English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

 
Το κήρυγμα του Παύλου στην Κύπρο,
καθοριστικό για την πορεία
του Χριστιανισμού
Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου
(Ομιλία σε ημερίδα στην ενορία Απ. Παύλου στη Λευκωσία 30.6.2009)
 
 
          Όταν πριν 1964 χρόνια, στην πατρίδα μας, την Κύπρο, που τότε, παρά τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, την περιέλουζε η Ελληνική της λαμπρότητα και σήμερα, παρά την Τουρκική κατοχή, την περικοσμεί η Χριστιανική της δόξα, οι δυο μεγάλοι μας Απόστολοι, ο Παύλος και ο Βαρνάβας, γίνονταν «ξένων δαιμονίων καταγγελείς», οι πρόγονοί μας δεν θα υποπτεύονταν καν τη βαρύτητα εκείνου του εγχειρήματος. Θα νόμισαν, πως εδώ, απλά, κλήθηκε η Αφροδίτη να καταθέσει τα όπλα της και να παραδοθεί. Λίγοι θα κατανόησαν, πως οι Απόστολοι επεζήτησαν να τους ελευθερώσουν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των ειδώλων και τον ανθρωποκεντρισμό και να τους οδηγήσουν στην αιωνιότητα. Και κανένας δεν θα φαντάστηκε τότε, πως η νέα θρησκεία, που ευαγγελίζονταν ο Παύλος και ο Βαρνάβας, θα γινόταν η μοναδική κιβωτός, στην οποία οι Έλληνες της Κύπρου θα χρωστούσαν τη διαφύλαξη της Γραμματείας και της γλώσσας τους, η πραγματική σχεδία του βίου τους.
          Στην Κύπρο ο Παύλος και ο Βαρνάβας έσυραν τότε τις γραμμές και ένωσαν την πατρίδα μας με την Ιερουσαλήμ∙ συνέδεσαν τον τόπο μας με το Γολγοθά∙ συνδύασαν τη νέα θρησκεία της Αποκαλύψεως με τη λαμπρά Ελληνική σοφία∙ έθεσαν τις προϋποθέσεις, ώστε τα όρια των δύο μεγεθών, Χριστιανισμού και Ελληνισμού, να γίνουν αδιαχώριστα.
          Ριγμένη στο σταυροδρόμι λαών και θαλασσών, κοντά σε κοιτίδες αρχαίων πολιτισμών, η Κύπρος, δέχτηκε κατά καιρούς την επίσκεψη κι άλλων πολλών. Ήρθαν κι άλλοι, που έφεραν φιλοσοφικά συστήματα, υποσχέθηκαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, κήρυξαν διάφορες θρησκευτικές δοξασίες. Μα η Ιστορία τους ξέχασε. Τα ίχνη τους τα σκόρπισε ο άνεμος. Ο Παύλος κι ο Βαρνάβας, όμως, «επαξίως αεί μακαρίζονται», αφού «υπέρ ήλιον έλαμψαν εν τω της πίστεως στερεώματι».
          Η συμβολή και των δύο στο μεγάλο επίτευγμα είναι αδιαμφισβήτητη. Χωρίς τον Βαρνάβα ο Παύλος μπορεί και να μη γινόταν καν δεκτός από τους άλλους Αποστόλους, να μην υλοποιούσε τις εφέσεις του. Στην εκλογή της Κύπρου, εξάλλου, ως του πρώτου σταθμού της ιεραποστολικής τους δράσης, θα συνέβαλε κι ο Βαρνάβας, ο Κύπριος «τω γένει». «Ανήρ αγαθός και πλήρης πνεύματος αγίου και πίστεως», (Πρ. ια 24) ο Βαρνάβας ηγείτο στα πρώτα στάδια της αποστολής. Στην Κύπρο, όμως, οι ρόλοι των δύο αποστόλων αντιστράφηκαν. Μπροστά στον Ρωμαίο ανθύπατο στην Πάφο και στην αυλή της κρατούσης Δύναμης, το λόγο είχε ο Ρωμαίος πολίτης κι όχι ο Κύπριος λευίτης. Γι’ αυτό κι η αναφορά μας απόψε, είναι φυσικό, νάναι κυρίως προς τον Παύλο του οποίου και τη μνήμη εορτάζουμε, «την ουρανομήκη ψυχήν, τον σώμα περικείμενον και ταις ασωμάτοις δυνάμεσιν αμιλλώμενον, τον εν γη βαδίζοντα και τη προθυμία τον ουρανόν περιπολούντα», κατά τον Χρυσόστομο.
