English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

Ομιλία για τις εθνικές επετείους της 25ης Μαρτίου
και της 1ης Απριλίου
στο Ροταριανό Όμιλο Πάφου. 
 
 
          Ευχαριστώ ιδιαίτερα για την πρόσκληση να μιλήσω απόψε στη σύναξή σας για τις εθνικές μας επετείους, της 25ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου. Τόσο η πρόσκλησή σας, όσο και το θέμα που μου αναθέσατε να αναπτύξω, δείχνουν το επίπεδο των ενδιαφερόντων σας καθώς και τη φιλοπατρία σας. Σας συγχαίρω για τούτο και σας ευχαριστώ.
Εκατόν ογδονταεννιά ολόκληρα χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από την ημέρα εκείνη που ένας από τους πολλούς δαδούχους του έθνους μας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, κηρύσσοντας από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας Ευαγγέλια ελευθερίας στα τέκνα της Ελλάδας, εξαπέλυε τους κεραυνούς της εθνικής εκδίκησης πάνω στα κεφάλια των τυράννων. Τους κεραυνούς που χαλκεύτηκαν στα σκοτάδια της πολύχρονης δουλείας, μιας δουλείας τεσσάρων αιώνων, με τα ίδια τα χέρια του υπόδουλου γένους.
 
Εκατόν ογδονταεννιά χρόνια, κι όμως η λάμψη της 25ης Μαρτίου δεν ξεθώριασε. Τιμάται μεγαλόπρεπα κι από μας, την 6η γενεά των απογόνων εκείνων που ύψωσαν περήφανα τα κυρτωμένα από τις κακουχίες σώματα, έσφιξαν πεισματικά τα δόντια και σήκωσαν την πυγμή ενάντια στον αιμοσταγή βάρβαρο Ασιάτη για να συγκλονίσουν τα θεμέλια μιας πανίσχυρης τότε αυτοκρατορίας.
 
Μιαν τέτοια μέρα της άνοιξης, τότε, άγγελος θεόπεμπτος, όπως τον «Άγγελον πρωτοστάτην» που στην ίδια ημερομηνία 1821 χρόνια πριν στάληκε στην Ναζαρέτ, μπήκε στη δουλωμένη ατμόσφαιρα της Ελληνικής γης, φέροντας μήνυμα ελευθερίας. Ήταν καιρός πια...
Είχαν περάσει τέσσερις ολόκληροι αιώνες από τότε που μαυροφορεμένη η Ιστορία χάραξε στις καρδιές των Ελλήνων τη θλιβερή ημερομηνία της 29ης Μαΐου 1453. Από τότε, παντού, σ’ όλη την Ελληνική γη, απλώθηκε βαθύ σκοτάδι. Σκοτάδι εκεί που ’λαμπε το φως. Σκιά θανάτου εκεί που πριν έσφυζε η ζωή.
 
Κι άρχισαν από τότε οι αιώνες των μαρτυρίων και των θυσιών.
Τετρακόσια σχεδόν χρόνια έμελλε το ένδοξο Ελληνικό γένος, ο φωτοδότης αυτός της ανθρωπότητας, να ζήσει, να θρηνήσει και να στενάξει κάτω από το ζυγό ενός λαού που βρισκόταν σε ημιάγρια κατάσταση, ενός αιμοχαρή κατακτητή. Βασανίστηκε, υπόφερε, εξευτελίστηκε, μα δεν έχασε ποτέ την ελπίδα, την προσδοκία της εθνικής του αποκατάστασης. Το πνεύμα του δε λύγισε ποτέ, η ψυχή του δεν υποδουλώθηκε. Αντίθετα, μέρα με τη μέρα η εθνική οργή θέριευε, ώσπου ήλθε η στιγμή να ξεσπάσει, να ξεχειλίσει και σαν χείμαρρος να παρασύρει με το ρεύμα της, ό,τι έκτιζε για τόσους αιώνες ο τύραννος.
 
Η φυλή, σαν τον μυθολογικό Ανταίο, άντλησε στην πτώση της χιλιοπλάσιες δυνάμεις από τη μητέρα γη. Κι όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου επεχείρησε το μεγάλο άλμα για τη νεκρανάσταση.
 
Κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών για την επανάσταση, Έλληνες απεσταλμένοι είχαν καλέσει στον ιερό αγώνα και τους άλλους σκλαβωμένους Βαλκανικούς λαούς. Μα δεν κινήθηκε κανένας απ’ αυτούς. Είχαν κι αυτοί υποφέρει, κι υπέφεραν τα πάνδεινα. Μα προτίμησαν μια ζωώδη επιβίωση. Δεν είχαν εφέσεις για τα ύψη. Δεν μπορούσαν να αρθούν στις σφαίρες και τις απαιτήσεις της πραγματικής ζωής. Ποια, άραγε, να ήταν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των Ελλήνων και ποιες οι δυνάμεις που σφυρηλάτησαν τον αγώνα τους; Αξίζει τον κόπο η αναφορά σ’ αυτές, γιατί έτσι υπάρχει και κάποιο πρακτικό όφελος από τους ετήσιους εορτασμούς.
 
α) Κινητήρια δύναμη του αγώνα ήταν πρώτα το ένδοξο ιστορικό παρελθόν, οι μεγάλοι πρόγονοι. Το παράδειγμά τους, η μαγική τους φωνή, πράγμα που έλειπε απ’ όλους τους άλλους βαλκανικούς λαούς. Οι Μαραθωνομάχοι κι οι Σαλαμινομάχοι είχαν θέσει στερεά το αξιολογικό υπόβαθρο της φυλής. Στις Θερμοπύλες των ανθρωπίνων αξιών της ελευθερίας, της τιμής και της αξιοπρέπειας, τάχθηκαν ανέκαθεν φύλακες οι Έλληνες. Κι ήταν αδύνατο να κωφεύσουν τώρα στη φωνή της ιστορικής ευθύνης τους. Δεν μπορούσαν αδιαμαρτύρητα να δέχονται την αυθαιρεσία του δυνάστη, την καταπάτηση των δικαιωμάτων τους. Αυτοί που πρωτοστάτησαν σ’ όλες τις μεγάλες, τις ευγενείς εκδηλώσεις της ζωής, δεν ήταν δυνατό να βλέπουν αδιάφορα και επ’ άπειρον να βεβηλώνονται τα ιερά και τα όσιά τους, να πνίγεται η Παιδεία τους, να μαραίνεται η Τέχνη τους. Όσο δύσκολος κι αν  προβλεπόταν ο δρόμος τους, όσες θυσίες κι αν θ’ απαιτούσε, δεν αμφιταλαντεύτηκαν στην εκλογή. Καταλάβαιναν πως δεν μπορεί το κάθε τι μέσα στη ζωή να κρίνεται μ’ ένα μέτρο ευκολίας. Γι’ αυτό κι από την αρχή ήταν έτοιμοι για όλες τις θυσίες.
 
Οι Έλληνες είχαν υποδουλωθεί ξανά, πριν από πολλούς αιώνες. Από την πρώτη εκείνη συμφορά ελευθερώθηκαν με τρόπο αναίμακτο και καταπληκτικό. Οι Ρωμαίοι, που τους υποδούλωσαν, ήταν λαός που δεχόταν πρόθυμα τα στοιχεία των ξένων πολιτισμών που έλειπαν από το δικό του. Έτσι, δέχτηκαν ανεπιφύλακτα την επίδραση του Ελληνικού πολιτισμού, τον θαύμασαν και τον μιμήθηκαν σε τέτοιο βαθμό που οι ίδιοι διακήρυξαν, ύστερα, ότι η νικήτρια Ρώμη κατακτήθηκε πνευματικά από την ηττημένη Ελλάδα. Κι η πνευματική αυτή κατάκτηση ήταν τόσο ουσιαστική, ώστε στο θρόνο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ν’ ανεβούν Ελληνικές δυναστείες και το ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος να γίνει αυτοκρατορία Ελληνική.
 
