English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΕΠΕΤΕΙΩΝ ΤΗΣ 25Ης ΜΑΡΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ 1Ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ

 

Πολιτιστικό  Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄,

Λευκωσία 31.3.2022

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

         

          Είναι τεχνητός ο διαχωρισμός της  ξεχωριστής αναφοράς μας απόψε, στις δύο εθνικές μας επετείους, της 25ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου. Κοινά είναι τα μηνύματα που εκπέμπουν, κοινό το υπέδαφος στο οποίο αναπτύχθηκαν, κοινές και οι αξίες που υπηρέτησαν  και προέβαλαν. Αποσκοπεί, μάλλον, ο διαχωρισμός αυτός, στην αναλυτικότερη προσέγγιση των λεπτομερειών της κάθε περίπτωσης και στην ευληπτότερη αφομοίωση ειδικών μηνυμάτων, λόγω και της χρονικής απόστασης που τις χωρίζει.

          Είναι, εξάλλου, παραδεκτό από όλους ότι η 1η Απριλίου του 1955 ήταν συνέχεια και απόρροια της 25ης Μαρτίου 1821. Εκείνη η μεγαλειώδης εξέγερση του Έθνους δεν πέτυχε αμέσως όλους τους στόχους της. Απελευθέρωσε ένα μικρό μέρος της Ελλάδος. Ύστερα ακολούθησαν κι άλλα κινήματα κι άλλες προσπάθειες για απελευθέρωση και των άλλων ελληνικών εδαφών που βρίσκονταν κάτω από ξενικό ζυγό. Ήταν φυσικό επακόλουθο ότι και η Κύπρος, την κατάλληλη στιγμή,  θα ζητούσε δυναμικά την ελευθερία της.  Είχε εξάλλου συμμετάσχει, όσο οι συνθήκες το επέτρεπαν και  στον ξεσηκωμό του 1821, πληρώνοντας βαρύ τίμημα για τούτο, με τις σφαγές της 9ης Ιουλίου.

          Τριανταπέντε ελληνικοί κυπριακοί αιώνες και πέραν των εκατόν αδιάλειπτων ελληνικών κυπριακών γενεών, με θυσίες ανυπέρβλητες, εθνική αντοχή και καρτερία, αντίσταση σε  πιέσεις και εξανδραποδισμούς, και με το βλέμμα πάντα στραμμένο στην Ελλάδα, προετοίμαζαν τη μεγαλειώδη εξόρμηση του 1955.  Πολλοί πέθαναν με το όραμα και την προσμονή της. Κι ήταν, χωρίς αμφιβολία, ιδιαίτερα ευλογημένοι από τον Θεό εκείνοι, που η χρονική στιγμή της επίγειας παρουσίας τους και η ηλικία τους, τους επέτρεψαν να δουν εκείνα που πολλοί, πριν απ’αυτούς, «επεθύμησαν ιδείν και ουκ είδον». Μερικοί απ’αυτούς βρίσκονται απόψε ανάμεσά μας και δημιουργούν ένα μεγάλο, επιπρόσθετο, πρόβλημα για μένα. Μπροστά σ’αυτούς που άκουσαν ευκρινώς τον απόηχο 35 αιώνων Ιστορίας και αισθάνθηκαν την υποχρέωσή τους απέναντι σε τόσες γενεές που προηγήθηκαν, σ’αυτούς που συνομίλησαν με τον Ονήσιλλο, τον Ευαγόρα, τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και τους άλλους προγόνους, σ’αυτούς που για τέσσερα χρόνια σκιρτούσαν στη σκέψη ότι όσα εκείνοι, οι πρόγονοί τους, «εγεύοντο κατ’όναρ», αξιώνονταν αυτοί να τα βλέπουν «καθ’ύπαρ», τι θα μπορούσα να πω; Πώς θα μπορέσω να  επαινέσω  τη στάση τους, να εκθειάσω το μεγαλείο τους;

          Θα προσπαθήσω, εν τούτοις, όσο μπορώ, να αναφερθώ στον επικό εκείνο αγώνα μας που, εκτός των άλλων απέδειξε και τη γνησιότητα της καταγωγής μας και διέψευσε έμπρακτα όλες τις πολύχρονες προσπάθειες των Άγγλων κατακτητών για αφελληνισμό της Κύπρου και που μας περιέγραφαν ως ιθαγενείς κυπρίους που απλώς μιλούσαμε ελληνικά.

