English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

Παρουσίαση του δίτομου «Γρηγόρη  Αυξεντίου» του Ανδρέα Καουρή

Όμοδος 1.12.2019

Του Μητροπολίτη  Πάφου Γεωργίου

           

             Σε καιρούς που, κατά γενική ομολογία, το εθνικό αισθητήριο έχει αμβλυνθεί, σήμερα που η οικονομική κρίση ωθεί πολλούς, στην Κύπρο, σε αναθεώρηση της κλίμακας των αξιών, δίνοντας προτεραιότητα σε υλικές και υποτιμώντας τις πνευματικές και εθνικές αξίες, τώρα που οι ήρωες παραγνωρίζονται και άλλα πρότυπα προβάλλονται στη ζωή, είναι παρήγορο και ταυτόχρονα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι κάποιοι εξακολουθούν να σκέφτονται ελληνικά και εθνικά. Ακούουν φωνές από το παρελθόν, ενωτίζονται τους ευκλεείς προγόνους τους, δονούνται από τα ίδια ιδανικά που και εκείνοι είχαν εγκολπωθεί και προσπαθούν να τους προβάλουν ως πρότυπα ζωής και στη σημερινή γενιά.

            Ευχαριστώ θερμά όλους εσάς, που σε πείσμα της αντιηρωϊκής εποχής μας, κλίνετε σήμερα ευλαβικά το γόνυ της ψυχής μπροστά στην υπέρτατη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου, του Κύπριου ήρωα των Πανελλήνων, με την ευκαιρία της  παρουσίασης του δίτομου έργου του Αντρέα Καουρή, Δημάρχου της Λύσης, με τον λιτό αλλά και  εκφραστικότατο τίτλο «Γρηγόρης Αυξεντίου».

            Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον συγγραφέα για την τιμητική πρόσκλησή του, να μιλήσω για το έργο του. Ένα έργο για το οποίο καταβλήθηκε πολύς κόπος και χύθηκε πολύς ιδρώτας. Δεν ήταν, και δεν είναι εύκολο, να συγκεντρωθούν τόσες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, να αξιολογηθούν, να καταγραφούν και να προβληθούν. Είμαι σίγουρος πως μόνον ο Ανδρέας Καουρής, με την μέχρι λατρείας αγάπη του προς τη Λύση και τον ημίθεο συγχωριανό του, θα μπορούσε να υποβληθεί σε τόσους κόπους και τόσες θυσίες. Τον συγχαίρω θερμά για την πολύχρονη και κοπιώδη εργασία του, που είχε, όντως, άριστα αποτελέσματα.

            Κατάγομαι από την Αθηαίνου, γειτονική προς τη Λύση κοινότητα, κι ομολογώ πως πάντα νιώθαμε την υπεροχή της Λύσης έναντί μας και έναντι των άλλων κοινοτήτων της περιοχής. Και πριν ακόμα δώσει τον Αυξεντίου, η Λύση  είχε την υποδομή που τον ανέδειξε. Κι εκείνον και τους άλλους ήρωες. Ήταν η κοινότητα με τη μουσική παράδοση, ιδιαίτερα τη βυζαντινή, με τις θρησκευτικές οργανώσεις, με την πνευματική κίνηση. Το ένιωθαν κι οι ίδιοι οι κάτοικοι της Λύσης και το είχαν κρυφό καμάρι.

            Όταν ήλθα στη Μητρόπολη Πάφου και γνώρισα το Όμοδος και τους κατοίκους του, αβίαστα τους παραλλήλισα προς τη Λύση και τους Λυσιώτες. Κι εδώ περήφανη η κοινότητα για το μοναστήρι του Σταυρού και τα ιερά θησαυρίσματά του, τον Σταυρό, τον άγιο Κάνναβο, τα λείψανα των αγίων με προεξάρχον το κρανίο του Αποστόλου Φιλίππου, τους φιλοπρόοδους κατοίκους της. Κι είναι ιδιαίτερα επιτυχής η συγκυρία της παρουσίασης αυτής στο Όμοδος.

