English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

  

Ομιλία σε Αντικατοχική εκδήλωση

στη Λευκωσία  20.7.2019

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου 

 

   Θλιβερή η σημερινή επέτειος και επώδυνες οι μνήμες που τη συνοδεύουν. Σαρανταπέντε ολόκληρα χρόνια από την τραγωδία του 1974, την υποδούλωση της πατρίδας μας στον τούρκο εισβολέα και δεν διαφαίνεται καμιά ελπίδα απαλλαγής από την κατοχή.

   Οι παλαιότεροι αναπολούμε τα προ της εισβολής χρόνια και νιώθουμε τύψεις. Ανεχθήκαμε μιαν ασήμαντη ομάδα προδοτών που μαζί με τη χούντα των Αθηνών έφεραν την καταστροφή. Δεν αντιταχθήκαμε όσο θα’ πρεπε στα καταστροφικά τους σχέδια και σήμερα κλαίμε επί των ερειπίων.

   Η ψυχή μας συντρίβεται από την εθνική ταπείνωση. Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια ελληνικός ο τόπος μας. Με μαρτύρια και ολοκαυτώματα, αίματα και εξανδραποδισμούς κράτησαν οι πρόγονοί μας αλώβητη την εθνική φυσιογνωμία του. Κι η ολιγωρία η δική μας μαζί την απερισκεψία και την εθνική μειοδοσία των λίγων, μας έφεραν στα χείλη της τουρκοποίησης.

   Όση κι αν είναι η πικρία κι η αγανάκτησή μας, όμως, δεν οφελεί σήμερα, σε τίποτα, η αναζήτηση ευθυνών και οι μεταξύ μας αντεγκλήσεις. Η ιστορική αλήθεια η οποία πρέπει να διερευνηθεί θα πρέπει να χρησιμεύσει ως αποτρεπτικό μέσο επανάληψης παρόμοιας τραγωδίας. Κύριο μέλημά μας θα πρέπει να είναι τώρα η με κάθε τρόπο προσπάθεια ματαίωσης των τουρκικών σχεδιασμών σε βάρος της Κύπρου. Γιατί είναι ξεκάθαρο πια σε όλους ότι ο σκοπός της Τουρκίας δεν είναι η προστασία των Τουρκοκυπρίων, ούτε η κατάληψη ενός μέρους της Κύπρου, αλλά η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της πατρίδας μας.

    Για τη λήψη της ορθής απόφασης σε ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα, ζήτημα ζωής ή θανάτου για μας, χρειάζεται ορθή διάγνωση. Θα φτάσουμε στην ορθή διάγνωση εξετάζοντας με νηφαλιότητα το τι μας  οδήγησε μέχρι τη σημερινή κατάσταση αλλά και ποια είναι και πώς εξελίσσονται τα γεγονότα στην περιοχή μας και στον κόσμο.

       Το πρόβλημά μας είναι ξεκάθαρα πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Η ίδια η Τουρκία το ξέρει πολύ καλά, γι’αυτό και επεζήτησε και κατάφερε να κερδίσει χρόνο ώστε να ξεχασθεί από τη διεθνή κοινότητά η υφή του προβλήματος και να επέλθει κόπωση στον λαό μας. Τελικά, κάτω από την πίεση των γεγονότων αλλά και τις υποσχέσεις των τρίτων ότι θα πίεζαν την Τουρκία για μια διευθέτηση, πέσαμε στην παγίδα της κατοχικής δύναμης. Κι ενώ είχαμε την ακράδαντη πεποίθηση πως μόνο με τη διεθνοποίηση του προβλήματός μας θα εξαναγκαζόταν η Τουρκία να συγκατανεύσει σε μιαν υποφερτή για μας λύση, αποδεχόμενοι εμείς τις διακοινοτικές συνομιλίες, ανατρέψαμε την πολιτική της διεθνοποίησης. Οι διακοινοτικές συνομιλίες, ως εκ της φύσεώς τους, περιορίζουν τη διαφορά στο επίπεδο των δύο κοινοτήτων-παρόλο που πίσω από τους Τουρκοκύπριους βρίσκεται η Τουρκία - και ανατρέπουν τον διακρατικό χαρακτήρα που έχει η διεθνοποίηση. Την Κύπρο δεν την κατέχει η άλλη κοινότητα του νησιού. Με τις διακοινοτικές συνομιλίες η Τουρκία εμφανίζεται αποστασιοποιημένη από το πρόβλημα. Δέχεται μάλιστα το εύσημα από τη διεθνή κοινότητα γιατί θέλει, δήθεν, και προωθεί διακαώς λύση.