Τα πράγματα όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Οι Τούρκοι ήταν λαός απολίτιστος, έθνος χωρίς πνευματική δημιουργία, χωρίς πολιτιστική δύναμη. Κι έμειναν απολίτιστοι. Ούτε επηρεάστηκαν, ούτε γνώρισαν, ούτε υποψιάστηκαν το θαύμα που λέγεται Ελλάδα. Κι ο Ελληνικός λαός γνώρισε με τους Τούρκους την πιο στυγνή τυραννία. Γι’ αυτό κι αφού δεν είχε άλλην εκλογή θυμήθηκε τους προγόνους του. Στηρίχτηκε στην Ιστορία του κι άρχισε τον υπέρ πάντων αγώνα. Ξανάζησαν τότε ο Λεωνίδας κι ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής κι ο Επαμεινώνδας, στα πρόσωπα των νέων ημιθέων: Του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, του Διάκου και του Παπαφλέσσα, του Κανάρη, του Μιαούλη, της Μπουμπουλίνας. Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν τις ανθρώπινες αξίες και τα ανθρώπινα ιδανικά σε νέες Σαλαμίνες και νέους Μαραθώνες: Στο Χάνι της Γραβιάς, στο Μεσολλόγι, στην Αλαμάνα, στα Δερβενάκια.
 
β) Δεν ήταν όμως μόνο το ένδοξο Ελληνικό παρελθόν. Υπήρχε και κάποια άλλη δύναμη, εξ ίσου σημαντική μ’ εκείνο, που κίνησε την επανάσταση: Ήταν η βαθιά θρησκευτική πίστη των Ελλήνων.
 
Και θρησκευτική πίστη δεν ήταν βέβαια μόνον η ευσέβεια προς το Θεό των πατέρων τους που διακρινόταν από τον Θεό του κατακτητή. Ήταν προπάντων η μετουσίωση του Χριστιανικού πνεύματος της θυσίας και της εγκαρτέρησης σε πράξη. Πολλές φορές, το έθνος, ταύτισε την ιστορική του πορεία με την μαρτυρική επίγεια ζωή του Χριστού. Γι’ αυτό και πάντα πίστευε πως πίσω από τη σταύρωση υπάρχει η ανάσταση. Έτσι η Χριστιανική θρησκεία δεν ήταν για τους Έλληνες μια μόνο διάσταση της εθνικής τους φυσιογνωμίας, αλλά και μια ακένωτη πηγή θάρρους και ψυχικής δύναμης για τους αγωνιστές της ελευθερίας.
 
Η σύνθεση των εννοιών «Θεός» και «θρησκεία» με τις έννοιες «επανάσταση» και «ελευθερία», είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγώνα του ’21 και των κειμένων που τον διέσωσαν. Η επανάσταση φέρεται ως έργο Θεού και Ελλήνων. Παρουσιάζω ενδεικτικές μόνο αναφορές:
 
Στη σύσκεψη της «Αρχής», όπως ονομαζόταν η ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, που έγινε στις αρχές Οκτωβρίου του 1820, διαπιστώνεται «το εισέτι απαράσκευον της Πελοποννήσου και της Στερεάς», από τον αρχιμανδρίτη Περραιβό. Η πλειοψηφία όμως διαφωνεί και προχωρεί στον ορισμό της ημερομηνίας της έναρξης του αγώνα, στηριζόμενη στην αιτιολογική σκέψη του αρχιμανδρίτη Γρ. Δικαίου (Παπαφλέσσα). Να, πως ο Ι. Φιλήμων, διασώζει το γεγονός: «Η πλειοψηφία του συμβουλίου, ως αποτέλεσμα αγνοίας ή έργον δειλίας εθεώρει πάσαν παρατήρησιν κατά της ταχείας ρήξεως του πολέμου, παραδίδουσα τω Θεώ τα περαιτέρω». Η αναπλήρωση και των οργανωτικών και των υλικών ελλείψεων, επαφίεται στο Θεό. Έπρεπε να υπάρχει μεγάλη πίστη στο Θεό και βεβαιότητα για τη θεία βοήθεια, για να γίνει δεκτή η αιτιολόγηση μιας τόσο σημαντικής απόφασης.
 
Οι εθνοσυνελεύσεις διακηρύττουν πως «εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος, το Ελληνικόν έθνος ... κηρύττει την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
 
Στα κείμενα της επανάστασης, πολλές φορές, οι όροι Έλληνας και Χριστιανός ταυτίζονται ή εναλλάσσονται. Ο πρόεδρος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, στις 5 Μαΐου 1827, απευθύνει προκήρυξη «προς άπαντας τους πιστεύοντας εις Χριστόν», εννοώντας τους Έλληνες.
 