            Μέσα από το έργο του,     που    κρατά το ενδιαφέρον τού αναγνώστη αδιάπτωτο    και   τον αναγκάζει να ξαγρυπνήσει, προκειμένου να πληροφορηθεί τη συνέχεια, ο Ανδρέας Καουρής δίνει και το μεγαλείο του Κυπριακού λαού. Σε πόλεις και χωριά, σε μορφωμένους και αγράμματους, σε άνδρες και γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά, ο αγώνας είχε την ίδια απήχηση. Προπαρασκευασμένος από την αδιάκοπη επαφή με την Ιστορία του, κατηχημένος από τα μυστικά διδάγματα των προγόνων του, μα περισσότερο απ’όλα, οδηγημένος από το δικό του βαθύ εθνικό αίσθημα, σύσσωμος ο Κυπριακός λαός δήλωσε από την πρώτη στιγμή τη συμμετοχή του στον αγώνα και την πίστη του για τη βέβαιη αποτίναξη του αποικιακού ζυγού. Μέσα από τη διήγηση εμπλέκονται, με τρόπο φυσικό, νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες, κόσμος πολύς. Όλοι δονούνται από τους ίδιους υψηλούς παλμούς.

            Όσοι φιλοξένησαν, ή συνεργάστηκαν με τον Αυξεντίου, όσοι έδωσαν τη μαρτυρία τους στον συγγραφέα γι’αυτόν, αλλά και όσοι άλλοι παρελαύνουν μέσα από τους δύο τόμους του έργου, μάς μεταφέρουν στο ηρωικό πνεύμα εκείνης της αθάνατης εποχής.

            Ο πρώτος τόμος, βέβαια, ξεκινά από την παιδική ηλικία του Γρηγόρη Αυξεντίου. Με διάφορα περιστατικά από τη μαθητική του ζωή, φωτίζεται ο όλος χαρακτήρας του, που έδειχνε πώς θα εξελισόταν στη ζωή. Η επιτυχία του στην απόδοση του ρόλου του εθνομάρτυρα Κυπριανού στο έργο «Η 9η Ιουλίου 1821 εν Κύπρω», το 1948 να’ταν προμήνυμα της ίδιας ανυποχώρητης εθνικής στάσης που θα έδειχνε κι ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα;

            Από τις σπουδές και την υπηρεσία του στην Ελλάδα ως ανθυπολοχαγού, αλλά και τη γνωριμία του εκεί με τον Κυριάκο Μάτση, τον Ανδρέα Αζίνα και άλλους, τις συζητήσεις και τα ενδιαφέροντά του, φαίνεται αβίαστα ο χαρακτήρας του και οι ιδέες που  οιστρηλατούσαν την ψυχή του.

            Ο συγγραφέας ασχολείται λεπτομερώς και με την επιστροφή του Αυξεντίου στην Κύπρο το 1953, το βιοποριστικό επάγγελμά του, αλλά και την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό. Για ένα διάστημα πέραν του ότι έπαιζε ποδόσφαιρο, ήταν και προπονητής της ομάδας ΛΑΛΛ Λύσης. Θυμάμαι, μικρός μαθητής του Δημοτικού, αμέσως μετά τον ηρωικό θάνατο του Αυξεντίου, στο σπίτι της γιαγιάς μου τοποθετήθηκε, σε περίοπτη θέση, η φωτογραφία που βρίσκεται στον Α΄ τόμο του έργου, μεταξύ των σελίδων 144 και 145 και που παρουσιάζει την ομάδα της ΛΑΛΛ και την ομάδα του Οθέλλου Αθηαίνου.  Ο θείος μου, ποδοσφαιριστής του Οθέλλου, την πήρε μαζί του αργότερα στο Λονδίνο, για να τη δείχνει περήφανος στα παιδιά του γιατί είχε συμπαίκτη του τον Αυξεντίου.