Το ’55 δεν ήταν, ασφαλώς, η πρώτη φορά κατά την οποία ο Κυπριακός ελληνισμός εξηγέρθη για την ανάκτηση της ελευθερίας του. Σχεδόν από την επαύριον της κάθε υποδούλωσης άρχιζαν τα απελευθερωτικά κινήματα. Γράφει ο Νικόλαος Σαρίπολος πως «η ελευθερία, δύναμις ούσα της ψυχής απονεκρούται εάν μη διηνεκώς περί ταύτην ασχολούμεθα». Και οι ΄Ελληνες της Κύπρου δεν έπαψαν ούτε στιγμή να ασχολούνται μ’αυτή. Το κίνημα του Ονήσιλου, το κίνημα του Ευαγόρα του Α΄, του βασιλιά της Σαλαμίνας, είχαν προηγηθεί αιώνες πολλούς πριν. Μα και όλα τα άλλα, μέχρι το τελευταίο κίνημα, του Οκτωβρίου του 1931, δήλωναν ότι η εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Κύπρου ουδέποτε εσίγησε, ακόμα και κάτω από τις πιο καταθλιπτικές συνθήκες της δουλείας. Όλες οι επαναστάσεις, ακόμα και οι αποτυχημένες, συντήρησαν αναμμένη τη φλόγα. Κι ήταν αυτό και σπουδαίο και απαραίτητο.

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, όμως, το θαύμα του έπους του ’55, δεν ήταν μια από τις πολλές εξεγέρσεις των Κυπρίων. Υπήρξε μια μοναδική και εξόχως δυναμική εξόρμηση του Κυπριακού Ελληνισμού από την ταπείνωση δουλείας αιώνων στα υψηλά επίπεδα των εθνικών του πόθων. Υπήρξε ένας θρίαμβος της ελληνικής αρετής. Ήταν η συνισταμένη όλων των αγώνων του Κυπριακού Ελληνισμού.

Από το 1191, που βίαια απεσπάσθη από την Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Κυπριακός λαός, που είχε διακριθεί στην Ιστορία και στον πολιτισμό, δεν έπαυσε να αγωνίζεται με κάθε τρόπο και να επιδιώκει την ενσωμάτωσή του στον Ελληνικό κορμό. Τον χαρακτήρα των Ελλήνων της Κύπρου δεν ίσχυσαν να αλλάξουν ούτε οι αιώνες, ούτε και οι ξένοι κατακτητές. Η ιερότητα του αγώνα τού Κυπριακού Ελληνισμού και το δίκαιο του πόθου του για ένωση με την Ελλάδα αναγνωρίστηκε κι από τους ίδιους τους άγγλους κατακτητές, όταν η Κύπρος προσεφέρθη στην Ελλάδα, το 1915, έναντι του τιμήματος της εξόδου της χώρας από την ουδετερότητα, κατά τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο. Αν οι Άγγλοι δεν αναγνώριζαν την εθνική ταυτότητά μας και το δίκαιο των αιτημάτων μας, δεν θα έκαναν εκείνη την προσφορά. Η παρασπονδία τους  δεν είχε να κάνει με την πραγματικότητα αυτή. Έδειξε, απλώς, πως οι κατακτητές είναι πάντα οι ίδιοι . Αλλάζουν φυλή και γλώσσα, κάποτε και θρησκεία, μα οι μεθοδεύσεις παραμένουν οι ίδιες. Ίδιοι, όμως, κι απαράλακτοι και αιώνιοι και ακατάλυτοι σαν βράχος έμειναν ανά τους αιώνες και οι Έλληνες της Κύπρου πιστοί στις παρακαταθήκες των προγόνων τους. Γι’αυτό και μιμούμενος τους προγόνους του, όταν όλες οι άλλες μέθοδοι απέτυχαν, ο Ελληνικός Κυπριακός λαός απεφάσισε, το κλειστό για τον κυρίαρχο, ζήτημα, να το ανοίξει διά των όπλων, έχοντας καθοδηγητή την Εκκλησία του και επί κεφαλής τού αγώνα του τον Εθνάρχη Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον τότε συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα Διγενή. Ήταν η απάντηση σε κάθε είδους τεθλασμένες διαδρομές με τις οποίες επιχειρούσε να παραπλανήσει ο κατακτητής και να διαιωνίσει την κυριαρχία του.