          Μπροστά στον Παύλο έχεις την αίσθηση, ότι το σύμπαν είναι μικρό. Η σκέψη του είναι ένα ηφαίστειο, ο λόγος του μια συνεχής επερώτηση, που αναστατώνει τον ουρανό και τη γη. Υπήρξε, μετά τον Μωϋσή, ο μεγαλύτερος θεοδίδακτος της Ιστορίας. Από τότε που άνοιξε η πύλη του ουρανού, στην οδό της Δαμασκού, για αυτόν, δεν κλείστηκε ποτέ.
          Φύσις και Χάρις, φυσικά χαρίσματα και πνοή Πνεύματος Αγίου ύφαναν στο πρόσωπό του μιαν από τις μεγαλύτερες μορφές των αιώνων. Η πρόνοια του Θεού έθεσε στους ώμους του την εκπλήρωση της διαθήκης του Μ. Αλεξάνδρου για την ένωση Ανατολής και Δύσης, που την πραγματοποίησε, ακολουθώντας μόνον αντίθετη προς εκείνον φορά. Ο Μ. Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Ελλάδα και πορεύτηκε ανατολικά. Ο Παύλος ξεκίνησε από τα Ιεροσόλυμα και πήγε δυτικά. Η Κύπρος είχε το προνόμιο να γίνει το εφαλτήριο γι’ αυτήν την κοσμοσωτήρια εξόρμηση.
          Η σημασία εκείνης της επίσκεψης ήταν καθοριστική για μας τους Έλληνες της Κύπρου. Μα ήταν και παραμένει μεγάλη και για όλη την Εκκλησία, ολόκληρο τον κόσμο. Στην Κύπρο ο Παύλος έθεσε τη σφραγίδα του ανεξίτηλα στο σκάφος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, από την ημέρα εκείνη, φέρει τη σφραγίδα του πνεύματός του.
          Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι, που συνέδεσαν τον Απ. Παύλο, και την εδώ επίσκεψή του, με την παραπέρα εξέλιξη του Χριστιανισμού, κι αξίζει τον κόπο, έστω και σύντομα, να τους επισημάνουμε:
 
          α) Με την επίσκεψη στην Κύπρο επισημοποιείται, πρώτα, το άνοιγμα της Εκκλησίας προς τα Έθνη. Μέχρι τότε η Εκκλησία δεν είχε ακόμα διαφοροποιηθεί πλήρως από τη Συναγωγή. Ο Παύλος ήταν εκείνος, που κατανόησε, ότι το καθοριστικό στη ζωή των ανθρώπων, δεν είναι η καταγωγή από τον περιούσιο λαό, αλλά η πίστη στον Χριστό, ο οποίος ήλθε να κατεδαφίσει το τείχος, που χώριζε Ιουδαίους και εθνικούς. «Εν Χριστώ ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. γ΄ 28). Έτσι, όταν οι πρώτες επίμονες προσπάθειες προς τους ομοεθνείς του απέτυχαν, παίρνει τη σοβαρή απόφαση: «Ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη» (Πρ. ιγ΄ 46). Για τον Παύλο, Νόμος και Ναός αποτελούν προσωρινή, μόνο, βαθμίδα στο σχέδιο του Θεού, για τη σωτηρία του ανθρώπου. Το τεράστιο ιστορικό λάθος του Ιουδαϊσμού ήταν, κατά τον Παύλο, ότι έκλειε όλη την προοπτική της ανθρώπινης Ιστορίας με το βράχο του Νόμου και τον ογκόλιθο του Ναού κι ήθελε να σταματήσει την εξέλιξη της θείας αγάπης προς τους λαούς. Ο Παύλος είδε τη σωτηρία των ανθρώπων να πηγάζει όχι από τη Νομοδοσία στο Σινά – που απευθυνόταν μόνο στους Εβραίους – αλλά από την υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ, διά του οποίου «ενευλογήθησαν πάσαι αι φυλαί της γης».