Εξ άλλου ο σταυρός είναι ή το μοναδικό σύμβολο της σημαίας και των σφραγίδων της επανάστασης ή το κεντρικό σύμβολο, όπως π.χ. στο έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας. Ο σταυρός ως σύμβολο εκφράζει την πίστη στην ανάσταση. Η με τη σταυρική θυσία του Χριστού και την ανάστασή του λύτρωση του ανθρώπου, έχει εθνικές και κοινωνικές προεκτάσεις και συνέπειες, και για τον λόγο αυτό το σύμβολο της πανανθρώπινης απολύτρωσης χρησιμοποιήθηκε συνειδητά και σαν σύμβολο του αγώνα υπέρ της πίστεως και της ελευθερίας της πατρίδας, αφού η εσωτερική λύτρωση και η εξωτερική απελευθέρωση αποτελούν την ουσία του Χριστιανισμού.
 
Η στήριξη του αγώνα στην πίστη στο Χριστό δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε επιφανειακή. Ήταν συνειδητή. Ο υπόδουλος Ελληνικός λαός στηρίζει τις διεκδικήσεις του στη Χριστιανική θέση ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα «κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν». Στην προκήρυξη της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα υποβόσκει η «Θεολογία της επανάστασης», κάτω από τη βαρυσήμαντη πρόταση: «Κάλλιον να μην υπάρχει Έλλην εις τον κόσμον, παρά να ατιμάζει το κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν, υπάρχων ανδράποδον του αναισθήτου Τούρκου, ενώ επλάσθη από τον Θεόν ελεύθερος».
 
Η αξία της ελευθερίας, λοιπόν, απαύγασμα του ενδόξου Ελληνικού παρελθόντος κι η Χριστιανική πίστη ήταν οι κύριες δυνάμεις που οιστρηλάτησαν τον αγώνα του ’21 κι ήταν οι κύριοι συντελεστές της νίκης. Οι κοινωνικές αξίες του αγώνα, για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος από πολλούς, ύποπτης ιδεολογίας, στις μέρες μας, ήταν απόρροια αυτών των δύο πρώτων αξιών. Οι τελευταίες δεν έχουν νόημα χωρίς τις πρώτες ούτε και θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αυτές το προβάδισμα. Χωρίς τη θρησκευτική τους πίστη και την εμμονή τους στο ένδοξο παρελθόν τους δεν θα μπορούσαν να ιεραρχήσουν σωστά τη ζωή οι Έλληνες. Θα έπασχαν από αξιολογική μυωπία και αξιολογικό δαλτωνισμό. Δεν θα έφταναν στο σημείο να αρνηθούν την ζωή χάριν της ελευθερίας.
 
Οι ίδιες αξίες και οι ίδιες αρχές, οι ίδιοι πρόγονοι κι η ίδια πίστη ήταν εκείνα που ενέπνευσαν και τον δικό μας απελευθερωτικό αγώνα, τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Πενήντα πέντε χρόνια ύστερα από την έναρξη του απελευθερωτικού μας αγώνα, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα το μεγαλείο του. Ο αγώνας εκείνος υπήρξε όντως επικός, μια κορυφαία στιγμή της Ιστορίας μας. Υπήρξε μια μοναδική ρωμαλέα εξόρμησή του Κυπριακού Ελληνισμού από την ταπείνωση δουλείας αιώνων, στα ύψη των εθνικών του πόθων.
 
Υποταγμένος για επτά αιώνες (από το 1191) σε ξένους λαούς, ο Κυπριακός Ελληνισμός δεν χάρισε την ψυχή   του   σε   κανέναν,   αλλά γρηγορούσε συνεχώς. Ούτε και άφησε τη σκουριά της δουλείας να σκουριάσει το πολύτιμο εθνικό του μέταλλο. Το πάθος της ελευθερίας, καθοριστικό στοιχείο του χαρακτήρα όλων των Ελλήνων, σιγόβραζε μέσα του. Από την κλασσική Ελλάδα όπου διακηρυσσόταν, έργοις και λόγοις, ότι «εύδαιμον το ελεύθερον» και «ελεύθερον το εύψυχον», από την παλιγγενεσία του 1821 με το λακωνικό   «Ελευθερία ή θάνατος» , από το έπος του ’40 με το στεντόρειο «ΟΧΙ», ο Κυπριακός Ελληνισμός πήρε πολλά διδάγματα. Κι έτσι, σε χρόνο που ο ξένος δυνάστης εθεωρείτο δυσπολέμητος, ακόμα κι από τα ισχυρότερα κράτη του κόσμου, μικρός λαός και άοπλος αυτός, ανέλαβε το γιγάντιο έργο υπέρ της ελευθερίας και της δικαιοσύνης που έπρεπε άλλοι αντ’ αυτού να είχαν αναλάβει.
 
Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που ενσάρκωσαν το όραμα αιώνων. Ο θαυμασμός μας προς αυτούς γίνεται μεγαλύτερος όταν αναλογιστούμε το μέγεθος του εγχειρήματος και τις δυσχέρειες που είχαν να αντιμετωπίσουν. Πενήντα πέντε χρόνια μετά, όλοι αναγνωρίζουν πως όσα έγιναν κατά τη διάρκεια εκείνου του αγώνα, υπερέβησαν κάθε μέτρο μεγαλουργίας και θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνον με τις πράξεις των αρχαίων προγόνων μας, των Σαλαμινομάχων και των Μαραθωνομάχων.
 
Μερικοί σήμερα αποφαίνονται πως εκείνος ο αγώνας ήταν ένα λάθος. Πως δεν θα έπρεπε να τα είχαμε βάλει με μιαν υπερδύναμη. Πως θάπρεπε να είχαμε μετρήσει καλά τις δυνάμεις μας και να είχαμε αρκεστεί σ’ όσα και όποτε, οικειοθελώς, ήθελε μας προσφέρει ο κατακτητής. Μα αν ήταν έτσι, λάθος θα ήταν και η μάχη στις Θερμοπύλες, λάθος θα ήταν και η άρνηση του Παλαιολόγου να παραδώσει την Πόλιν, λάθος και το έπος του ’40. Αφού ο εχθρός θα περνούσε, προς τι η αντίσταση; Μα τι είναι τότε ορθό; Μήπως ο ραγιαδισμός κι ο εθνικός εξευτελισμός;
 
Είναι εύκολον, εκ των υστέρων, μέσα σε νέες συνθήκες και με την εμπειρία που αποκτήθηκε, να κρίνεται ένα γεγονός. Ένα γεγονός όμως θα πρέπει να κρίνεται στις συνθήκες που πραγματώθηκε, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Ποιος μπορεί να εκτιμήσει τι θα σοφιζόταν, χωρίς τον αγώνα της ΕΟΚΑ, ο κατακτητής; Και ποιος προεξοφλά πως δεν θα μεμφόμασταν σήμερα τους εαυτούς μας αν μέναμε απαθείς, δούλοι νομιμόφρονες, ανάξιοι των Ελλήνων προγόνων μας;
 
Παρ’ όλα αυτά, πέρα από τα ηρωϊκά κατορθώματα, πέρα από την επιβεβαίωση της ενότητας και της συνέχειας της φυλής με την αναβίωση νέων Θερμοπυλών και νέων Μαραθώνων, ο αγώνας εκείνος απέδωσε. Έδωσε μιαν ανεξάρτητη Κύπρο, έστω και με ελλιπή ανεξαρτησία. Και δεν φταίει ο αγώνας, ούτε το πάθος για ελευθερία, αν εμείς δεν επιδείξαμε τις αρετές που έπρεπε για περιφρούρηση και ολοκλήρωση αυτής της ελευθερίας. Ο Έλληνας, δυστυχώς, ενώ ξέρει να γίνεται ολοκαύτωμα στον πόλεμο για την υπεράσπιση της γης του, την περιφρούρηση ή την ανάκτηση της ελευθερίας του, δεν ξέρει, ακόμα, να διαφυλάττει, σε καιρούς ειρήνης, ό,τι πέτυχε και να ολοκληρώνει τα επιτεύγματά του. Εμφιλοχωρεί μέσα του η διχόνοια και καταστρέφει, πολλές φορές, όσα με τόσες θυσίες και τόσους αγώνες πέτυχε.
 
