς παρέσυρε, πρέπει να πάρουμε την μεγάλη απόφαση της αλλαγής, όχι τακτικής στις συνομιλίες, όπως η ηγεσία μας επαγγέλλεται, αλλά πλεύσης. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να ξεχνούμε ότι προκειμένου περί ανίσων μερών, η συμβιβαστικότητα είναι πάντοτε εις βάρος του αδυνάτου. Ισχύει τούτο και για τις λεγόμενες εποικοδομητικές ασάφειες, σε ενδιάμεσες συμφωνίες. Οφείλουμε λοιπόν να πιέσουμε σε επαναφορά του θέματός μας ως θέματος εισβολής και κατοχής, με αίτημα την απελευθέρωση και όχι την επανένωση. Να απαιτήσουμε για τον λαό μας ό,τι απολαμβάνουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι. Αν όλοι οι Ευρωπαίοι δικαιούνται να έχουν ελεύθερη διακίνηση, ελεύθερη εγκατάσταση και ελεύθερη απόκτηση περιουσίας σε όλη την Ευρώπη γιατί εμείς να στερούμαστε αυτών των δικαιωμάτων μας; Και αν για όλους  παντού ισχύει «ένας άνθρωπος μία ψήφος» γιατί εμείς να μην έχουμε αυτό το δικαίωμα; Μπορούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να αντιτεθούν σ’ένα τέτοιο αίτημά μας που θα τεκμηριώνεται πλήρως; Αφού, όμως, εμείς συμβιβαζόμαστε με όλο και λιγότερα, ποιος ο λόγος να μεριμνούν εκείνοι; Τους παρέχουμε το τέλειο άλλοθι για να αδρανούν.

          Η αλλαγή πλεύσης, έστω και την υστάτη, από την υποχωρητικότητα και την ηττοπάθεια, προς την αντίσταση και τη διεκδικητικότητα, απαιτεί, ασφαλώς, νέα εθνική στρατηγική, συσπείρωση όλων των δυνάμεων και θυσίες κομματικών θέσεων και φιλοδοξιών.

Οφείλουμε, ο λαός, να δώσουμε το μήνυμα στην ηγεσία μας ότι αγγίζει τα όρια της εθνικής αυτοκτονίας η επιστροφή στις διαπραγματεύσεις για συνέχιση από το σημείο που αυτές διακόπησαν. Κάτι τέτοιο θα επιδιώξουν τα Ηνωμένα Έθνη και η Τουρκική πλευρά που εξυπηρετεί με τον τρόπο αυτό τις επιδιώξεις της. Ας φανούμε συνεπείς και προς τον ίδιο τον εαυτό μας εφαρμόζοντας εκείνο που διακηρύττουμε συνεχώς ότι τίποτε δεν ισχύει αν δεν συμφωνηθούν όλα.

Κάθε φορά που «ωδίνες θανάτου και κίνδυνοι Άδου» περιεκύκλωναν τον Ελληνισμό, αυτός σωζόταν με τη βοήθεια δυο παραγόντων: α) Ενός λείμματος, έστω και μικρού, που έμενε σταθερό στις αξίες και τις παραδόσεις του έθνους και γινόταν η ζύμη για να ζυμωθεί «όλον το φύραμα»( και εμείς, δόξα τω Θεώ, είμαστε πολλοί)  και β) Του Θεού που ερχόταν πάντα βοηθός στις δικές μας προσπάθειες.

Και οι δύο αυτοί παράγοντες υφίστανται και σήμερα. Ας τους χρησιμοποιήσουμε για τη σωτηρία του τόπου και των παιδιών μας.