            Άνθρωποι σαν τον Αυξεντίου δεν εξαντλούσαν τις προοπτικές τους στο μεροκάματο, ή στις αθλοπαιδιές. Ο μεγάλος στόχος της απελευθέρωσης της πατρίδας κυριαρχούσε στη ζωή τους. Ήξερε κι ο Αυξεντίου ότι  οι δούλοι δεν ελευθερώνονται με τις ικεσίες, τις παρακλήσεις και τις εκκλήσεις προς τα αισθήματα των τυράννων. Η απάντηση των τελευταίων είναι η περιφρόνηση προς τους ικετεύοντες δούλους και η αποθράσυνσή τους. Η Ελληνική καταγωγή του και η εθνική παιδεία της οποίας έτυχε, έλεγαν στον Αυξεντίου ότι όποιος στερείται την ελευθερία του όχι μόνο δικαιούται αλλά και οφείλει να την αποκτήσει με κάθε θυσία. Έβλεπε, ασφαλώς, και την αριθμητική και πολεμική μειονεξία μας απέναντι στον εχθρό. Μα η λογική και οι αριθμοί είναι βεβαίωση θανάτου. Πότε μπορούσαμε να συγκριθούμε σε αριθμό, ή μέσα, με τους αντιπάλους; Ο Έλληνας, όμως, αρνείται τη σύγκριση, αρνείται να πεθάνει γιατί ξέρει το μυστικό της ζωής, τον αγώνα.

            Έτσι, περιγράφεται, με κάθε λεπτομέρεια, η μύηση στην ΕΟΚΑ, η στενότερη σύνδεσή του με τον Κυριάκο Μάτση, η γνωριμία του με άλλους αγωνιστές και η δράση του την πρώτη νύχτα του αγώνα, όταν ξημέρωνε η 1η Απριλίου του 1955. Μέρα των ψευδών ειδήσεων,Η 1η Απριλίου, έγινε από τότε η ημέρα της μεγαλύτερης αλήθειας για τον λαό μας∙ ότι σεβόμενος την καταγωγή και τους προγόνους του, αρνείτο να παραμείνει δούλος.

            Πολλά εκείνα τα οποία αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής στους δύο τόμους του βιβλίου για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Στέκομαι στον γάμο του Αυξεντίου που έγινε ένα βράδυ, κρυφά, που δείχνει και την ευθύνη του απέναντι στη μέχρι τότε αρραβωνιαστικιά του. Παίζοντας με τον θάνατο καθημερινά, δεν μπορούσε να μην είχε παντρευτεί.

            Το θάρρος του και την πολεμική του τέχνη τα θαυμάζουμε τόσο στις επιθέσεις εναντίον των αστυνομικών σταθμών, όπως του Λευκονοίκου όσο και στη μάχη των Σπηλιών, των Αγριδιών και αλλού.

            Το ήθος του φαίνεται και στην πρόθυμη αποδοχή της «καθαίρεσης», του από την αρχηγία των ομάδων στον Πενταδάκτυλο, μετά την προδοσία του Πέτρου Χατζημιτσή.

            Για μένα, ο δεύτερος τόμος έκρυβε και μια προσωπική συγκίνηση: Τη διασταύρωση και επαλήθευση δικών μου, προηγούμενων πληροφοριών. Όταν, πριν από χρόνια, είχα τελειώσει το Χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, πριν ακόμα φοιτήσω στη Θεολογική Σχολή, εργάστηκα για τέσσερα χρόνια, ως Χημικός, στο μεταλλείο των Καμπιών. Εκεί μας μετέφερε από τη Λευκωσία, με το λεωφορείο του, ο Γρηγόρης Νικόλα, από τους Καπέδες. Στο μεταλλείο εργάζονταν ο Παντελής Καψάλης από τους Καπέδες και ο Ανδρέας Στυλιανού από τα Λαγουδερά. Κι οι τρεις παρελαύνουν στον βιβλίο του κ Καουρή. Και χάρηκα ιδιαιτέρως γιατί οι πληροφορίες που και τότε ζητούσα και έπαιρνα από αυτούς για τον αγώνα της ΕΟΚΑ και τον Γρηγόρη Αυξεντίου επαληθεύονται με τις μαρτυρίες που έδωσαν στον Ανδρέα Καουρή. Οφείλω να εξάρω το ήθος και την ανιδιοτέλεια και των τριών. Ιδιαίτερα θυμάμαι τον Ανδρέα Στυλιανού, σύντροφο του Αυξεντίου, μέσα στο κρησφύγετο του Μαχαιρά, να εργάζεται, σε αντίξοες και ανθυγιεινές συνθήκες, στις υπόγειες στοές του μεταλλείου κοντά στους Καπέδες, χωρίς καμιά διαμαρτυρία και χωρίς καμιά ιδιαίτερη αξίωση. Έτσι εξαργύρωσε την μεγάλη προσφορά του στον αγώνα!

