English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

Πανηγυρικός λόγος κατά την ημέρα της εορτής των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου σε ανάμνηση της επετείου της επίσκεψης των Αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου στην Πάφο, Πανηγυρικός Εσπερινός 29 Ιουνίου 2018.

 

 

Ο Απόστολος Παύλος και ο πρώιμος Χριστιανισμός στην Κύπρο

 

 

Δρος Ανδρέα Φούλια, Βυζαντινολόγου

Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου

 

 

Η ιδιαίτερή μας πατρίδα η Κύπρος είχε την ευλογία να είναι ο πρώτος γεωγραφικός χώρος εκτός Συροπαλαιστίνης, όπου έφτασε το μήνυμα του Ιησού Χριστού, το οποίο έμελλε να μεταμορφώσει σταδιακά τον κόσμο και την κοινωνία. Στη σύντομη αυτή ομιλία θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την πορεία των αγίων Αποστόλων Παύλου, Βαρνάβα και Μάρκου, ειδικά όμως τη σχέση του Παύλου με την πόλη της Πάφου και τον ρόλο του στη μετάβαση από την ειδωλολατρία στον Χριστιανισμό, στηριζόμενοι στην Αγία Γραφή, σε αγιολογικά κείμενα, αλλά και στη ζώσα παράδοση του τόπου μας, η οποία μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, ποτίζοντας ασταμάτητα το δέντρο της πίστης και του έθνους.

Η αναφορά των Πράξεων των Αποστόλων «Ο μν ον διασπαρέντες π τς θλίψεως τς γενομένης π Στεφάν διλθον ως Φοινίκης κα Κύπρου κα ντιοχείας μηδεν λαλοντες τν λόγον ε μ μόνον ουδαίοις» (Πράξ. 11,19) μας πληροφορεί για την άμεση σπορά του λόγου του Κυρίου στο νησί μας, ήδη αμέσως μετά τη Σταύρωση του Κυρίου και τον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου το 33 ή 34 μ.Χ. Ατυχώς δεν υπάρχουν άλλες ιστορικές μαρτυρίες ή τεκμήρια από τη δράση αυτή μέχρι και την πρώτη άφιξη των αγίων αποστόλων στο νησί, ρωμαϊκή τότε επαρχία.

Την ίδια χρονιά, το 34 μ.Χ., συμβαίνει το κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονός της μεταστροφής του Σαύλου, μετέπειτα Παύλου, στον Χριστιανισμό, ο οποίος λίγους μήνες πριν είχε λάβει μέρος στον λιθοβολισμό του διακόνου πρωτομάρτυρα Στεφάνου,             αφού σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων, οι συμμετέχοντες                                                                                «… ἀπέθεντο  τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου» (Πράξ. 7, 58). Το σχέδιο όμως της Θείας Οικονομίας ήθελε τον φλογερό και ακάματο Σαύλο να συνταχθεί με το μέρος της αλήθειας και του Χριστού. Γι’ αυτό κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό προς τιμωρία των Χριστιανών «…. κα ξαίφνης περιή­στρα­ψεν ατν φς π το ορανο, κα πεσν π τν γν ­κου­σε φωνν λέγουσαν α­τ· Σαολ Σαούλ, τί με διώ­κεις; επε δέ· τίς ε, κύριε; δ Κύριος επεν· γώ εμι ησος ν σ διώκεις» (Πράξ. 9, 3-5). Και όπως ομολογεί αμέσως μετά ο ίδιος ο Κύριος για τον Παύλο, «… σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ» (Πράξ. 9, 15). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός είχε πραγματικά μεταμορφώσει τον Παύλο από φανατικό διώκτη των Χριστιανών σε μια φωτισμένη προσωπικότητα οικουμενικού εκτοπίσματος και εμβέλειας, αφού αυτός μετά τον Θεάνθρωπο Χριστό είναι ο κατ’ εξοχήν διαμορφωτής και στυλοβάτης του όλου χριστιανικού οικοδομήματος. Ο τρόπος της μεταστροφής του μόνον ως Αποκάλυψη και Προφητική κλήση όμοια με αυτή των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης μπορεί να κατανοηθεί, γεγονός το οποίο αντιλαμβάνεται πλήρως και ο ίδιος, όπως φανερώνει το πιο κάτω απόσπασμα από την Προς Γαλάτας επιστολή του: «Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί» (Γαλ. 1,15. Ιερ. 1,5), δηλαδή: ο Θεός με είχε ξεχωρίσει από την κοιλιά της μάνας μου και η χάρη του με είχε καλέσει να τον υπηρετήσω. Αποτέλεσμα της προφητικής αυτής κλήσης και ιδιότητας, την οποία συναισθάνεται και αντιλαμβάνεται πλήρως ο απόστολος, είναι το πλούσιο και θεμελιακό για την πίστη μας συγγραφικό του έργο, που καλύπτει σχεδόν τα μισά βιβλία της Καινής Διαθήκης.

