English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

   

Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης

Παχύαμμος 4.5.2021.

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

Αφού γιορτάσαμε με κάθε λαμπρότητα «την πανέορτον, φαιδράν και ένδοξον Ανάστασιν» του Χριστού, «πάλιν εορτάζομεν», κατά την υμνολογίαν μας, «φαιδράν πανήγυριν», των αγίων νεοφανών μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης. Μέσα στο άπλετο φως της Αναστάσεως πήραμε τη διαβεβαίωση για «του θανάτου, την νέκρωσιν και του Άδου την καθαίρεσιν». Διακηρύξαμε μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ότι «Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος».

          Μετά τη νίκη του Πάσχα μια αυταπάτη απειλεί, όμως, τους Χριστιανούς: Ότι δεν υπάρχει πια θάνατος, δεν υπάρχει πια πόνος. Γι’αυτό και κινδυνεύουν να δουν την πίστη τους να κλονίζεται και τις ελπίδες τους να διαψεύδονται μπροστά στις τραγικές, καθημερινές, πραγματικότητες. Είναι γι’αυτό τον λόγο που από τη Δευτέρα, κιόλας, της Διακαινησίμου η Εκκλησία αρχίζει, με τα Αποστολικά αναγνώσματα, από τις Πράξεις των Αποστόλων, να μας παρουσιάζει τις δυσκολίες των πρώτων Χριστιανών, τους διωγμούς της πρώτης Εκκλησίας. Και με την ευκαιρία της γιορτής των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, μας παρουσιάζει μεν  σήμερα, τη δόξα των αγίων, που διαπιστώνεται με τα πάμπολλα καθημερινά θαύματά τους, αλλά ταυτόχρονα μας παρουσιάζει και τον τραγικό θάνατό τους, διακηρύσσοντας σαφέστατα ότι η Ανάσταση δεν καταργεί τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου, αλλ’ αντίθετα τις επικυρώνει. Κι οι διδασκαλίες του Ευαγγελίου αναφέρονται στην αναγκαιότητα της καθημερινής άρσης του σταυρού και τη βεβαιότητα  του μαρτυρίου.

          Αν ο πόνος και τα μαρτύρια μακαρίζονται, πολλές φορές, στην Αγ. Γραφή, δεν είναι από στωϊκή απάθεια αλλά για συγκεκριμένους σκοπούς: Στην Εκκλησία ο πόνος  και το μαρτύριο αποκτούν την έννοια της πλήρους μίμησης του Χριστού και της συμμετοχής στο σωτηριώδες έργο Του. Ο πόνος δεν ήταν για τον Χριστό ένα τυχαίο ή στιγμιαίο, γεγονός, μια τραγική στιγμή της ζωής Του. ‘Ήταν το καθημερινό διακριτικό Του γνώρισμα. Ο Χριστός είναι, κατά τον Ησαΐαν, «άνθρωπος εν πληγή ων». Όντας ο ίδιος αθώος, «τας αμαρτίας πολλών ανήνεγκε και διά της αμαρτίας αυτών παρεδόθη». Όφειλε να πάθει «δικαιώσαι πολλούς». Το πάθος Του- το παρακολουθήσαμε συγκλονισμένοι την περασμένη εβδομάδα- συγκέντρωσε όλο τον δυνατόν ανθρώπινο πόνο, από την προδοσία των ανθρώπων  μέχρι την εγκατάλειψη από τον Θεό.

          Ο Χριστιανός έχει ξεκάθαρα μπροστά του το παράδειγμα του «αρχηγού της πίστεως», ο οποίος «αντί της προκειμένης αυτώ χαράς υπέμεινε σταυρόν». Γι’αυτό και βλέπει και αξιολογεί κάθε πόνο και θλίψη με το πρίσμα του Ιησού Χριστού.

Αν, λοιπόν, οι Χριστιανοί «πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέρουσι», ξέρουν πως αυτό γίνεται « ίνα και η ζωή του Ιησού εν τω σώματι αυτών φανερωθή». Ξέρουν πως  «είπερ συμπάσχωσιν, ίνα και συνδοξασθώσι».  Αν πάσχουν και υποφέρουν, είναι για να συμμετάσχουν και στην Ανάσταση.

Ταυτόχρονα η σημερινή ευαγγελική περικοπή, ενταγμένη στο κλίμα της Εβδομάδος της Διακαινησίμου, μας δίνει και τον τρόπο προσέγγισης του γεγονότος της Ανάστασης.