          Ο Ισραήλ είναι ένα μεγάλο ιστορικό φαινόμενο. Ένα φαινόμενο, όμως, που το μεγαλείο του ήταν ταγμένο να περιορισθεί ιστορικά μέσα στον εαυτό του, στον ερμητικά κλειστό εαυτό του. Καμιά ψυχή λαού δεν εμφανίζεται στην Ιστορία τόσο στεγανή, όσο η ψυχή του Ισραήλ. Η δύναμή της ήταν δύναμη δική της, αποκλειστικά δική της, και δεν ήθελε, ή, δεν μπορούσε, να γίνει και δύναμη άλλων λαών, να μεταβιβασθεί σε άλλους.
          Δύναμη του Ισραήλ ήταν η κλειστή άμυνα, ποτέ η αφομοίωση, η ενεργητική ή παθητική. Η ιστορική στάση του, για πολλούς αιώνες ήταν απόλυτα αρνητική προς τα έξω και θετική μόνο προς τα μέσα, προς τον ίδιο τον εαυτό του.
          Κλειστός ο Ισραήλ μέσα στον ίδιο τον εαυτό του, με το βαθύ αίσθημα ότι είναι ο περιούσιος λαός, δεν ήθελε να πάρει στα χέρια του τον κόσμο. Το εγχείρημα αυτό ανέλαβε ο Παύλος, ως Εβραίος που αναγεννήθηκε, όμως, με το όραμα της Δαμασκού, που έγινε «σκεύος εκλογής… του βαστάσαι το όνομα του Κυρίου ενώπιον εθνών και βασιλέων» (Πρ. θ΄ 15)
          Χωρίς τον Παύλο, ο Χριστιανισμός θα παρέμενε κλεισμένος στα Ιουδαϊκά πλαίσια, ίσως και στα παλαιστινιακά όρια, και μόνην δυνατότητα θα είχε να εξελιχθεί σε ένα ανανεωτικό κίνημα του παραδοσιακού Ιουδαϊσμού. Διά του Παύλου, όμως, κατέκτησε την οικουμένη. Κι η επίσκεψη του στην Κύπρο, και το κήρυγμά του στην Πάφο, καθίστανται γεγονότα ύψιστης σπουδαιότητας: Γιατί σηματοδοτούν την έξοδο του Χριστιανισμού από την Παλαιστίνη και συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανέλιξη του σχεδίου της Θείας οικονομίας, ως πορείας ζωής, για όλη την ανθρωπότητα, από τα Ιεροσόλυμα «έως εσχάτου της γης» (Πρ. α΄ 8). Είναι η αρχή για την πρόσληψη στο σώμα της Εκκλησίας και των εθνικών, χωρίς μάλιστα την παρέμβαση ενός είδους Ιουδαϊκού καθαρμού. Από την Κύπρο ο Παύλος αρχίζει να πραγματοποιεί την προφητεία του Κυρίου, ότι «πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. η΄ 11).
 
          β) Το ότι η δράση ανάμεσα στα έθνη ξεκινά από την Κύπρο, στέλλει ύστερα και ένα άλλο μήνυμα. Τονίζει τη σημασία, που έδινε ο Μέγας Απόστολος στο Ελληνικό Έθνος για τη διάδοση του Χριστιανισμού. Τον θαυμασμό του για το έθνος μας τον τονίζουν και όλες οι επιστολές του με την ελληνική ορολογία τους, η άνεση με την οποία κινείται στο χώρο των ιδεών και παραστάσεων του ελληνιστικού του περίγυρου. Η έλευσή του, όμως, στην Κύπρο και το ξεκίνημα της δράσης του απ’ αυτή τονίζει κάτι πολύ πιο βαθύ.