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, συνιστά, για μας τους Κυπρίους, την συνισταμένην όλων των αγώνων της φυλής. Σ' αυτόν θα βρούμε τα στέρεα βάθρα και του σημερινού μας αγώνα που με αγωνία αναζητούμε. Αν επτά αιώνες δουλείας και στυγνής τυραννίας δεν ίσχυσαν να κάμψουν το αδούλωτο φρόνημα του λαού, το ίδιο αίσθημα εθνικής τιμής υπαγορεύει τώρα και σ’ εμάς το χρέος να παραμείνουμε όρθιοι. Ζούμε στην εποχή των ωμών συμφερόντων και των συσχετισμών δυνάμεων, και το ξέρουμε. Στις δικές μας δυνάμεις και στο δίκαιό μας θα στηριχτούμε, αξιοποιώντας και τις αρχές της Ευρώπης στην οποία με τόσες θυσίες του λαού μας ενταχθήκαμε.
 
          Ένας ψευδεπίγραφος ρεαλισμός που καλλιεργείται, δυστυχώς, εδώ και καιρό στην πλευρά μας και που παρουσιάζει την διεκδίκηση των δικαίων μας ως πράγμα ανέφικτο, οδηγεί τον λαό μας σε σύγχυση. Το πλασματικό δίλημμα «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ή διχοτόμηση» καθώς και οι εκφοβισμοί περί «τελευταίας ευκαιρίας», μας εγκλωβίζουν σε αδιέξοδα που μόνον τους Τούρκους ωφελούν. Ο ραγιαδισμός και η αψυχολόγητη επανάληψη ότι «η λύση θα είναι οδυνηρή» εμπεδώνουν στο λαό ένα αίσθημα ηττοπάθειας που οδηγεί στην ήσσονα προσπάθεια. Η ανοχή σε μεθοδεύσεις που αποψιλώνουν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και αναβαθμίζουν το ψευδοκράτος, απεργάζονται τον εθνικό αφανισμό μας. Κάναμε λάβαρο του αγώνα μας, τις πριν από λίγο καιρό τουρκικές θέσεις – τέτοια δεν ήταν η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία; - και δεν αντιλαμβανόμαστε ότι με τον τρόπο αυτό προάγουμε τον τελικό στόχο της Τουρκίας που είναι η τουρκοποίηση της Κύπρου.
 
Καλούμαστε σήμερα να φανούμε αντάξιοι και Χριστιανικής «κλήσεως εν η εκλήθημεν», αντάξιοι και των Ελλήνων προγόνων μας. Είναι καιρός να αξιοποιήσουμε την ένταξή μας στην Ευρώπη, για την οποία τόσες θυσίες υπέστη ο λαός μας. Δεν είμαστε Ευρωπαίοι δεύτερης κατηγορίας ώστε μόνο εμείς να μην δικαιούμαστε ό,τι δικαιούνται όλοι οι άλλοι. Είναι επείγουσα ανάγκη να επανατοποθετήσουμε το πρόβλημά μας ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Να αγωνιστούμε για απελευθέρωση, όχι για μιαν οποιανδήποτε «επανένωση». Αν εμείς δεν αγωνιστούμε με σθένος, κανένας δεν θα ενδιαφερθεί, αυτοβούλως, για μας.
 
          Οι δυσκολίες, όποιες κι όσες κι αν είναι, δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε απόγνωση. Θα πρέπει να παραδειγματιστούμε και από το 1821 και από το 1955. Η φιλοπατρία των ηρώων εκείνων θα πρέπει να μας διδάξει. Η αυταπάρνηση κι η αυτοθυσία τους θα πρέπει να μας εύρουν μιμητές. Η πρόταξη, σ’ όλες τις περιπτώσεις, του συμφέροντος της πατρίδας, πρέπει να συνετίσει όλους και ιδιαίτερα τους κομματικούς μας ηγέτες.
 
          Η πίστη στο Θεό και στις δυνάμεις της φυλής, που πάντα είχε να παλαίσει με πολλαπλάσιους σε αριθμό και μηχανικά μέσα αντιπάλους, πρέπει να μας εμψυχώνουν. Στην Ιστορία πάντα οι λίγοι φύλαξαν Θερμοπύλες. Κι οι Θερμοπύλες των ανθρώπινων αξιών, που υπερασπιζόμαστε σήμερα οι Έλληνες στην Κύπρο, ούτε δίνονται, ούτε χάνονται, ούτε παζαρεύονται. Μόνον φυλάσσονται.
 
          Έχω την πεποίθηση ότι ο Θεός θα ευλογήσει και πάλι τις προσπάθειές μας. Φτάνει εμείς να μη λιποψυχήσουμε, όσο μακρύς κι όσο δύσκολος κι αν είναι ο δρόμος.