Ο Παύλος, αν και δεν ανήκε στο στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου, ούτε άκουσε κατευθείαν από Εκείνον τη διδασκαλία Του, διαμόρφωσε τελεσίδικα και θεμελίωσε τη θεολογία του αρχέγονου Xριστιανισμού και της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, με τη σωτηριολογία, τη θεολογία της Ελευθερίας, τη σχέση της Παλαιάς Διαθήκης με την Καινή Διαθήκη, τη σχέση της ελληνικής φιλοσοφίας και του μηνύματος του Χριστού.

Ο Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, «… οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης» (Πράξ. 21, 39) σύμφωνα με τις Πράξεις, ενώ σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα η Ταρσός ανταγωνιζόταν την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια για τα υψηλού επιπέδου εκπαιδευτήριά της. Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης, έτσι και ο Παύλος, ο οποίος γεννήθηκε γύρω στο 10 μ.Χ. και μαρτύρησε στη Ρώμη μεταξύ 66 και 68 μ.Χ. Σήμερα συνεορτάζουμε τον Απόστολο Παύλο με την ηγετική φυσιογνωμία του αποστόλου Πέτρου, που συναπεικονίζονται στη χριστιανική τέχνη ως οι Πρωτοκορυφαίοι θεμελιωτές της Εκκλησίας, οι εμπνευστές και εμψυχωτές του πλήθους των μαρτύρων που ανέδειξε αυτή.  

Μετά τη μεταστροφή του θείου Παύλου και τα πρώτα του κηρύγματα σε Δαμασκό και Ιερουσαλήμ, το αρνητικό κλίμα απέναντί του, εξ αιτίας της προτέρας στάσης και δραστηριότητάς του εναντίον της νέας θρησκείας, δεν είχε ακόμη διαφοροποιηθεί μεταξύ των Χριστιανών και έτσι οι μαθητές του Κυρίου δεν τον εμπιστεύονταν. Όμως ο «Κύπριος τῷ γένει» (Πράξ. 4, 36) Βαρνάβας, γόνος Ιουδαίων Ελληνιστών και μαθητής του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, όπως και ο Παύλος, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος στήριξε και υποστήριξε τον Παύλο, πείθοντας τους άλλους αποστόλους ότι η μεταστροφή του ήταν γνήσια και ειλικρινής. Κατά την περίοδο αυτή ο Βαρνάβας ήταν αυτός ο οποίος είχε τον πρωταγωνιστικό θα λέγαμε ρόλο στον σχεδιασμό και λήψη των αποφάσεων. Οι δύο τους και με βοηθό τον Μάρκο-Ιωάννη, ανιψιό του Βαρνάβα, έφτασαν στη Σαλαμίνα, γενέτειρα του Βαρνάβα, από τη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας για να ξεκινήσουν την πρώτη αποστολική περιοδεία. «Καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν Ἰουδαίων» (Πράξ. 13, 5). Για τις κινήσεις τους και τη δράση τους μας πληροφορούν και πάλιν οι Πράξεις των Αποστόλων αλλά και μερικά άλλα μεταγενέστερα κυπριακά έργα του 5ου και 6ου αιώνα, όπως οι Πράξεις Βαρνάβα και το Εγκώμιον Βαρνάβα, οι Βίοι των Αγίων Ηρακλειδίου και Αυξιβίου, γραμμένα από ευσεβείς συγγραφείς, οι οποίοι διέσωσαν παλαιότερες πληροφορίες, που μεταλαμπαδεύονταν μέσα από τη ζώσα τοπική παράδοση.

Η άφιξη και δράση εδώ του Αποστόλου των Εθνών και του συνεργάτη του, ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου Βαρνάβα, καθώς και του Μάρκου, είναι ένα γεγονός το οποίο σημάδεψε ανεξίτηλα τη φυσιογνωμία και την ιστορία του νησιού αλλά και της Πάφου ιδιαίτερα, αφού με όχημα την ελληνική γλώσσα και συνοδοιπόρο το Άγιο Πνεύμα έριξαν τον καλό σπόρο του ευαγγελισμού. Μακραίωνες παραδόσεις από τις περιοδείες αυτές υπάρχουν σε όλη την Κύπρο και έφτασαν μέχρι τις μέρες μας, συντηρώντας τη μνήμη, την πίστη και τη δύναμή μας, αλλά υπομιμνήσκοντας ταυτόχρονα και την εδώ και αιώνες βαθιά συνυφασμένη ιστορία Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο νησί αυτό, που πεισματικά θέλει να θυμάται και να μεταλαμβάνει των ναμάτων που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Λόγου χάριν, η εδώ στήλη του Αποστόλου Παύλου, οι Αποστολιτζιές ελιές στη Σαλαμιού, το νερό των Αποστόλων στον κατεχόμενο Κορμακίτη και τόσες άλλες λαϊκές παραδόσεις και τοπωνύμια που συντηρούνται και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά.