          Υπήρχαν ασφαλώς και τότε έθνη πολυανθρωπότερα από το ελληνικό και μάλιστα κοντά στην Παλαιστίνη. Ήταν οι Άραβες, οι Πέρσες, οι Αιθίοπες, οι Ινδοί. Θα μπορούσε απ’ αυτά να ξεκινήσει. Ο Παύλος, όμως, διείδε στον Ελληνισμό εκείνα τα χαρακτηριστικά, που απαιτούνταν για να σπαρεί η νέα θρησκεία.
          Ο Ελληνισμός δεν είχε ποτέ την εύνοια των αριθμών. Ο αριθμός, άλλωστε, αντιστρατεύεται την ποιότητα, όπως και η έκταση την ένταση. Ακόμα κι όταν μεσουρανούσε στην Ιστορία με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κατά τους ειδικούς, ο ελληνισμός δεν ξεπέρασε τα 15 η 17 εκατομμύρια. Μοίρα του πάντα ήταν η ποιότητα. Η αριθμητική είναι προνόμιο του πλήθους, εκφράζει τη δύναμη της απρόσωπης μάζας. Για τον Ελληνισμό η δύναμη του ήταν στην ποιότητα του, στις αξίες και στα ιδανικά, που συνέθεταν τη ζωή του. Αυτή την ποιότητα προέκρινε ο Παύλος.
          Οι Έλληνες, κατά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, είχαν μια μοναδική ιδιαιτερότητα. Ξεκίνησαν απ’ εκεί που δεν ξεκίνησε κανένας άλλος λαός. Δεν ξεκίνησαν από την αρχή του κόσμου, από τη «γένεση». Υπήρξαν και άλλοι, αρχαιότεροι τους λαοί. Ξεκίνησαν από τον εαυτό τους, από τη συνείδησή τους. Όχι από το «γενηθήτω» του Θεού αλλά από το «γνώθι σ’ αυτόν». Δεν ξεκίνησαν από την «άβυσσο» και το «σκότος», από το «αόρατο»» και «ακατασκεύαστο». Ξεκίνησαν από το ορατό, το απτό και το φωτεινό που καθιέρωνε η γεωγραφική τους θέση και η φιλοσοφική τους αναζήτηση, που και αυτή, εκτεινόταν στο λογικό και αισθητικά συλληπτό.
          Οι πρόγονοί μας χαρακτηρίζονταν από το μέτρο. Οι Έλληνες αμφέβαλλαν, δυσπιστούσαν, αδιαφορούσαν για όσα ήσαν πέραν από τα εγκόσμια, αλλά αδιαφορούσαν με μέτρο. Κι αυτή η αδιαφορία ήταν για το ελληνικό πνεύμα μέθοδος, ήταν οδός, δεν ήταν τέρμα. Η μετρημένη δυσπιστία τους έγινε κίνητρο και για εγκόσμια δράση αλλά και για εξερεύνηση του επέκεινα. Όταν κάποτε άκουσαν από τον Παύλο για την ανάσταση των νεκρών μερικοί τον χλεύασαν, κι άλλοι τον ειρωνεύτηκαν, λέγοντάς του «ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου». Δεν σταμάτησαν όμως μέχρις εκεί. Διερεύνησαν την πληροφορία, αποδέκτηκαν την αποκάλυψη, που έγινε γι’ αυτούς η βάση της ύπαρξης και της ζωής τους.  
Διαισθανόταν, ο Παύλος, και δεν διαψεύσθηκε σ’ αυτό, ότι, αν κέρδιζε τους Έλληνες, θα μπορούσαν να συνεχίσουν αυτοί, αργότερα, το έργο του. Αυτοί που έκτιζαν Παρθενώνες, όταν οι άλλοι ζούσαν σε σπήλαια και τρώγλες, αυτοί που ανέδειξαν ένα Σωκράτη κι ένα Πλάτωνα, ένα Αριστοτέλη κι ένα Ζήνωνα Κιτιέα, όταν οι άλλοι δεν είχαν ακόμα γραφή, ήταν οπωσδήποτε, παρά την αριθμητική μειονεξία τους, καταλληλότεροι για την αποδοχή του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό και ξεκίνησε από το πιο κοντινό στην Παλαιστίνη Ελληνικό μέρος, την Κύπρο, που ήταν από την αυγή της Ιστορίας της Ελληνική.