    Η εμπλοκή της πλευράς μας στις διαπραγματεύσεις που συνεχίζονται, έστω και με διαλείμματα, αλλά συνεχίζονται ό,τι και να συμβεί, είχε, κατά τη γνώμη μου, δύο κακά αποτελέσματα για μας: Πρώτα  τη σταδιακή αποδοχή όλων των κατά καιρούς διεκδικήσεων των Τούρκων, χωρίς καμιά δική τους υποχώρηση. Αντίθετα κάθε αποδοχή, εκ μέρους μας, μιας διεκδίκησής τους, για να συνεχιστούν οι συνομιλίες και να αποφύγουμε τα χειρότερα, οδηγούσε σε προβολή νέων διεκδικήσεων. Από 1974 και εδώ, η Τουρκία μάς κερδίζει με το να μας φοβίζει, παρά με το να μας πολεμά. Και δεν είναι δύσκολο πια σε κανένα, να διακρίνει τον τελικό και αμετάθετο στόχο της : Την κατάκτηση και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.

    Έδωσε όμως, αυτή η άγονη, μακροχρόνια εμπλοκή μας στον διακοινοτικό διάλογο και το καλύτερο άλλοθι στους τρίτους, τα Ηνωμένα Έθνη, τις Μεγάλες Δυνάμεις τον διεθνή, γενικώς παράγοντα, για να δικαιολογήσουν την αδράνειά τους. Αφού τα πράγματα θα οδηγηθούν κάποτε σε κάποια λύση, αυτή είναι η εντύπωση από τις συνομιλίες, χωρίς να υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις, μέσω υποχωρήσεων της πλευράς εκείνης που δείχνει διατεθειμένη να "συμβιβαστεί", γιατί αυτοί να πιέσουν ή να εμπλακούν;

   Εγκαταλελειμμένοι, λοιπόν, στη μοναξιά μας, ίσως και εξ υπαιτιότητός μας, γιατί δεν διεκδικήσαμε το δίκαιό μας με τρόπο πειστικό, διαπιστώνουμε σήμερα, ύστερα από σαρανταπέντε χρόνια κατοχής, ότι όλες οι παραχωρήσεις μας εκλαμβάνονται από την Τουρκία ως αδυναμία, γι’αυτό και επανέρχεται κάθε φορά με νέες διεκδικήσεις. Και έτσι ο φαύλος κύκλος διεκδικήσεων- παραχωρήσεων διαιωνίζεται. Η πράξη έχει δείξει ότι, η Τουρκία θέλει τον διάλογο για να θέτει, μέσω των εδώ εγκάθετών της, νέες διεκδικήσεις. Προσπαθεί να δώσει προς τα έξω την εντύπωση ότι οι μονομερείς απαιτήσεις της, αποτελούν διμερείς διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων και ότι η επίλυσή τους απαιτεί διαπραγμάτευση· δηλ. απαιτεί την υποχώρησή μας για να αποφευχθεί η σύγκρουση.

    Θα πρέπει όμως, να έχουμε μάθει από όσα μέχρι σήμερα πάθαμε, ότι καμιά υποχώρηση δεν αποτελεί ανασχετικό φραγμό για τον τελικό στόχο της Τουρκίας. Ούτε κι αν παραδώσουμε τώρα τον υποθαλάσσιο πλούτο μας θα πετύχουμε κάτι. Με τις συνεχείς υποχωρήσεις δεν μπορούμε να φτάσουμε σε λύση.

   Από το 1974 δεχτήκαμε και δεχόμαστε καθημερινά πολλές ταπεινώσεις. Κι όμως, πολλοί αντιμετωπίζουν την κατάσταση χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς την ελληνική περηφάνεια. Οι καθημερινές ανακοινώσεις για τον αριθμό των Ελλήνων Κυπρίων που επισκέπτονται τα κατεχόμενα, τα ποσά που ξοδεύουν εκεί, οι αναχωρήσεις από το παράνομο αεροδρόμιο, οι φωνές για διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων, για να εξοικειωθούμε κι άλλο με την κατοχή, δίνουν μιαν αίσθηση της εθνικής αφασίας στην οποία ένα μεγάλο μέρος του λαού μας έχει περιέλθει.

    Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι ανεξήγητο το ότι ο διεθνής παράγοντας, ο οποίος παρακολουθεί αυτή την κάμψη του ηθικού μας, πιέζει κι άλλο την πλευρά μας, αφού μάλιστα βρίσκει και σε μερίδα της ηγεσίας μας πρωτοπόρους στην άτακτη υποχώρηση. Κι η Τουρκία περισσότερο να αυξάνει τις προκλήσεις της. Αυτά, όλα όμως, θα πρέπει να μας αφυπνίσουν από τον λήθαργο. Οφείλουμε, εμείς τουλάχιστον, που μέχρι σήμερα εξακολουθούμε να αγωνιούμε για το μέλλον του τόπου μας, να πρωτοστατήσουμε στη συνειδητοποίηση, εκ μέρους όλου του λαού μας, των θανάσιμων κινδύνων που διατρέχουμε και στη λήψη ανασχετικών μέτρων, με απώτερο στόχο την αλλαγή πλεύσης, την απαλλαγή από τον θανατηφόρο εναγκαλισμό με τις συνομιλίες που γίνονται, με τον τρόπο που γίνονται,  εδώ και σαρανταπέντε χρόνια.

     Στηρίξαμε, τις ελπίδες μας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και απογοητευόμαστε. Όταν αυτός περιορίζεται μόνο σε ευχές και σε υποδείξεις, πολλές φορές αντίθετες του δικαίου, τούτο αποτελεί στίγμα για την ανθρωπότητα αλλά και θλιβερό, αποκαρδιωτικό, σύμπτωμα, για το μέλλον του κόσμου.

    Αυτή η διάγνωση θα πρέπει να μας προσγειώσει. Να μας οδηγήσει μακριά από ψευδαισθήσεις και απατηλές προσδοκίες. Στις δικές μας δυνάμεις και στο δίκαιό μας θα πρέπει κυρίως να στηριχτούμε. Θα πρέπει να θωρακιστούμε  με τις αιώνιες αξίες της φυλής μας, να επιδιώξουμε σύμπτωση συμφερόντων με άλλες χώρες της περιοχής ή που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, να αποδεσμευτούμε από δεσμεύσεις που μας επεσώρευσαν οι διαδικασίες σαρανταπέντε ετών και που ισχύουν, τελικώς, μόνο για μας και όχι για τους Τούρκους. Και ομονοούντες να συμφωνήσουμε στον στόχο.

    Λύση που είναι αποτέλεσμα βίας και αδικίας δεν μπορεί να επιβιώσει. Ό,τιδήποτε κι αν δεχθούμε ως συμβιβασμό, κάτω από συνθήκες πανικού και έκδηλης αδυναμίας, θα το χάσουμε οριστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Οι πανικόβλητες υποχωρήσεις ποτέ δεν περιορίζουν τη θρασύτητα του εχθρού, αλλά αντίθετα την ενισχύουν.

   Νομίζω πως απηχώ και τις απόψεις σας αλλά και τις απόψεις της πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού αν πω ότι εκείνο που δεν τολμήσαμε το 1983, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, και το 2004, με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, την απόσειση δηλ. όλων των μονομερών υποχωρήσεων και δεσμεύσεων μας, θα πρέπει να το τολμήσουμε τώρα. Και να επανατοποθετήσουμε το πρόβλημά μας στις σωστές του διαστάσεις. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Θα πρέπει η Τουρκία να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κύπρο για να αποκατασταθούν πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

   Επαναλαμβάνω και πάλιν και θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε για να μπορέσουμε να το αποτρέψουμε: Αμετάθετος στόχος της Τουρκίας, είναι η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.

   Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.

   Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε.

   Ποτέ άλλοτε, ακόμα και χωρίς ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος δεν κινδύνευε όσο σήμερα. Στις σατανικές πλεκτάνες της Τουρκίας έρχονται να προστεθούν κι άλλα πολλά: Η δημογραφική κατάρρευση, η φυγή των νέων, η παραγωγική αποσάρθρωση, η πολιτισμική παρακμή, ο δεκασμός σε όλους τους τομείς της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής ζωής, η απειλή αλλοίωσης της εθνικής φυσιογνωμίας κα των ελεύθερων περιοχών, λόγω της ανεξέλεγκτης εισροής λαθρομεταναστών, που πιστεύω πως κι αυτοί στέλλονται με σχέδιο της Τουρκίας. Κι αυτοί δεν μας απομυζούν μόνον οικονομικά, με τα παχυλά βοηθήματα που τους προσφέρουμε, ούτε και ρίχνουν, απλώς, τα επίπεδα μάθησης στα σχολεία μας με την παρουσία τους, ούτε κι ακόμα, βοηθούν μόνον στην αύξηση του εγκλήματος. Ο κίνδυνος είναι στην αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα και των ελεύθερων περιοχών και στη δημιουργία πέμπτης φάλαγγας μέσα στις τάξεις μας.