«Δι­ελ­θό­ντες δέ τήν νῆ­σον ἄ­χρι Πά­φου εὗ­ρόν τι­να μά­γον ψευ­δο­προ­φή­την Ἰ­ου­δαῖ­ον ᾧ ὄ­νο­μα Bα­ρι­η­σοῦς, ὅς ἦν σύν τῷ ἀν­θυ­πά­τῳ Σερ­γί­ῳ Παύ­λῳ, ἀν­δρί συ­νε­τῷ» (Πράξ. 13, 6-7). Από τη Σαλαμίνα λοιπόν μέχρι και την Πάφο, οι τρεις απόστολοι περιηγήθηκαν σε όλο το νησί, κηρύττοντας τον λόγο του Κυρίου. Το κήρυγμα του Παύλου απευθυνόταν πλέον σε Ιουδαίους και εθνικούς, ενώ χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα του φιλομαθούς ανθυπάτου Σεργίου Παύλου, ο οποίος είχε στον κύκλο των συμβούλων του τον Εβραίο Μάγο Ελύμα ή Βαριησού, ο οποίος ίσως σχετιζόταν με Εβραϊκή Σχολή Μάγων, που βρισκόταν, σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Πλίνιο, σε πόλη της Κύπρου, πιθανότατα στην πρωτεύουσα Πάφο. Ο Σέργιος κάλεσε τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα για να ακούσει το κήρυγμά τους. Ο Απόστολος Παύλος μέσα από τη σύγκρουσή του με τον Ελύμα, όντας βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας και με τη δύναμη της πίστης και του λόγου του, προκάλεσε την πρώτη ρωγμή στο τείχος της ρωμαϊκής κρατικής θρησκείας και εξουσίας, αφού με θαυμαστό τρόπο μετέστρεψε στον Χριστιανισμό τον ανθύπατο, τον πρώτο επίσημο κρατικό Ρωμαίο αξιωματούχο.

Το συμβάν αυτό είχε τεράστια σημασία σημειολογική αλλά και ουσιαστική, αφού κατέστησε την Πάφο αλλά και την Κύπρο ως τον πρώτο πολιτικό και γεωγραφικό χώρο που κυβερνήθηκε από Χριστιανό.

Η παράδοση μάλιστα θέλει τον Σαύλο εδώ στην Πάφο να αλλάζει το όνομά του σε Παύλο εις ανάμνηση της μεταστροφής του Σεργίου Παύλου, ο οποίος στη συνέχεια έγινε επίσκοπος στη γαλλική πόλη Ναρμπόν.

Μας διακατέχει ιδιαίτερη συγκίνηση και δέος γιατί εδώ, σε αυτά τα χώματα ακριβώς, στα ερείπια του μεγαλόπρεπου ναού της Παναγίας της Χρυσοπολίτισσας, που χρονολογείται στον 4ο-5o αιώνα και φέρει θεμέλια παλαιότερων ρωμαϊκών κτισμάτων, η παράδοσή μας αλλά και αρχαιολογικές ενδείξεις θέλουν τον φλογερό και διαπρύσιο κήρυκα του ευαγγελίου να κηρύττει εδώ, να αγωνίζεται όπως μεταδώσει το κήρυγμα της αγάπης και της Ανάστασης, σε ένα χώρο όπου ήταν τότε η έδρα της ρωμαϊκής εξουσίας. Η βασιλική αυτή, μια από τις μεγαλύτερες του νησιού και τις πιο εντυπωσιακές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι συνδέεται με τη δραστηριότητα και τιμή του Αποστόλου Παύλου στην πόλη, αφού μεσαιωνικοί περιηγητές αναφέρουν ότι στο σημείο που σήμερα βρίσκεται ο γοτθικός ναός του Αγίου Φραγκίσκου παλαιότερα υπήρχε φυλακή, η οποία συνδεόταν είτε με τον Απόστολο Παύλο είτε με τον Σέργιο Παύλο. Στην Πάφο και στην πρώτη αυτή ιεραποστολική περιοδεία, ο Παύλος ουσιαστικά αναδείχθηκε σε κορυφαίο ηγέτη της αρχέγονης Εκκλησίας, μαζί βεβαίως με τον Πέτρο. Από την άλλη ο Βαρνάβας με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, παραχώρησε τον πρώτο λόγο και ρόλο στον Παύλο, αφού ο Θεός προετοίμαζε για τον Κύπριο απόστολο τον στέφανο του μαρτυρίου και τη δόξα για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Εκκλησίας. Η προσπάθεια για τον εκχριστιανισμό του νησιού συνεχίστηκε από τους αποστόλους σε όλο το νησί, αφού εγκαταστάθηκαν διάδοχοί τους, πρεσβύτεροι και επίσκοποι, οι οποίοι μέσα από την αδιάκοπη αποστολική διαδοχή και τη θεσμική πλέον παρουσία της Εκκλησίας συνέχισαν αργά αλλά σταθερά την προσπάθεια εξάπλωσης και στήριξης του μηνύματος της νίκης της Ζωής έναντι του θανάτου.