Έτσι σε μια μέρα, όπου σύμφωνα με το έθιμο, οι άνθρωποι συνηθίζουν να λεν ψέματα, οι Έλληνες της Κύπρου βροντοφώναξαν μιαν μεγάλη αλήθεια: Πως τρεισήμισι  χιλιάδες χρόνια πολιτισμού ήταν αρκετά. Έφταναν και περίσσευαν για να κερδίσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Πως τόσα χρόνια ήταν υπεραρκετά και δεν άντεχαν πια, δεν μπορούσαν, δεν γινόταν να μην προσπαθήσουν να αγωνιστούν, και ας πέθαιναν αν δεν τα κατάφερναν, για την ελευθερία.

Αιώνιο πρόβλημα της φυλής ήταν  ανέκαθεν  η  αριθμητική μειονεξία της μέσα σ’ένα κατακλυσμό βαρβάρων: Περσών στην αρχαιότητα, Τούρκων αργότερα, μιας ολόκληρης Αγγλικής αυτοκρατορίας στο τέλος. Κι η σύγκριση μεγεθών ήταν, εκ των πραγμάτων,αναπόφευκτη. Υπήρξαν ασφαλώς και τότε  εκείνοι που προειδοποιούσαν για τους κινδύνους και το ριψοκίνδυνο της υπόθεσης. Μα ήταν κι η απάντηση διαχρονική: Η Ιστορία λέει ότι δεν νικούν πάντοτε οι πολλοί. Κι η ιστορική εμπειρία το απέδειξε πολλές φορές. Εκείνοι που αγωνίζονταν για την ελευθερία ήταν, πάντοτε, οι λίγοι.  Μα και η πείρα είχε διδάξει τον  Κυπριακό Ελληνισμό  πως στη διεθνή σκηνή κανείς δεν χαρίζει. Παίρνεις όταν έχεις δύναμη, ή τουλάχιστον, όταν μπορείς να προκαλέσεις υπολογίσιμη ζημιά στον εχθρό.

 Τότε είχαν εξεγερθεί  κι άλλοι λαοί, εντελώς άγνωστοι στον πολιτισμό και στην Ιστορία, απαιτώντας την ελευθερία τους. Θα μπορούσαν οι Έλληνες της Κύπρου να σιωπήσουν; Να ζήσουν σε μια ζωώδη ευημερία; Όποιος δέχεται το όνειδος που υφίσταται, χωρίς να νιώθει έντονα την ανάγκη να το αποπλύνει, μένει για πάντα στην εθνική καταισχύνη, ανήμπορος να πραγματώσει τα ανώτερα ιδανικά για τα οποία είναι πλασμένη η ανθρώπινη φύση. Τέτοιοι δεν ήσαν ποτέ οι Έλληνες.

          Πέραν της αγάπης προς την πατρίδα και τους αγώνες τους για την ελευθερία της, όλοι οι Έλληνες, κι επομένως και οι Έλληνες της Κύπρου, μετά την αποδοχή του Χριστιανισμού, απέκτησαν και μιαν άλλη συντεταγμένη του εθνικού βίου τους. Αυτή η συντεταγμένη είναι η Ορθοδοξία τους, η οποία δεν υπήρξε γι’αυτούς απλώς ένα θρησκευτικό δόγμα. Κατέστη το πνευματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφραζόταν η εθνική τους συνείδηση, ολόκληρος ο κόσμος τους, που σε καιρούς συμφορών έκλεινε μέσα του το ένδοξο παρελθόν και τις ελπίδες της απολύτρωσης.  Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια ο ελληνισμός συνδέθηκε αδιάρρηκτα με τον χριστιανισμό. Είναι αδύνατο, από τότε, στον Έλληνα να ζήσει χωρίς Χριστό, χωρίς την Ορθόδοξη Εκκλησία του.