  Είμαστε κολλημένοι στον τοίχο από την Ιστορία, χωρίς περιθώρια για νέα σφάλματα. Πρέπει να προγραμματιστούμε αποτελεσματικά.

   Η εθνική αφύπνιση, που οδηγεί σε εθνική αυτογνωσία και ενότητα, είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Ελληνισμός στην Κύπρο. Η επιβίωσή μας μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της συνεχούς εγρήγορσης των φυσικών και ψυχικών μας δυνάμεων.

   Αυτή η εγρήγορση θα πρέπει να μας οδηγήσει και στη λήψη κάποιων στοιχειωδών, τουλάχιστον, προστατευτικών μέτρων. Ένα κράτος που αυτοπεριορίζεται σε παθητική άμυνα, που εν μέσω πρωτόγνωρων εθνικών κινδύνων περιορίζει τον χρόνο της στρατιωτικής θητείας και εκμηδενίζει τις στρατιωτικές-αμυντικές δαπάνες του, είναι αδύνατο να πειθαναγκάσει έναν επιθετικό αντίπαλο σε παραίτηση από τους στόχους και τις επιδιώξεις του.

   Είναι, ασφαλώς αναγκαίο και το ηθικό αγωνιστικό φρόνημα του λαού, που πρέπει να σφυρηλατηθεί στις πνευματικές, ηθικές και πολιτιστικές μας αξίες, αλλά είναι απαραίτητη και μια αμυντική υποδομή στην οποία θα στηριχτεί αυτό το φρόνημα, για να καταστεί αποτελεσματικό και να μεγαλουργήσει.

   Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι είναι εύκολη υπόθεση η αλλαγή πλεύσης την οποία προτείνουμε. Δεν έχουμε, όμως άλλη λύση. Για να υπενθυμιστεί στη διεθνή κοινότητα, ένα γεγονός που αφέθηκε από το 1974 να ξεχασθεί, ότι δηλ. στην Κύπρο έγινε εισβολή ενός ξένου κράτους που εξακολουθεί να κατακρατεί με τη βία το 40% του εδάφους μιας άλλης χώρας εδώ  και 45 χρόνια, χρειάζονται αγώνες. Οι εύκολοι και ακίνδυνοι τρόποι, όμως, δεν μπορούν να κάμψουν την Τουρκική αδιαλλαξία.

   Κι ας μη ξεχνούμε ότι και οι ξένοι, οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη, οι Εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνάγουν συμπεράσματα για την πολιτική τους έναντί μας όχι με κριτήριο την ετοιμότητα υποχωρήσεων και υποκλίσεών μας προς τον κατακτητή, αλλά με κριτήριο την αποφασιστικότητά μας για αγώνα και την ικανότητα για υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων.

     Τελειώνω αναφέροντας επιγραμματικά ότι είναι μύθος να νομίζουμε ότι υποχωρώντας κι άλλο θα πείσουμε την Τουρκία να προχωρήσει σε μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Ούτε και οι συνομιλίες απλώς για τις συνομιλίες είναι πανάκεια. Η πραγματικότητα είναι ότι με τα συνεχή "δώσε" δεν φτάνεις σε λύση. Και ο χρόνος των συνομιλιών χρησιμοποιείται από την Τουρκία για εμπέδωση των τετελεσμένων και επίτευξη των στόχων της. Μόνο ανασύνταξη δυνάμεων και επανατοποθέτηση του προβλήματός μας στις σωστές του διαστάσεις υπόσχονται έξοδο, έστω και με πολλές θυσίες, από το αδιέξοδο. Και το ξαναείπαμε κι άλλη φορά. Να΄μαστε έτοιμοι. Αν, μη γένοιτο, γονατίσει η Ηγεσία, την Ιστορία θα πρέπει να τη σηκώσουμε στους ώμους μας εμείς, ο λαός!