Σε όλη την Κύπρο εντοπίζουμε τα σημάδια της πρώτης αυτής σποράς του θείου λόγου από τον Παύλο, αφού σύμφωνα με τον Βίο του Αγίου Αυξιβίου, ο Άγιος Ηρακλείδιος πρώτος επίσκοπος Ταμασσού χειροτονήθηκε από τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα γύρω στο 45 μ.Χ. Ακόμα ο Μνάσων, ο αρχαίος μαθητής των Πράξεων, συνάντησε τον Παύλο και τον φιλοξένησε στο σπίτι του στην Ταμασσό, διαδεχόμενος τον Ηρακλείδιο στην επισκοπή της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ακόμα και μετά την αναχώρηση του Παύλου από την Κύπρο, αυτός νοιάζεται και φροντίζει για την πορεία του Χριστιανισμού στο νησί και διατάσσει με επιστολή του τον Ηρακλείδιο να ορίσει και να εγκαταστήσει ως επίσκοπο στην Πάφο τον Επαφρά και τον Τυχικό στη Νεάπολη. Αξιομνημόνευτη είναι επίσης και η περίπτωση του αγίου Αριστόβουλου, αδελφού του αποστόλου Βαρνάβα και ακολούθου του Παύλου, ο οποίος γίνεται ο φωτιστής της Μεγάλης Βρετανίας και πρώτος επίσκοπός της.

Αυτά συμβαίνουν γύρω στο 45 μ.Χ., ενώ στη συνέχεια και μετά από πολλές άλλες περιοδείες οι δύο πρωτοκορυφαίοι απόστολοι Παύλος και Πέτρος θα καταλήξουν καθοδηγούμενοι από την πρόνοια του Θεού στη Ρώμη, τη μεγαλόπρεπη πρωτεύουσα της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου πλέον είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τη τελική νίκη του Χριστιανισμού.

Η δράση των αγίων αποστόλων στο νησί σηματοδότησε την απαρχή μιας δύσκολης αλλά ένδοξης πορείας για την Εκκλησία της Κύπρου. Ο ουρανοβάμων Παύλος με το Οικουμενικό κήρυγμά του και την εμβληματική του παρουσία, ο Βαρνάβας με τη δράση του, τη θαυμαστή πρόνοιά του, το μαρτύριο και τον ενταφιασμό του, εκεί στο τουρκοπατημένο σήμερα μοναστήρι του στην Αμμόχωστο, έγιναν οι άσβεστοι φάροι που καθοδήγησαν την Εκκλησία μας σε χαλεπούς και σκοτεινούς αιώνες.

Η κατοχύρωση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας μας μέσα από Οικουμενικές Συνόδους διασφάλισε, όχι μόνο την ανεξαρτησία της έναντι άλλων, πληθυσμιακά και πολιτικά ισχυρότερων εκκλησιαστικών κέντρων, αλλά το και σπουδαιότερο, διατήρησε μέσα στους αιώνες ανόθευτη την πίστη και την εθνική μας ταυτότητα. Μέσα στους κόλπους της Μητέρας Εκκλησίας, μέσα από το Ψαλτήρι και το Ευαγγέλιο, μέσα από την ελληνική γλώσσα και τις πανάρχαιες παραδόσεις, ο λαός μας βρήκε καταφύγιο και ασφάλεια, παρηγοριά και ανακούφιση, δύναμη και υπομονή να αντέχει τις κακουχίες και τις στερήσεις.

Οι αλλόδοξοι και αλλόθρησκοι κατακτητές αποδείχτηκαν εν τέλει αδύνατοι στο να μετακινήσουν τον λαό από τις βαθιές του ρίζες, οι οποίες του πρόσφεραν πάντα το ζωηφόρο ύδωρ, που τον κράτησε ζωντανό μέσα στους αιώνες, ώστε να παραδώσει στις επόμενες γενεές τα πρέποντα και τα δέοντα. Αμήν