Γι’αυτό και  κύριο σύνθημα του απελευθερωτικού μας αγώνα ήταν το «υπέρ πίστεως και πατρίδος» όχι μόνον το «υπέρ πατρίδος». Η επίκληση του Θεού και της βοήθειάς του ήταν αυτονόητη. Η πρώτη επαναστατική προκήρυξη του Διγενή ξεκινά με τη φράση: «Με την βοήθειαν του Θεού και πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας». Ο όρκος για τη μύηση στην οργάνωση γινόταν «εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Η «Θεολογία της απελευθέρωσης», που διατρανώθηκε ξεκάθαρα με τη διακήρυξη της εν Τροιζήνι Εθνοσυνελεύσεως του 1827, εξάλλου, ήταν και είναι καθοδηγητικός φάρος όλων των μετέπειτα αγώνων του Ελληνισμού. «Κάλλιον να μην υπάρχη Έλληνας στον κόσμον παρά να ατιμάζη το κατ’εικόνα Θεού και ομοίωσιν, υπάρχων ανδράποδον του αναισθήτου Τούρκου, ενώ επλάσθη από τον Θεόν ελεύθερος», έλεγε εκείνη η διακήρυξη, που συνδέει, έτσι, το αγαθόν της ελευθερίας με την Θεολογία της Εκκλησίας. Η ελευθερία είναι γνώρισμα του Θεού που δωρήθηκε και στον άνθρωπο, αφού δημιουργήθηκε «κατ’εικόνα» Αυτού. Απεμπόλησή της οδηγεί στην απάρνηση της ιδιότητας του ανθρώπου.

Έχοντας αυτό το υπόβαθρο, ο δαυλός της 1ης Απριλίου άναψε από την ακοίμητη κανδήλα της πίστεως την οποία συντηρούσε άσβεστη ανά τους αιώνες η Εκκλησία.

          Στον υπόδουλο Κυπριακό ελληνισμό δεν υπήρχε άλλος οργανωμένος θεσμός εκτός από την  Εκκλησία. Κι όταν, μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο συνειδητοποιήθηκε από όλους ότι, χωρίς ένοπλο αγώνα, ουδέποτε η Κύπρος θα αποκτούσε την ελευθερία της, από την Εκκλησία άρχισαν οι προετοιμασίες. Μετά το Δημοψήφισμα του 1950, που είχε οργανωθεί και διεξαχθεί από την Εκκλησία, σημαντικότατο ρόλο στην προετοιμασία του αγώνα διεδραμάτισε η ίδρυση των ΟΧΕΝ  (Ορθοδόξων Χριστιανικών Ενώσεων Νέων ή Νεανίδων). Οι ΟΧΕΝ πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1946 (μόνο στη Λεμεσό υπήρχε πριν το 1946 με εμπνευστή τον Παπα –Σολομώντα Παναγίδη). Το 1947 πήραν τη μορφή κανονικής οργάνωσης και από το 1948 άρχισαν να απλώνονται σ’όλη την Κύπρο. Υπό την ευθύνη εμπνευσμένων κληρικών, που ήταν ταυτόχρονα και φλογεροί πατριώτες, οι ΟΧΕΝ  έγιναν το εκκολαπτήριον των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.

Υπό την αιγίδα της Εκκλησίας λειτουργούσε και η ΠΕΟΝ(Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νέων) που ιδρύθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ΄, αμέσως μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, για να περιλάβει και τους εκτός των κατηχητικών νέους, και από την οποίαν προήλθαν άλλα σημαντικά στελέχη της ΕΟΚΑ.