          Ο Χριστός δεν ήταν άγνωστος στους δυο μαθητές που πορεύονταν, σήμερα, στην Εμμαούς. Ενώπιον τους θαυματούργησε και μαζί τους συνέφαγε πολλές φορές. Κι όμως δεν Τον αναγνωρίζουν.  Έχουν τις προϋποθέσεις να Τον καταλάβουν. Κι όμως δεν προχωρούν προς αυτή την κατεύθυνση.

          Οι ίδιοι ομολογούν ότι κάποιες γυναίκες ,( οι Μυροφόρες ), τους ξάφνιασαν. Πήγαν στο μνημείο αναζητώντας Τον και δεν Τον βρήκαν. Ήλθαν πίσω λέγοντας ότι είδαν αγγέλους που τους είπαν ότι ζει. Έχουν επομένως μιαν πρώτην ιδέα της αναστάσεως. Είχαν βέβαια, και προηγουμένως, μιαν εξοικείωση με τον παράγοντα του υπερφυσικού. Η ζωή τους κοντά στον Χριστό ήταν πορεία στα σύνορα δύο κόσμων. Μαζί Του πέρασαν αρκετές φορές τη μεθόρια γραμμή και μπήκαν από τον κόσμο του απτού και ορατού στον κόσμο του αοράτου και υπερφυσικού.

          Ένας τάφος, όμως, που ξαφνικά κενώθηκε γιατί ο ένοικός του ξαναγύρισε στη ζωή, ήταν μια βίαιη εισβολή του υπερφυσικού στον ιδιαίτερα δικό τους, τον εντελώς προσωπικό τους, χώρο. Όσο κι αν είχαν προετοιμαστεί, αδυνατούν τώρα να αποδεκτούν τη νέα κατάσταση. « Οι οφθαλμοί αυτών» κατά τρόπον παράδοξον, σαν από εξωτερική δύναμη, κρατούνται «του μη επιγνώναι αυτόν». 

Πού οφείλεται αυτή η σύγχυση των μαθητών; Δεν ήταν « ο φόβος των Ιουδαίων» που δρούσε κατασταλτικά πάνω τους. Ούτε κι η διάψευση των εγκόσμιων ελπίδων τους. Ούτε κι είναι οι τύψεις για την  άνανδρη εγκατάλειψη που επέδειξαν σ’ Αυτόν, με την απομάκρυνσή τους, σε απόσταση ασφαλείας, στις κρίσιμες ώρες  του πάθους Του, που τους ωθούν τώρα σε άρνηση να Τον αποδεκτούν, ως μια κίνηση προστασίας του «Εγώ» τους. Όσο κι αν φαίνονται ευλοφανείς αυτές οι εκδοχές, άλλος είναι ο λόγος για την αστοχία, σήμερα, των δύο μαθητών να αναγνωρίσουν τον Χριστόν. Και φαίνεται αυτός ο λόγος μέσα από το Ευαγγέλιο. Το διαλαλεί αυτές τις μέρες η Εκκλησία μέσα από τις ακολουθίες και τη θεολογία της:

Το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων τέλειωσε με τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Με τη διδασκαλία και τα θαύματα που προηγήθηκαν, πήραμε την αναγκαία υποδομή, αποκτήσαμε τα θεμέλια που ήταν απαραίτητα για το κτίσιμο της νέας ζωής μας. Με τον σταυρόν και τον θάνατόν Του καταργήθηκε η εξουσία του σατανά επί του ανθρωπίνου γένους. Η ανάσταση  του Χριστού ήταν η πανηγυρική επιβεβαίωση της θεότητάς Του. Αφού το έργο, για το οποίο έγινε η ενανθρώπησή Του, ολοκληρώθηκε, το σώμα του Χριστού μετά την ανάσταση άλλαξε, μεταποιήθηκε. Είναι «εν ετέρα μορφή». Το σώμα Του δεν περιορίζεται πια, από φυσικά εμπόδια. Βγαίνει από τον τάφο χωρίς να τον ανοίξει. «Εσφραγισμένου του μνήματος» εξέρχεται. Μπαίνει στο υπερώο «κεκλεισμένων των θυρών». Βρίσκεται τη μια στιγμή στην Ιουδαία και την άλλη στη Γαλιλαία. Δεν έχει πια ανάγκη τροφής. Αν τρώει μπροστά στους μαθητές, είναι για να τους δείξει ότι δεν είναι φάντασμα.