            Με συγκλόνισε κυριολεκτικά μια φωτογραφία στη σελίδα 201 του β΄τόμου του βιβλίου. Παρουσιάζει τους μαθητές και τις μαθήτριες γονυπετείς στον δρόμο απ’ όπου θα περνούσε η σορός του Χαράλαμπου Μούσκου κατά τη μεταφορά της για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ήταν εσωτερική ανάγκη για τον ίδιο τον μαθητόκοσμο, αλλά και μήνυμα προς την κατοχική δύναμη, για την καθολικότητα του αγώνα. Σπάνιο τέτοιο φαινόμενο σήμερα, τουλάχιστον ως προς τη συλλογικότητα της δράσης. Σε μια εθνική εορτή οι μισοί μαθητές θα διασκορπιστούν προς άλλες κατευθύνσεις. Μια μαθητική διαδήλωση το πολύ που μπορεί να διεκδικεί είναι κατάργηση της στολής, ή μαθητικό συνδικαλισμό.

            Συγκινητική κι η αντιμετώπιση του θανάτου ενός αγωνιστή από τους οικείους του, ιδιαίτερα μπροστά στον Άγγλο δυνάστη. Ποιος δεν πονεί και ποιος δεν κλαίει μπροστά σ’ ένα τέτοιο φαινόμενο; Η ελληνική περηφάνεια, όμως, απαιτεί θαρραλέα αντιμετώπιση. Έτσι η γυναίκα του Χρήστου Τσιάρτα, όταν της ζητούν να αναγνωρίσει τον νεκρό άντρα της, κατά τον συγγραφέα, «έσφιξε την καρδιά της, δεν λύγισε μπροστά στους Άγγλους, δεν άφησε τον πόνο και το δάκρυ να εξωτερικευθούν...» (σελ. 307). Κι η μάνα του ήρωα δήλωνε: «Τέτοιοι νεκροί δεν θέλουν κλάματα».

            Σημειώνει ο Ανδρέας Καουρής: «Από την ημέρα της κηδείας του Χρήστου (Τσιάρτα) και μετά, η χήρα του Ευγενία δεν επέτρεψε ποτέ στα δυο μικρά παιδιά της να παίρνουν σοκολάτες και καραμέλες από τους Άγγλους στρατιώτες που συνέχιζαν τις έρευνες στον Πολύστυπο και στο σπίτι της». Σήμερα θωπεύουμε, αλλά και ενισχύουμε με κάθε τρόπο τον κατακτητή...

            Διαβάζοντας το έργο του Ανδρέα Καουρή, δεν μπορείς παρά να μεταφερθείς στο ηρωικό κλίμα του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα. Νομίζω πως κι η σημερινή συγκέντρωση ένα τέτοιο σκοπό εξυπηρετεί. Να μας παρουσιάσει τις αξίες και τα ιδανικά εκείνης της εποχής, να προκαλέσει τη σύγκριση με το σήμερα και, εγκωμιάζοντας τον ήρωα, να μας παροτρύνει να επιστρέψουμε σ’ αυτά.

            Δυσχερέστατο από κάθε άποψη, το να εγκωμιάσεις τον υπαρχηγό της ΕΟΚΑ, τον Γρηγόρη Αυξεντίου, που έγινε σύμβολο αγώνα για όλους τους λαούς, που πολεμούν για την ελευθερία τους.