Έτσι, σε χρόνο που ο ξένος δυνάστης εθεωρείτο δυσπολέμητος, ακόμα κι από τα ισχυρότερα κράτη του κόσμου, μικρός αριθμητικά λαός, ο κυπριακός, και άοπλος, ανέλαβε το γιγάντιο έργο υπέρ της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, που έπρεπε άλλοι, αντ’αυτού, να είχαν αναλάβει.

Όσα έγιναν κατά τη διάρκεια εκείνου του αγώνα υπερέβησαν κάθε μέτρο μεγαλουργίας και θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με τις πράξεις των αρχαίων προγόνων μας, των Μαραθωνομάχων και των Σαλαμινομάχων. Ο Αυξεντίου μ’εκείνο το «Μολών Λαβέ» ξεπέρασε τον Λεωνίδα. Εκείνος είχε άλλους τρακόσιους. Αυτός ήταν μόνος. Οι τέσσερις στον αχυρώνα του Λιοπετρίου αναβίωσαν το χάνι της Γραβιάς. Ο Μάτσης με το υπέροχο «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής», θύμισε, με την αυτοθυσία και τον ηρωισμό του, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Ο Δημήτρης Ψαθάς, σε άρθρο του, την επομένη της έναρξης του αγώνα, στις 2 Απριλίου 1955, σημειώνει πως: «... ο λαός αυτός δεν λογάριασε ποτέ τον αριθμό, τα μέσα και τις διαστάσεις του αντιπάλου. Ίσα –ίσα που η μοίρα του το’ χει να ορθώνεται, ανέκαθεν, μπροστά σε κολοσσούς, όταν πρόκειται για θέματα που αφορούν τη λευτεριά και την αξιοπρέπειά του». Υπόμνηση απαραίτητη σε κάθε εποχή, αφού ο Ελληνισμός δεν είχε ποτέ την εύνοια των αριθμών, κι όμως μεγαλουργούσε.

          Επισημαίνοντας τις αξίες που τροφοδοτούσαν εκείνο τον αγώνα, η Μαρία Ράλλη, στις 4 Απριλίου 1956, στο άρθρο της «Ολόκληρο το νησί είναι ΕΟΚΑ», λέει επιγραμματικά: «Κάθε ράσο στην Κύπρο είναι ένα λάβαρο. Κάθε σήμαντρο, ένα εγερτήριο σάλπισμα».

Είναι χαρακτηριστικό πως στον αγώνα εκείνο της ΕΟΚΑ συμπαραστάθηκε και συμμετέσχε, με τον τρόπο του, όλος  λαός. Δεν είναι μόνο τα συνθήματα που γέμιζαν χωριά και πόλεις σε κάθε εξαγγελία του κατακτητή με την οποία προσπαθούσε να δελεάσει τον λαό. Είναι γνωστό ότι βρίσκονται ακόμα γραμμένα στους τοίχους, στα υδραγωγεία και στις πλατείες των χωριών μας συνθήματα όπως «την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες», ως απάντηση στους Άγγλους που υπόσχονταν ψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Ούτε κι είναι μόνον η φιλοξενία ανταρτών στα σπίτια κι η τροφοδοσία των ανταρτών στα κρησφύγετά τους. Ούτε ακόμα κι οι πολλές διαδηλώσεις και η παθητική αντίσταση. Ήταν κυρίως το θάρρος και η ψυχική δύναμη των γονέων και των συγγενών των ηρωικών νεκρών του αγώνα, που δεν άφηναν να φανεί η λύπη τους, για να μην δώσουν ικανοποίηση στον εχθρό. Πολλά τα παραδείγματα· υπενθυμίζω ενδεικτικά το παράδειγμα του Πιερή Αυξεντίου, πατέρα του Γρηγόρη Αυξεντίου:

Στο στρατιωτικό νοσοκομείο όπου οι κατακτητές μετέφεραν ό,τι απέμεινε από το σώμα του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, όταν είχαν προηγουμένως ανατινάξει με βόμβες και δυναμίτιδα το κρησφύγετό του και, περιλούζοντας το με βενζίνη το πυρπόλησαν,  κλήθηκε ο πατέρας του να τον «αναγνωρίσει». Πράγματι ο Πιερής Αυξεντίου μπήκε στο νεκροτομείο «αναγνώρισε» τον γιο του και βγήκε έξω μ’ένα πλατύ χαμόγελο. Μπήκε στο αυτοκίνητο του δικηγόρου Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη για να φύγουν, οπότε ξέσπασε σε γοερό κλάμα. Ο δικηγόρος τον ρώτησε γιατί κλαίει, αφού πριν λίγο γελούσε, κι εκείνος του απάντησε: «Να μη μας βλέπουν οι σκύλοι να κλαίμε γιε μου!» Ήταν μια απάντηση βγαλμένη από τα βάθη των Ελληνικών αιώνων…

Τα ξένα συμφέροντα  και οι διεθνείς δολοπλοκίες καθώς και η καλά προδιαγεγραμμένη μακροχρόνια στόχευση της Τουρκίας, δεν επέτρεψαν ώστε το αποτέλεσμα του αγώνα να είναι αντάξιο των θυσιών του λαού μας και του αίματος που χύθηκε. 

Μερικοί σήμερα αποφαίνονται πως εκείνος ο αγώνας ήταν ένα λάθος. Πως δεν θα έπρεπε να τα είχαμε βάλει με μιαν υπερδύναμη. Πως θα’ πρεπε να είχαμε μετρήσει καλά τις δυνάμεις μας και να είχαμε αρκεστεί σ’ όσα και όποτε, οικειοθελώς, ήθελε μας προσφέρει ο κατακτητής. Μα αν ήταν έτσι, λάθος θα ήταν και η μάχη στις Θερμοπύλες, λάθος θα ήταν και η άρνηση του Παλαιολόγου να παραδώσει την Πόλιν, λάθος και το έπος του ’40. Αφού ο εχθρός θα περνούσε, προς τι η αντίσταση; Μα τι είναι, τότε, ορθό; Μήπως ο ραγιαδισμός κι ο εθνικός εξευτελισμός;

Είναι εύκολο, εκ των υστέρων, μέσα σε νέες συνθήκες και με την εμπειρία που αποκτήθηκε, να κρίνεται ένα γεγονός. Ένα γεγονός, όμως, θα πρέπει να κρίνεται στις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Ποιος μπορεί να εκτιμήσει τι θα σοφιζόταν, χωρίς τον αγώνα της ΕΟΚΑ, ο κατακτητής; Υπήρχαν ανέκαθεν αγγλικές, φιλότουρκες φωνές, που μιλούσαν για επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία. Και ποιος θα μπορούσε να  προεξοφλήσει  ότι  δεν θα μεμφόμασταν, σήμερα, τους εαυτούς μας αν μέναμε απαθείς, δούλοι νομιμόφρονες, ανάξιοι των Ελλήνων προγόνων μας;

Ο Παύλος Παλαιολόγος σε μια αποτίμηση του αγώνα,  αμέσως μετά τη λήξη του έλεγε:«...Τα κατάστιχα της Ιστορίας δεν είναι κατάστιχα εμπορικών για να αντικρίζει με απόλυτη ισοσκέλιση η μερίδα του δούναι τη μερίδα του λαβείν. Μέσα στους τόμους της Ιστορίας υπάρχουν και σελίδες χωρίς αντίκρισμα, οι σελίδες της λεβεντιάς. Η λεβεντιά στην υπηρεσία ενός σκοπού. Αλλά και όταν ο σκοπός δεν επιτευχθεί, όταν το ύψος της προσφοράς δεν είναι ανάλογο με το ύψος της αποδόσεως, δεν είναι μικρό το κέρδος που αφήνει η λεβεντιά σαν λεβεντιά». Και πράγματι: Λεωνίδας, Κων/νος Παλαιολόγος, Αυξεντίου, Μάτσης, με την πτώση τους, φώτισαν περισσότερο από πολλές νίκες.

Δεν πρέπει, όμως, να μηδενίζουμε, ούτε και να υποτιμούμε τα αποτελέσματα εκείνου του αγώνα. Ο αγώνας εκείνος τερμάτισε την αποικιοκρατία. Κι άφησε ανοικτή την προοπτική της μελλοντικής βελτίωσης της ελευθερίας που επιτεύχθηκε.