          Η ανάστασή Του είναι ποιοτικά διάφορη από τις αναστάσεις που είχαν γίνει μέχρι τότε και από τις άλλες που ακολούθησαν.  Όλοι οι άλλοι που αναστήθηκαν, ξαναπέθαναν.  Ο Χριστός, όμως, «εγερθείς εκ νεκρών, ουκέτι αποθνήσκει θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Το σώμα Του είχε προσλάβει τον θάνατο και τον είχε μεταποιήσει σε ζωή. Η ανάστασή Του δεν είναι απλά και μόνον η επιβίωση ενός προσώπου μετά τον θάνατον, δεν είναι μια προέκταση του φυσικού βίου. Είναι η «κατάποσις του θνητού υπό της ζωής» είναι ο θάνατος μεταποιημένος σε  ζωή, είναι ένας άλλος τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου.

          Σ’αυτή την κατάσταση της «ετέρας μορφής» που βρίσκεται ο Χριστός μετά την ανάστασή Του, δεν αρκούν πια οι φυσικές ανθρώπινες αισθήσεις για να Τον αναγνωρίσουν. Χρειάζεται μια έκτη αίσθηση, η αίσθηση της πίστης. Η ανάσταση και η μεταβολή του σώματος του Χριστού, παρά τις ιστορικές συναρτήσεις τους, είναι μυστήριο που δεν το χωρεί ο νους του ανθρώπου ούτε και ταυτοποιείται με τις αισθήσεις. Είναι γεγονός που προσεγγίζεται πρώτιστα με την πίστη. Κάθε άλλη προσέγγιση έχει μέσα της σύμφυτη την αστοχία.

Συμβαίνει το ίδιο και με τα φυσικά μεγέθη. Κάθε μέγεθος έχει δικές του μονάδες μέτρησης. Κι όπως δεν έχει νόημα να πούμε ότι η απόσταση μεταξύ δύο πόλεων είναι 20 ή 30 χιλιόγραμμα, γιατί το μήκος το μετρούμε με μέτρα, το ίδιο δεν έχει νόημα να προσεγγίσουμε τον αναστημένο Χριστό με την όραση, την αφή, την ακοή ή άλλη αίσθηση. Είναι γι’αυτό τον λόγο που και η Μαρία η Μαγδαληνή αποτρέπεται από του να Τον αγγίξει. «Μη μου άπτου» της λέει. Δεν είναι πια, μετά την ανάσταση, η αφή ασφαλής μέθοδος πιστοποίησης της ταυτότητάς Του. Γι’αυτό και μετά την ανάστασή Του ο Χριστός δεν επανέρχεται στον συνηθισμένο τρόπο ζωής, ούτε και Τον βλέπουν όλοι. «Εμφανίζει εαυτόν τοις μαθηταίς και ουχί τω κόσμω». Οι πολλοί, ο κόσμος, δεν έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη πίστη για να Τον γνωρίσουν και να Τον αποδεκτούν. Οι ίδιοι οι φύλακες του τάφου δεν Τον βλέπουν όταν αναστήνεται. Αισθάνονται τον σεισμόν, βλέπουν το κενό μνημείο, αλλά δεν βλέπουν τον αναστάντα. Τους λείπει η πίστη, το εργαλείο, το μέσο προσέγγισης του γεγονότος.

          Χρειάζεται, επομένως, από μας η πίστη για να προσεγγίσουμε τον Χριστό. Ωστόσο την πρώτη κίνηση την κάνει Εκείνος. Και στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, Αυτός «εγγίσας συνεπορεύετο τοις μαθηταίς». Τους συναντά δεν Τον βρίσκουν εκείνοι. Απαιτείται όμως πάντα και μια έξοδος των ανθρώπων από τον κόσμο των φυσικών αισθήσεων, η ανάπτυξη μιας προσωπικής σχέσης μαζί Του, η ενεργοποίηση της πίστης. Οι μαθητές σήμερα «επέγνωσαν αυτόν», όταν ανακάλεσαν μιαν προσωπικήν εμπειρία τους μαζί Του. Τον τρόπον που ευχαριστούσε τον Θεό Πατέρα και μοίραζε το ψωμί. «Εν τη κλάσει του άρτου».

          Από τότε μέχρι σήμερα,  ο Χριστός «εγνώσθη» σε εκατομμύρια ανθρώπων. Άλλοτε, και κυρίως «εν τη κλάσει του άρτου» που, ύστερα από δική Του εντολή, επαναλαμβάνεται «άχρις ου αν έλθη» και πάλιν, και άλλοτε μέσα από άλλους δρόμους, λεωφόρους ή ατραπούς. Πάντοτε όμως με απαραίτητο βοηθό την πίστη.