            Οι δυσχέρειες δεν παρουσιάζονται μόνο σε μένα, αλλά ισχύουν και για τους ευφραδέστερους των ρητόρων, ακόμα και για τους σοφότερους των ανθρώπων. Κι  η δικαιοσύνη επιβάλλει, ο λόγος της αδυναμίας αυτής να αναζητηθεί όχι σ’ όσους θα επιχειρούσαν να σκιαγραφήσουν την προσφορά και να εγκωμιάσουν τη θυσία του, αλλά σ’αυτόν τον ίδιο τον ήρωα, που με τον αγώνα και τη θυσία  του, δημιούργησε τεράστια απόσταση μεταξύ μας και μεταξύ του.

             Ήρωες και πολέμαρχους μάς έδωσε πολλούς η Ιστορία. Μα οι περισσότεροι  προσδοκούσαν, ή είχαν, τουλάχιστον, την πιθανότητα της νίκης. Εκείνοι που ήξεραν ότι ο θάνατος τους δεν ήταν πιθανότητα, αλλά βεβαιότητα, και όμως επέμεναν για αξίες και αξιοπρέπεια, είναι εκ των πραγμάτων λίγοι. Κορυφαίοι ο Λεωνίδας, ο Παλαιολόγος, ο Αυξεντίου. Μπροστά τους δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς και να βιώσεις την σμικρότητά σου.

            Με την ευγονία, τη βιολογική και την ψυχοπνευματική, με την οποία τον προίκισαν εκατόν αδιάλειπτες ελληνικές γενεές των προγόνων του στην Κύπρο, οικοδόμησε αδαμάντινο τον χαρακτήρα του,  και ηρωική την ψυχή του. Ανδρώθηκε με το όραμα της ελευθερίας και της Ελλάδας. Με τη θυσία του τίμησε τον Ελληνισμό ολόκληρο, καταξίωσε την ελληνική του ταυτότητα και δικαίωσε τη χριστιανική του πίστη.

            Ήταν φορέας της ελληνικής αρετής που επιτάσσει ανάκτηση, ή προάσπιση της ελευθερίας, με κάθε θυσία. Κι όταν ακόμα η συμβατική λογική λέει πως η αντιπαράθεση προς τον κατακτητή, ή η αντίσταση προς επίδοξους κατακτητές, είναι άπελπις. Ήταν γνώστης και θαυμαστής πολλών διαχρονικών παραδειγμάτων της Ιστορίας μας: Του «μολών λαβέ» του Λεωνίδα, του «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω» του Αθανάσιου Διάκου, του δικού μας, του Σαλαμίνιου Ονήσιλου που τα ’ βαλε πεζός με τα έφιππα στίφη των Περσών. Κι αποδείχτηκε όχι μόνο άξιος μιμητής τους, αλλά και κατά πολύ ανώτερός τους.

            Δεν χρειάστηκε να περιπλανηθεί, ούτε και δυσκολεύτηκε στην αναζήτηση αξιών και στόχων του αγώνα του. Οι αξίες και τα ιδανικά που ενέπνευσαν τους αγώνες των Ελλήνων, σ’όλη την έκταση της Ελληνικής γης, για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρώπινη αξιοπρέπεια  ενέπνευσαν και τον ίδιο. Η φλόγα που οιστρηλατούσε την ανήσυχη ψυχή του φούντωσε με την εντρύφηση σ’αυτές τις αξίες και δεν μπορούσε να τιθασσευτεί.

            Ήξερε από τη μακραίωνη Ιστορία μας ότι η ελευθερία αγοράζεται και ζυγίζεται με αίμα˙ και πως είναι πάντα «απ’τα κόκκαλα βγαλμένη». Γι’αυτό κι ήταν αποφασισμένος για κάθε θυσία. Ήξερε ότι χωρίς πίστη σε σκοπό, τα όπλα και τα πυρομαχικά δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Κι αποδείχτηκε, στην περίπτωση τού απελευθερωτικού μας αγώνα, για άλλη μια φορά, εκείνο που’ναι γνωστό πάντα στην Ιστορία: Ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό.