Και δεν φταίει ο αγώνας, ούτε το πάθος για ελευθερία, αν εμείς δεν επιδείξαμε τις αρετές που έπρεπε για περιφρούρηση και ολοκλήρωση αυτής της ελευθερίας. Ο Έλληνας, δυστυχώς, ενώ ξέρει να γίνεται ολοκαύτωμα στον πόλεμο για την υπεράσπιση της γης του, την περιφρούρηση ή την ανάκτηση της ελευθερίας του, δεν ξέρει, ακόμα, να διαφυλάττει, σε καιρούς ειρήνης, ό,τι πέτυχε και να ολοκληρώνει τα επιτεύγματά του. Εμφιλοχωρεί μέσα του η διχόνοια και καταστρέφει, πολλές φορές, όσα με τόσες θυσίες και τόσους αγώνες πέτυχε. 

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, συνιστά, ωστόσο, για μας τους Κυπρίους, την συνισταμένην όλων των αγώνων της φυλής.  Σ' αυτόν θα βρούμε τα στέρεα βάθρα και του σημερινού μας αγώνα, που με αγωνία αναζητούμε. Αν οκτώ αιώνες δουλείας και στυγνής τυραννίας δεν ίσχυσαν να κάμψουν το αδούλωτο φρόνημα του λαού, το ίδιο αίσθημα εθνικής τιμής υπαγορεύει τώρα και σ’ εμάς το χρέος να παραμείνουμε όρθιοι.

          Είναι καιρός, ή μάλλον έχει εξαντληθεί ο καιρός, και πρέπει να ανανήψουμε. Να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις αλλά κυρίως τις σκέψεις μας. Να κατανοήσουμε την κρισιμότητα των καιρών και να χαράξουμε πορεία πλεύσης:

          Η πείρα απέδειξε ότι οι συνεχείς υποχωρήσεις (κι έχουμε ήδη φτάσει στα όρια εθνικής αυτοκτονίας) δεν εξευμενίζουν τον κατακτητή, ούτε και τον οδηγούν σε συμβιβασμό. Το έχουμε διαπιστώσει ότι σε κάθε υποχώρησή μας η Τουρκία προβάλλει νέες αξιώσεις. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εδράσουμε τον αγώνα μας αμετακίνητα, σε αδιαμφισβήτητες θέσεις αρχών, που είναι σήμερα παγκοσμίως αποδεκτές, ώστε κανένας να μην μπορεί, αν εμείς δεν το θέλουμε, να μας πιέσει. Ποιος και με ποια κριτήρια θα αρνηθεί, στον 21ο αιώνα, το δικαίωμα περιουσίας, ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης κάποιου στην ίδια του τη χώρα, όταν αυτό το δικαίωμα κατοχυρώνεται για όλη την Ευρώπη;

          Θα πρέπει να αντιληφθούμε, ύστερα, τον σοβαρότατο κίνδυνο που προέρχεται από την είσοδο στο έδαφός μας των παράνομων Μουσουλμάνων μεταναστών, που διοχετεύει σκόπιμα η Τουρκία, με σκοπό την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα και των ελεύθερων περιοχών· και να εργαστούμε συστηματικά για παρεμπόδιση αυτής της εισόδου. Ο κίνδυνος από τους λαθρομετανάστες αυτούς είναι τεράστιος, με επιπτώσεις στην παιδεία και στην οικονομία της χώρας μας και με ορατή τη χρησιμοποίησή τους ως πέμπτης φάλαγγας, στο εσωτερικό μας, σε περίπτωση σύρραξης. Και συνιστά όνειδος για όλους μας η αντίθεση μερικών στα στοιχειώδη μέτρα που λαμβάνονται για παρεμπόδιση αυτής της εισόδου.