          Μ’ αυτή την πίστη προσήγγισαν τον Χριστό και την ανάστασή Του και οι νεοφανείς μάρτυρες που τιμούμε σήμερα, οι άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη. Και αυτή η πίστη, τούς βοήθησε όχι μόνο να Τον αναγνωρίσουν ως Θεόν, αλλά και τους εχαλύβδωσε το φρόνημα, τους ενεύρωσε, ώστε να μείνουν αμετακίνητοι μέχρις αίματος, στη Χριστιανική ομολογία τους. Σε καιρούς και τότε, όπως και σήμερα, δύσκολους, έδωσαν με τη θυσία τους το μέτρο αξιολόγησης των εγκοσμίων. Και στέλλουν παντού και σ’ όλους, μαζί με τον αναστάσιμο παιάνα και μηνύματα σωτηρίας.

          Μας στέλλουν, κυρίως, μήνυμα εγκαρτέρησης και υπομονής στην αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων και των ποικίλων θλίψεων αυτής της ζωής.  Ακόμα και στη μικρή, σχετικά, περιπέτεια των ημερών μας, με τους περιορισμούς λόγω της πανδημίας, διδασκόμαστε από το παράδειγμά τους, πέραν της υπομονής και της εγκαρτέρησης, την ελπίδα και την καλλιέργεια των άλλων χριστιανικών αρετών.  Πίσω από τον πόνο και τις περιπέτειες στην προσωπική μας ζωή θα πρέπει, όπως κι οι νεοφανείς μάρτυρές μας, να βλέπουμε την ανέλιξη του θεϊκού σχεδίου για τη σωτηρία μας.

          Μας δίνουν, κι ένα μήνυμα εθνικής αξιοπρέπειας οι άγιοί μας. Δέκα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την υποδούλωση ολόκληρου του Ελληνικού χώρου, θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με την εθνική τους συνείδηση και να επιβιώσουν, έχοντας μάλιστα και την ψευδαίσθηση ότι  ως αληθινοί Χριστιανοί ενδιαφέρονται μόνο για την εσωτερική πνευματική ελευθερία, κι όχι για την εθνική. Μα θεώρησαν ότι ο εθνικός εξευτελισμός είναι το ίδιο μισητός όπως κι ο ψυχικός εξανδραποδισμός.       

Στη μικρή σε έκταση, αλλά μεγάλη σε ένταση, επίγεια ζωή τους, και με τον εκούσιο υπέρ πίστεως και πατρίδος θάνατό τους, ανακεφαλαίωσαν αξίες και ιδανικά, όσα μεγάλα και υψηλά εθησαύρισαν οι Ελληνικοί και Χριστιανικοί μας αιώνες, ως παρακαταθήκη για μας τους μεταγενέστερους. Το μαρτύριό τους διαλαλεί ότι οι Τουρκοκρατίες δεν φεύγουν με ευχολόγια και με επαναστάσεις της πολυθρόνας, αλλά με θυσίες, ακόμα και της ίδιας της ζωής. Κι ότι τα εθνικά μας δίκαια δεν κατοχυρώνονται με συνεχείς υποκλίσεις στον κατακτητή και με υποχωρήσεις στα κελεύσματά του.

Σ΄εμάς που αντικρύζουμε καθημερινά, από την περιοχή αυτή, τα μισητά σύμβολα της κατοχής, κι ακούμε ευκρινώς το ποδοβολητό των βαρβάρων και τον θρήνο των προγόνων μας, από την κατεχόμενη γη μας, η οποία εκτείνεται λίγα μέτρα πιο κάτω, το μήνυμα των νεοφανών μαρτύρων μας είναι ξεκάθαρο. Αν αμβλυνθεί το εθνικό αισθητήριο θα υποχωρήσουν πάραυτα και τα θρησκευτικά πιστεύω. Στον Ελληνισμό οι έννοιες της πατρίδας και της θρησκείας είναι αδιαχώριστες.

          Γιορτάζοντας λοιπόν σήμερα, τόσο την ανάσταση του Χριστού όσο και τη μνήμη των προστατών της περιοχής αυτής Νεοφανών αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, ας ερμηνεύσουμε σωστά το νόημα των αντιξοοτήτων στην επίγεια πορεία μας και ας προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε κι εμείς το αισθητήριο της πίστης που θα μας επιτρέψει να προσεγγίσουμε σωστά τον αναστάντα Κύριο. Θα μπορέσουμε έτσι να επιδιώξουμε την ανάσταση, την απελευθέρωση και της πατρίδας μας. Οι πρεσβείες των αγίων μας, ας μας ενισχύουν και στον εθνικό αγώνα αλλά και στον αγώνα για πνευματική τελείωση.