            Λέγεται, πολλές φορές, ότι νικά όποιος είναι αποφασισμένος να πεθάνει˙ και ότι κερδίζει εκείνος που ριψοκινδυνεύει τα πάντα για έναν υπέρτατο σκοπό. Επαληθεύτηκε αυτό στον Αυξεντίου. Αποφάσισε ο ίδιος να πεθάνει. Μα ο ηρωικός θάνατός του αξίζει πολύ περισσότερο από χιλιάδες ζωές. Ο τάφος του, στα φυλακισμένα μνήματα, έγινε «τάφος ζωαρχίας» και το καμένο κρησφύγετό του στον Μαχαιρά έγινε χώρος απ’όπου ο Κυπριακός λαός θα αντλεί δύναμη μέχρι την ολοκλήρωση και τη δικαίωση του αγώνα του.

            Σε χρόνο ανύποπτο, μετά τη θυσία άλλου αγωνιστή, έγραφε ο Αυξεντίου στον πατέρα του:

            "… Μην απογοητεύεσθε από μιαν αποτυχία ή μιαν αντιξοότητα. Όταν υπάρχουν άνθρωποι αποφασισμένοι να αποθάνουν δεν μπορεί παρά να νικήσουμε. Αυτό το αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι κατακτηταί, γι’αυτό και λυσσούν περισσότερο. Μα όσο πιο πολύ λυσσούν, τόσο πιο πολύ πλησιάζει η ώρα της Ελευθερίας…"

   Και στη σύζυγό του Βασιλική,- έγραφε τα εξής, λίγο πριν το ολοκαύτωμά του:

     "… Μην ανησυχείς και ο άντρας σου δεν το έχει να πιαστεί έτσι εύκολα-εύκολα Στην εσχάτην ανάγκην, θα αγωνισθώ και θα πεθάνω ως Έλληνας, αλλά ζωντανόν δεν θα με πιάσουν…"

            Με το αίμα και τη θυσία του, την οποία θα μας περιγράψει ο τρίτος τόμος του έργου- ακούω ότι ετοιμάζεται και τέταρτος-, ο Αυξεντίου έγραψε κατηγορία αδυσώπητη κατά των ισχυρών της γης: Την κατηγορία ότι στον 20ό αιώνα εξακολουθούσαν να αρνούνται στους άλλους το δικαίωμα που κήρυτταν ως ιερό και απαραβίαστο για τους εαυτούς τους. Κι ότι έπρεπε να χύνεται, ακόμα, αίμα και να θυσιάζονται με τον πιο φρικτό τρόπο άνθρωποι, για να δίδεται το φυσικότερο δικαίωμα του ανθρώπου, το δικαίωμα της ελευθερίας. Η μνήμη του, και μόνο γι’αυτό, θα’ναι πάντα «μετ’εγκωμίων». Γιατί με τη θυσία του μάς διέγραψε πορεία ζωής και με τη δράση του περιέγραψε την αξιοπρέπεια που πρέπει να επιδεικνύουμε ως Έλληνες και ως Χριστιανοί.

            Εξηνταδύο και πλέον χρόνια από τον θάνατο τού Αυξεντίου και ύστερα από μιαν άκρως επικίνδυνη εθνική περιπέτεια που ακολούθησε, οφείλουμε  να αντλήσουμε διδάγματα από τη θυσία του για το μέλλον. Η θυσία του, που αναζωπύρωσε, τότε, τον αγώνα της ΕΟΚΑ, εμψύχωσε και πείσμωσε τον Κυπριακό Ελληνισμό, και έγινε παγκόσμιο σύμβολο πάλης για ελευθερία, αποτελεί και για μας σήμερα πυξίδα ζωής και δείκτη πορείας. Οφείλουμε να εμπνευστούμε από το ολοκαύτωμά του ιδιαίτερα σήμερα. Σήμερα που κύριο πρόβλημα της Κύπρου, αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού, παραμένει η αποτροπή του Τουρκικού επεκτατισμού, χρειαζόμαστε ανασύνταξη δυνάμεων, αναβάπτιση στο εθνικό παρελθόν, παραδειγματισμό από τη ζωή του Γρηγόρη Αυξεντίου. «Αναθεωρούντες την έκβαση της αναστροφής» του, θα πρέπει και εμείς «να μιμούμαστε τον τρόπον».

