English | Αρχική Σελίδα Μητρόπολη Μητροπολίτης Eπισκοπή Αρσινόης Επικοινωνία | |||
|
Ομιλία σε τιμητική εκδήλωση για τον π. Διομήδη Κωνσταντίνου Λευκωσία 18.10.2020 Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου Διπλή η διαδρομή της σκέψης μας, σήμερα, στον συναισθηματικά φορτισμένο χώρο τούτο. Γύρω από ένα πρόσωπο, σεβάσμιο και αγαπητό, η θέα και η παρουσία του οποίου δημιουργεί σ’ όλους έντονους ψυχικούς κραδασμούς, και γύρω από ένα χώρο, μιαν περιοχή, σήμερα απροσπέλαστη, σ’ όσους δεν καταδέχονται να προσκυνούν την κατοχή, με συνειρμούς που αναστατώνουν όλο το είναι μας. Το πρόσωπο, είναι ο πρωτοπρεσβύτερος Διομήδης Κωνσταντίνου, πτυχιούχος Θεολόγος, ιερεύς για 60 τόσα χρόνια. Ο χώρος, το Νέο Χωριό της Κυθρέας, κι όλη η γύρω περιοχή, την οποία για 46 και πλέον χρόνια «κυκλούσι κύνες πολλοί», και μεταφορικά και ουσιαστικά. Μια περιοχή της οποίας ο θρήνος φτάνει ευκρινώς όχι μόνον μέχρις εδώ, αλλά μέχρι τα πέρατα του κόσμου, όπου σκορπίστηκαν οι κάτοικοί της. Και που δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε μέχρι την απελευθέρωσή της. Τα πρώτα κεντρίσματα της μνήμης μου, που δημιούργησαν μέσα μου την προσωπικότητά του και εξέθρεψαν τον σεβασμό και την εκτίμησή μου προς τον π. Διομήδη, πάνε πίσω μακριά, μέχρι το 1959, όταν μαθητής του δημοτικού παρευρέθηκα στον γάμο του, στην αγαπημένη του στενόμακρη εκκλησία, του Αγίου Χαραλάμπους, στο χωριό του, το Νέο Χωριό Κυθρέας. Ήταν συμμαθητής στην Ιερατική Σχολή με τον πατέρα μου και καθηκόντως βρεθήκαμε εκεί. Η επόμενη φορά κατά την οποία εντυπώθηκε στη συνείδησή μου η προσωπικότητα του π. Διομήδη, με κάποιο κρυφό θαυμασμό, ήταν το καλοκαίρι του 1960, στην αποφοίτησή του από την Ιερατική Σχολή. Ήμουν μαθητής του Δημοτικού, αλλά παρευρέθηκα στην τελετή, αφού αποφοιτούσε κι ο πατέρας μου. Εκ μέρους των αποφοίτων μίλησε ο π. Διομήδης, αφού συγκέντρωσε τον υψηλότερο βαθμό. Στο απολυτήριο του πατέρα μου, το οποίο έχουμε στο πατρικό μου, έχει βαθμό 18,56 άριστα και δεν ήταν ο πρώτος. Φανταστείτε τις επιδόσεις του π. Διομήδη! Θα μπορούσε και με τις επιδόσεις του, την έφεσή του για μελέτη και κυρίως το ήθος του να ηγηθεί οποιασδήποτε ενορίας στη Λευκωσία. Και ξέρω ότι του έγιναν τέτοιες κρούσεις. Εξάλλου οι μετέπειτα περιστάσεις, με την προσφυγοποίηση, το απέδειξαν. Δεν μπορούσε, όμως, ο π. Διομήδης να ξεχάσει το χωριό του και το γεγονός ότι για να υπηρετήσει το χωριό του πήγε στην Ιερατική Σχολή. Σταχυολογώ ακόμα ένα περιστατικό απ’αυτά που με εντυπωσίασαν. Ήταν 2-3 μήνες μετά την εισβολή. Το πραξικόπημα και η εισβολή βρήκαν τον πατέρα μου στην Αγγλία όπου είχε πάει για να τακτοποιήσει τον αδελφό μου για σπουδές μετά που τον είχε εκδιώξει η Χούντα των Αθηνών, ως Μακαριακό. Όταν λοιπόν, αρχές Οκτωβρίου επέστρεψε στην Κύπρο, αναφερόταν με πολλή πικρία σε κάποιους συμμαθητές του στην Ιερατική Σχολή που είχαν στραφεί εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και μνημόνευαν τους καθαιρεμένους. Τον ρώτησα τότε, θυμάμαι, για δύο συμμαθητές του, που γνώρισα. Τι γίνεται, τον ρώτησα, με τον π. Διομήδη και τον π. Μιχάλη από το Παλιομέτοχο; Κι η απάντηση ήταν αφοπλιστική. Αυτοί είναι άνθρωποι «τεσσαρακάντουνοι». Δεν θα μπορούσαν να παρασυρθούν σε καμίαν προδοσία, από καμιάν προπαγάνδα. «Ο λύχνος ετέθη επί την λυχνίαν», στην περίπτωση του π. Διομήδη, μετά τον εκτοπισμό, όσο οδυνηρός κι αν ήταν αυτός τόσο στον ίδιο και σ’ όλο τον κυπριακό λαό. Του δόθηκε η ευκαιρία να επιδείξει τις ικανότητές του στην πολυάνθρωπη ενορία του Αγ. Γεωργίου στην Αγλαντζιά! Ήταν η περίοδος που απόκτησε και πανεπιστημιακό πτυχίο θεολογίας. Λειτουργική και κατηχητική κίνηση, φιλανθρωπικά και κοινωνικά έργα, επισκέψεις στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στα σπίτια, του έδωσαν την ευκαιρία να επιδείξει τα πλούσια χαρίσματά του. Κι όχι χωρίς προσκόμματα, και μάλιστα εκ των έσω. Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, φρόντισε η διοικούσα Εκκλησία να του έχει πρόεδρο της Εκκλησιαστικής Επιτροπής κάποιον που δρούσε ως τροχοπέδη στους οραματισμούς και τα προγράμματα του π.Διομήδη. Τους ελευθέρους ανθρώπους τούς φοβούνται, ως γνωστόν, και εχθροί και φίλοι. Ως αρχιμανδρίτης επισκεπτόμουν την ενορία του π.Διομήδη, έβλεπα την κατάσταση και χαιρόμουν για όσα καλά επιτυγχάνονταν. Και νομίζω πως, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, το έργο που επιτελέσθη ήταν σπουδαίο και μεγάλο. Εκείνο, όμως, που τον ανακούφισε στα πέτρινα χρόνια της προσφυγιάς ήταν η άμεση και πρωταγωνιστική ανάμειξή του στο κτίσιμο αυτού του ναού, που του θυμίζει την κοινότητά του και την εκκλησία του, και που κατέστη πόλος έλξης όχι μόνο των Νεοχωριτών αλλά και όλων των κατοίκων της περιοχής. Είναι ένα έργο που εκφράζει έναν πόθο που περιγράφεται παραστατικά και στην Παλαιά Διαθήκη: «Εάν επιλάθωμαί σου Νέο Χωρίον, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα τω λαρυγγί μου εάν μη σου μνησθώ». Είναι έργο ψυχής που δείχνει την βαθιά πίστη ότι «επισκοπή επισκέψεται ημάς ο Κύριος και επιστρέψει ημάς εις την γην ημών». Συνιστά, όμως και μιαν υπόμνηση στους μεταγενεστέρους και ένα χρέος : Εάν η μέρα του γυρισμού αργήσει και κοιμηθεί μακριά από την αγαπημένην γη του χωριού του «εν τη επισκοπή ή επισκέψεται υμάς Κύριος, συνανοίσετε τα οστά μου εντεύθεν μεθ’ υμών…» Σ΄αυτόν τον χώρον τον τόσον αγαπητόν και αλησμόνητον στον π. Διομήδη, αλλά και σε όλα τα κατεχόμενα μέρη μας κινείται επίμονα η σκέψη μας σήμερα. Κι αυτή η δεύτερη διαδρομή δεν έχει άλλο σκοπό παρά να τονίσει το χρέος μας απέναντί στη γη μας και την ανάγκη για απελευθέρωσή της. Η ελληνικότητα της Κύπρου συνιστά εθνική κληρονομιά 120 και πλέον συνεχόμενων γενεών. Έχουμε συνειδητοποιήσει τις ευθύνες μας απέναντι σ’αυτές τις γενεές των προγόνων μας, που κράτησαν, με πολλούς αγώνες και εκατόμβες θυσιών, την Κύπρο Ελληνική, εδώ και τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια; Θα έχουμε την οποιαδήποτε, έστω και μικρή, δικαιολογία, αν είτε από ολιγωρία, είτε από άλλη αιτία τη χάσουμε; Δεν θα μας συνοδεύουν οι κατάρες τόσων γενεών; Λέγεται, χαρακτηριστικά, ότι η Ιστορία είναι μια σύμβαση μεταξύ τριών μερών: Των νεκρών, των ζωντανών και των αγέννητων. Δεν μπορούμε στην απουσία των δύο μερών, των νεκρών και των αγέννητων, να την τροποποιήσουμε. Έχουμε ευθύνη όχι μόνο απέναντι στους νεκρούς, τους προγόνους μας, από τους οποίους παραλάβαμε τον τόπο Ελληνικό, αλλά και απέναντι στους αγέννητους, τα παιδιά μας. Θα πρέπει να τους παραδώσουμε κι εμείς, με τη σειρά μας, μιαν πατρίδα Ελληνική. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η πατρίδα είναι όπως το κειμήλιο. Έχει αξία που υπερβαίνει κατά πολύ την υλικότητα του αντικειμένου. Θυμίζει, συγκινεί, υποβάλλει, δεν εκφράζεται με όρους υλικούς, παρακινεί σε θυσία υπέρ της, ακόμα και αυτής της ζωής. Οφείλουμε λοιπόν να εγκύψουμε με προσοχή στους κινδύνους που την απειλούν και να μελετήσουμε τρόπους διάσωσής της. Σ’ ένα άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», στις 23 Ιανουαρίου 2020, ο γνωστός δημοσιογράφος Σάββας Ιακωβίδης, μας θύμισε ένα διάλογο του Αμερικανού προέδρου Ρούσβελτ με τον σύμβουλό του Μπούλιτ, παρομοιάζοντας τη στάση εκείνου του προέδρου προς τη στάση μας απέναντι στην Τουρκία: Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Διάσκεψη της Γιάλτας (4-11/2/1945), ο Ρούσβλετ προσπαθούσε να εξηγήσει στον σύμβουλό του γιατί έπρεπε να υποχωρήσει στις αξιώσεις του Στάλιν, του αιμοσταγούς δικτάτορα της Σοβιετικής Ένωσης. «Η ευγένεια υποχρεώνει!», έλεγε. «Αν του δώσουμε ό,τι μας ζητεί, θα μας δώσει και αυτός, κατόπιν, ό,τι του ζητήσουμε». Κι ο Μπούλιτ του απάντησε: «Αλλ’ αυτός δεν είναι ο Δούκας του Νόρφολκ! Είναι ένας Καυκασιανός ληστής». Την άποψη του Ρούσβλετ ενστερνίστηκαν, δυστυχώς, κι οι περισσότεροι ηγέτες μας στην Κύπρο, από το 1974 και μετά. Πίστεψαν, αφελέστατα, πως αν υποχωρούσαν στις αδίστακτες τουρκικές αξιώσεις θα κατεύναζαν το τουρκικό θηρίο, το οποίο, με τη σειρά του, θα συναινούσε, δήθεν, σε μια λειτουργική και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό. Έτσι, υποχωρώντας σταδιακά, αποδεκτήκαμε όλες τις αξιώσεις των Τούρκων χωρίς εκείνοι να μετακινηθούν ούτε κατά ελάχιστον από τις πάγιες θέσεις τους. Αντίθετα, κάθε αποδοχή, εκ μέρους μας, μιας αξίωσής τους, ακολουθείτο από άλλη, πιο προχωρημένη, διεκδίκηση. Ήδη από το 1920 η Τουρκία βροντοφωνάζει ότι απαιτεί να επανακτήσει την Κύπρο. Το τραγελαφικό για μας είναι ότι συζητούμε, ακόμα, για τις πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας, η οποία φρόντισε, από χρόνια, να τις κάνει τόσο ξεκάθαρες. Δεν ακούμε τους ίδιους τους Τούρκους που διακηρύσσουν ότι η διχοτόμηση δεν αποτελούσε καμιά φορά τελική επιδίωξή τους; Ήταν απλώς ένας ενδιάμεσος σταθμός για τελική κατάκτηση ολόκληρης της Κύπρου. Ο Ετζεβίτ δήλωνε, το 1975, ότι μετά την εισβολή, που είχε κάνει πράξη τη διχοτόμηση, αυτή δεν συνέφερε πλέον στην Τουρκική πλευρά. Έλεγε ότι μια λύση συνομοσπονδίας, υπό την εγγύηση της Τουρκίας, θα εξασφάλιζε καλύτερα τα Τουρκικά συμφέροντα, εφόσον η Τουρκική πλευρά θα είχε «ίσο» λόγο πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και ταυτόχρονα θα επιτυγχανόταν γεωπολιτική έξωση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο. Συμπλήρωνε επί πλέον: «Μια τέτοια λύση αφήνει ανοικτή την προοπτική για τον έλεγχο στο μέλλον ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία»(Π.Νεάρχου, «Η Ελλάδα σε κίνδυνο»,σελ.170). Και ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής, στο βιβλίο του «Η άλλη πλευρά» σημειώνει: «… Η στοχοθεσία της Τουρκίας προχωρεί πολύ πέραν της διχοτόμησης. Περιλαμβάνει το σύνολο της Κύπρου…» Είναι χαρακτηριστική και η δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας στην «Ελευθεροτυπία» Αθηνών, στις 11 Σεπτεμβρίου 1976, ότι η διχοτόμηση είναι γι’αυτούς καθαρή παραφροσύνη, γιατί θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Κεντρικής και Ανατολικής Μ. Ασίας. Νομίζω πως δεν υπάρχει πια, καμιά αμφιβολία, σε κανένα, για τους στόχους και τις επιδιώξεις της Τουρκίας στην Κύπρο και κατ’επέκταση στην Ελλάδα. Πώς, λοιπόν, θα πρέπει να δράσουμε; Θα πρέπει πρώτα οι ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας να συνειδητοποιήσουν ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα πανεθνικό. Ειδικά, η Ελληνική ηγεσία οφείλει να αντιμετωπίσει το Κυπριακό ως ζωτικό εθνικό θέμα, με την έννοια ότι αυτό αφορά ευθέως την ασφάλεια του ελληνικού χώρου. Το Κυπριακό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θέμα των νησιών του Αιγαίου. Η ασφάλεια της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια της Ελλάδας και αντίστροφα. Θα πρέπει, λοιπόν, να συναισθανθούμε και να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας. Είμαστε, Ελλάδα και Κύπρος, δυο κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συντονιζόμενοι μπορούμε να πετύχουμε πολλά. Έχουμε ένα τεράστιο τμήμα του Ελληνισμού σκορπισμένο σ’όλη την υφήλιο, το οποίο μπορεί να οργανωθεί και να προωθήσει τα εθνικά μας δίκαια. Η γεωγραφική μας θέση δεν είναι κατώτερη, από γεωστρατηγικής πλευράς, από τη θέση της Τουρκίας. Μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε στο έπακρο για προστασία των εθνικών μας συμφερόντων. Σαρανταέξι χρόνια κατοχής και με τον νέο ακρωτηριασμό των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην ΑΟΖ μας, και τις τελευταίες μεθοδεύσεις για την Αμμόχωστο, δεν έχουμε καμιά, απολύτως, δικαιολογία να έχουμε υποβαθισμένη την αμυντική μας θωράκιση. Κι αφού δεν δικαιούμαστε να παραδοθούμε πρέπει να ενισχύσουμε τη δυνατότητα αντίστασής μας, για να διασφαλίσουμε την ελευθερία μας. Ύστερα από όλα αυτά, θα πρέπει να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση της αλλαγής πλεύσης για επίλυση του προβλήματός μας. Η χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής για επιδίωξη μιας νέας διαπραγματευτικής βάσης, είναι μονόδρομος. Σε κάθε καλόπιστο μελετητή του Κυπριακού, είναι εμφανές ότι μια λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) οδηγεί στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και πολύ γρήγορα θα οδηγήσει στην Τουρκοποίηση. Νομίζω πως απηχώ και τις απόψεις της πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού αν πω ότι εκείνο που δεν τολμήσαμε το 1983, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, και το 2004, με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, την απόσειση δηλ. όλων των μονομερών υποχωρήσεων και δεσμεύσεών μας, θα πρέπει να το τολμήσουμε τώρα. Και να επανατοποθετήσουμε το πρόβλημά μας στις σωστές του διαστάσεις. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Θα πρέπει η Τουρκία να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κύπρο για να αποκατασταθούν πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν βρισκόμαστε στο παραπέντε ή στο παραένα. Το φάσμα της καταστροφής πλανάται παντού.
Οι καιροί είναι κρίσιμοι, η πατρίδα σε κίνδυνο, το χρέος δικό μας. Θα πρέπει επίμονα και χωρίς αμφιταλαντεύσεις να απαιτήσουμε από τους Εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ισχύσουν και για μας ό,τι απολαμβάνουν εκείνοι. Εκείνοι μπορούν να διακινούνται ελεύθερα, να εγκαθίστανται όπου θέλουν και να αποκτούν περιουσία σ’ όλη την Ευρώπη. Εμείς γιατί να μη δικαιούμαστε αυτά τα πράγματα στην ίδια την πατρίδα μας;
Εύχομαι ο Θεός να μας βοηθήσει να αποτρέψουμε τον εθνικό κίνδυνο που επικρέμμεται πάνω μας και να ελευθερώσουμε τον τόπο μας. Τότε και ο π. Διομήδης επιστρέφοντας στο χωριό του θα μπορεί να πει «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα…».
|
|||
|