          Ερχόμενος εδώ ο Παύλος ήξερε, πως ερχόταν σ’ ένα λαό, που είχε πίσω του μιαν ένδοξη Ιστορία, όμοια με του δικού του έθνους. Ερχόμενος στη Σαλαμίνα και στην Πάφο ήξερε, πως ερχόταν σε πόλεις με φιλοσοφικές αναζητήσεις από πολύ παλιά, πόλεις που αποτελούσαν Ελληνικά βασίλεια όταν άλλες, περίφημες πόλεις των ημερών του, ήταν ακόμα βοσκότοποι.
          Στην Κύπρο ο Παύλος συνήψε την Εκκλησία με τον Ελληνισμό. Εδώ ο Παύλος εμπιστεύεται το Ευαγγέλιο του Χριστού στους προγόνους μας. Εδώ «εγέννησεν εν Χριστώ» τους Έλληνες. Απ’ εδώ άρχισε να εκπληρώνεται μια άλλη προφητεία του Κυρίου, την οποία εξεφώνησε, όταν είδε τους Έλληνες: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου» (Ιωάν. ιβ΄ 23).
 
          γ) Μα και για ένα τρίτο λόγο η επίσκεψη του Παύλου και του Βαρνάβα συνδέει άμεσα την Κύπρο με τις ιστορικές καταβολές του Χριστιανισμού και σηματοδοτεί την παραπέρα πορεία του. Δεν είναι τόσο το γεγονός, πως εδώ για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός εισερχόταν στην αριστοκρατική ρωμαϊκή κοινωνική τάξη, προσηλυτίζοντας τον ίδιο το Ρωμαίο ανθύπατο. Ήταν γιατί εδώ ο Χριστιανισμός κονταροκτυπήθηκε με τη μαγεία και νίκησε. Για δεύτερη φορά, ύστερα από την περίπτωση του Σίμωνος του Μάγου, το κήρυγμα του Ευαγγελίου βρέθηκε αντιμέτωπο με το βασίλειο της μαγείας και της δεισιδαιμονίας κι η έκβαση της μάχης ήταν αποφασιστικής σημασίας για την κατοπινή εξέλιξή του.
          Οι δεισιδαιμονίες κι οι τερατολογίες είχαν κατακλύσει τότε τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Οι δεισιδαιμονίες φοβίζουν αλλά δεν σώζουν. Συγκινούν τις αισθήσεις, όχι το πνεύμα. Ακόμα αυτές όχι μόνον δεν ανέκοπταν αλλά και ενίσχυαν τη τάση που επικρατούσε τότε για ακολασία. Κι η μαγεία ζητά πάντα, να αποσπάσει από το μεταφυσικό στρέφοντας την προσοχή προς τα εφήμερα, τα υλικά και τα σαρκικά.
          Ο Ελύμας, που βρισκόταν στην αυλή του Σεργίου Παύλου, στην Πάφο, την πρωτεύουσα τότε της Κύπρου, ενσάρκωνε την ισχυρότερη επίδραση των δυνάμεων του αποκρυφισμού πάνω στην ανθρώπινη θέληση. Ήταν ένας τυπικός αντιπρόσωπος εκείνης ακριβώς της κοσμοθεωρίας, που ήρθε να συντρίψει ο Χριστιανισμός.