            Η Κύπρος, στη μακραίωνη ιστορία της, βρέθηκε πολύ συχνά στο στόχαστρο κατακτητών που προέρχονταν άλλοτε από την Ανατολή και άλλοτε από τη Δύση. Δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες εισβολές και πολυκύμαντες κατοχές, πληγώθηκε με τρομερές λεηλασίες, αλλά άντεξε. Άντεξε γιατί οι πρόγονοί μας δεν σαγηνεύτηκαν από τις υποσχέσεις των κατακτητών, ούτε και κάμφθηκαν από τις απειλές τους. Έμειναν προσηλωμένοι, παρά τις κακουχίες και τους εξανδραποδισμούς, στις αξίες και στα ιδανικά της πίστης και της πατρίδας μας.

            Ο Σεφέρης λέγει ότι ζωντανοί και πεθαμένοι είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι για την πορεία της πατρίδας. Η Ιστορία, εξ ορισμού, είναι μια συμφωνία μεταξύ των νεκρών, των ζώντων και των αγέννητων. Κι αφού είναι τριμερής η συμφωνία, δεν μπορεί να αλλάζει στην απουσία των δύο μερών, των νεκρών και των αγέννητων. «Χρωστάμε σ’ όσους πέρασαν, θα ρθούνε, θα περάσουν, κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί», γράφει υπέροχα ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Τις κόκκινες γραμμές στις εθνικές μας επιδιώξεις τις χάραξε με το αίμα του και τους αγώνες του ο Αυξεντίου και οι άλλοι ήρωές μας. Δεν μπορούμε να τις χαράζουμε εμείς με μελάνι. Δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερο από την ελευθερία.

            Δεν είμαστε  λαός  νεοφερμένος στο προσκήνιο της Ιστορίας.  Έχουμε μιαν ιστορική πείρα πέραν των τριών χιλιάδων ετών. Έχουμε αντιμετωπίσει  πολλές φορές τη φρενίτιδα των βαρβάρων. Δεν πρέπει και τώρα να πτοηθούμε. Η Λύση, στην οποία πάτησε βαριά το πόδι της η Ιστορία, μας περιμένει ελευθερωτές. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αναμένει να αποπλύνουμε την αισχύνη της κατοχής. Να ανυψώσουμε και πάλι περήφανη τη μορφή του στη Λύση.

            Τελειώνω με μιαν παράγραφο, από τον δεύτερο τόμο του βιβλίου, όπου παρατίθεται άρθρο της εφημερίδας «Φιλελεύθερος»  της 3ης Μαρτίου 1960, μόλις δηλ. τρία χρόνια από τον θάνατο του Αυξεντίου: «...Χρωστούμε να μνημονεύσουμε τον άντρα που τίμησε την πατρίδα μπροστά στο παγκόσμιο, τον πρωτομάχο της λευτεριάς μας, τον μεγάλο ήρωα και μάρτυρα που θα εμπνέει τις μελλούμενες γενιές των Κυπρίων, με την επανάληψη του ιστορικού ‘‘Μολών λαβέ’’ του Λεωνίδα, προς στρατούς ισχυρότερους εκείνων του Ξέρξη. Κι αν πήρε τη σκυτάλη από τον Λεωνίδα ύστερα από δυο χιλιάδες τρακόσια χρόνια ο Αυξεντίου, συνεχίζεται αέναος ο κύκλος της Ιστορίας. Η σκυτάλη του Αυξεντίου έχει ιερόν πεπρωμένον για τις επόμενες γενιές των Κυπρίων, στην περιφρούρηση της τιμής και της ελευθερίας» (σελ. 287).

            Συγχαρητήρια και πάλιν στον συγγραφέα. Εύχομαι ο τρίτος τόμος να μας βρει στη Λύση ελεύθερους και απροσκύνητους.