          Η Παλαιά Διαθήκη μας λέει ότι όταν ο Φαραώ αντελήφθη τον κίνδυνο από την αύξηση του αριθμού των Εβραίων στην Αίγυπτο, θέλησε να ευαισθητοποιήσει τους πρώτους του λαού του για τη λήψη κατάλληλων περιοριστικών μέτρων. Το κύριο επιχείρημά του ήταν: «Εάν ποτέ συμβή πόλεμος, προστεθήσονται ούτοι προς τους υπεναντίους». Αν κάποτε γίνει πόλεμος, αυτοί θα προστεθούν με τους εχθρούς μας. Ισχύει το ίδιο και για μας. Οι λαθρομετανάστες, δεν πρέπει να το ξεχνούμε, είναι Μουσουλμάνοι, σταλμένοι από την Τουρκία γι’αυτό τον σκοπό. Έρχονται από την Κωνσταντινούπολη στο παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου και απ’εκεί διοχετεύονται στις ελεύθερες περιοχές.

          Να καταπολεμήσουμε, στη συνέχεια, αποτελεσματικά, τη διαφθορά που απειλεί, ως νέος Αττίλας, να εκθεμελιώσει ό,τι απέμεινε όρθιο στον τόπο· από την υπόληψη στο εξωτερικό, μέχρι και την εκτίμηση του πιο άσημου πολίτη στην Κύπρο. Αν «φαύλος βίος ορθά δόγματα ου τίκτει», πώς θα μπορέσουμε να ορθοδρομήσουμε στον εθνικό μας βίο, στον αγώνα για απελευθέρωση, όταν μικροί και μεγάλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, παραδιδόμαστε στην ποικίλη διαφθορά;

          Να καταγγείλουμε, μετά,  σε όλα τα διεθνή βήματα και με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, τον συνεχιζόμενο εποικισμό των κατεχομένων μας και να απαιτήσουμε τις προβλεπόμενες από τις διεθνείς συμβάσεις κυρώσεις στην κατοχική δύναμη.

          Οι συγκυρίες όχι μόνο επιτρέπουν αλλά επιβάλλουν χρησιμοποίηση όλων των προσφερόμενων μέσων και ανάληψη εκστρατείας για υπενθύμιση της εισβολής από την Τουρκία στον τόπο μας και της κατοχής που συνεχίζεται. Αν ο διεθνής παράγοντας ευαισθητοποιείται για την Ουκρανία, διαπράττουμε έγκλημα αν δεν μιλήσουμε και για το δικό μας πρόβλημα. 

          Προπάντων, όμως θα πρέπει να ηχεί, αδιάλειπτα, στ’αυτιά μας ο λόγος του Θουκυδίδη για το δίκαιο και την ισχύν, όπως εκτίθεται στον δραματικό διάλογο Αθηναίων   και Μηλίων: «Το επιχείρημα του δικαίου έχει αξία», λέει, «όπου υπάρχει δύναμις προς επιβολή! Όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος παραχωρεί ότι του επιβάλλει η αδυναμία του». Γι’αυτό θα πρέπει να αντιληφθούμε τη σημασία που έχει η αναβίωση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Κύπρου- Ελλάδος για την εθνική επιβίωσή μας καθώς και η άμεση και αποτελεσματική ενίσχυση της αμυντικής θωράκισής μας και η ανανέωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων μας.

Πιστεύω πως έστω και τώρα αν, Ελλάδα και Κύπρος, συντονίσουμε τις προσπάθειές μας, κι αν μείνουμε αμετακίνητοι σε θέσεις αρχών, είναι δυνατή η σωτηρία. Ο Ελληνισμός όταν ήταν έτοιμος για θυσίες κι όταν ομονοούσε, πάντα πετύχαινε τους στόχους του. Το καθήκον μας απέναντι στους προγόνους μας, απέναντι στη μνήμη όλων των ηρωϊκών νεκρών μας επιτάσσει αυτή την προσπάθεια.

          Νομίζω μόνο με τις πιο πάνω προϋποθέσεις και με τη βοήθεια του Θεού, ο οποίος βοηθά όσους βοηθούν τον εαυτό τους, θα εξασφαλίσουμε τη συνέχιση της παρουσίας του Ελληνισμού στη γη αυτή των πατέρων μας.