          Ο ανθύπατος, ως «ανήρ συνετός», ζητούσε να διεισδύσει στα υπερφυσικά ζητήματα κι έπρεπε να λάβει άμεση πληροφόρηση για την ανεπάρκεια της μαγείας να του προσφέρει εκείνο που ζητούσε, καθώς και κάποιο ουσιαστικό χαρακτηριστικό της νέας διδαχής. Εδώ ο Παύλος αποδεικνύει, ότι η θρησκεία του Χριστού δεν είναι ένα κάποιο ασθενικό φιλοσοφικό σύστημα, αλλά «δύναμις Θεού», που ξεπερνούσε κάθε μαγεία. Έχοντας συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών, αξιολογώντας ότι επρόκειτο για μια μονομαχία, από το αποτέλεσμα της οποίας εξαρτώνταν τα πάντα, ο Παύλος υψώθηκε σε φύση προφητική, όπως τον Ηλία όταν αντιμετώπιζε τους «ιερείς της αισχύνης» και επεβλήθη στον Ελύμα θαυματουργικά.
          Στην Κύπρο, επομένως, ο Χριστιανισμός αντιτάχθηκε στη μαγεία της Ανατολής και νίκησε. Απέδειξε, πως δεν είχε καμιά σχέση με τις μαγικές ανατολικές θρησκείες. Απ’ εδώ και μπρος μπορούσε να πορευθεί προς τα έθνη χωρίς κίνδυνο παρεξήγησης του ιδεολογικού περιεχομένου του.
 
          Αυτοί, λοιπόν, είναι οι λόγοι, που συντέλεσαν, ώστε η έλευση των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα στην Κύπρο και το κήρυγμά τους εδώ να αποκτήσουν παγκόσμια σπουδαιότητα. Η πατρίδα μας έγινε ο άμβωνας, από τον οποίο αποκαλύφθηκε και κηρύχθηκε η παγκοσμιότητα της εν Χριστώ σωτηρίας με όρους ελληνικούς. Γι’ αυτό και απόψε «τα στίφη των πιστών αγάλλονται». Η Κύπρος δεν δέχτηκε απλώς τον σπόρο του Ευαγγελίου στα σπλάχνα της, αλλά και τον καλλιέργησε και τον ανέπτυξε σε δένδρο αειθαλές και κατάκαρπο. Εκείνος ο σπόρος έδωσε «καρπόν εκατονταπλασίονα». Συντέλεσε και στην πνευματική μας προκοπή και στην εθνική μας επιβίωση.
          Οι διαπιστώσεις αυτές είναι φυσικό να μας προκαλούν ικανοποίηση, να μας γεμίζουν με υπερηφάνεια. Τονίζουν, όμως, ταυτόχρονα και το χρέος μας το βαρύ, προβάλλουν την ευθύνη μας τη φοβερή. Η Σαλαμίνα, ο χώρος της αποβίβασης του Παύλου και του Βαρνάβα στην Κύπρο, είναι σήμερα απροσπέλαστη σ’ εμάς. Ο τάφος του Απ. Βαρνάβα βεβηλώνεται από τους Αγαρηνούς. Σ’ ένα σημαντικό μέρος της πατρίδας μας οι ύμνοι προς τον αληθινό Θεό κατέπαυσαν κι αντικαταστάθηκαν από τις μισητές ιαχές του μουεζίνη. Μπορούμε κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες να νιώθουμε ολοκληρωμένη τη χαρά; Μπορούμε να εφησυχάζουμε;
          Η φωνή του Παύλου ακούεται στεντόρεια και σ’ εμάς: «Υμείς επ’ ελευθερία εκλήθητε» (Γαλ. ε΄ 13). Δεν είναι μόνον η πνευματική υποδούλωση μισητή απέναντι στο Θεό. Είναι κι η εθνική ταπείνωση απαράδεκτη για τους χριστιανούς. Θα πρέπει να ανανήψουμε. Κι ακολουθώντας τα προστάγματα του Ευαγγελίου, που συνιστούν και τη διαθήκη του Παύλου και του Βαρνάβα προς εμάς, να επιδιώξουμε τόσο την θρησκευτική αναγέννηση όσο και την εθνική μας απελευθέρωση. Μόνον να ευχηθούμε με τις πρεσβείες των δυο μας Αποστόλων, να μην αργήσει η επίτευξη του στόχου αυτού.