English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

 

Ο ρόλος της Εκκλησίας

στον απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-59 

 

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

 

Στην Π.Δ. ,και συγκεκριμένα στο βιβλίο του Δευτερονομίου, ο Θεός δίνει εντολή στον Ισραηλιτικό λαό να μη λησμονεί πώς εσώθη από τη δουλεία της Αιγύπτου: «Μνήσθητε την ημέραν της εξόδου υμών εκ γης Αιγύπτου....», και παρακάτω « ον τρόπον ελυτρώσατο υμάς Κύριος». Ήταν ανάγκη να θυμούνται με ποιο τρόπο απέκτησαν την ελευθερία τους, προκειμένου και την ίδια την ελευθερία να εκτιμήσουν αλλά και όσους συνέβαλαν σ’αυτό το κατόρθωμα να ευγνωμονούν. Η μνήμη είναι απαραίτητο συστατικό της επιβίωσης ενός λαού.

Κάτω απ’αυτό τον φακό είδα κι εγώ την πρόταση της Ακαδημίας Ιστορικών Σπουδών του Ιδρύματος Απελευθερωτικού  Αγώνα  ΕΟΚΑ 1955-1959, για να μιλήσω για τον απελευθερωτικό μας αγώνα, με αναφορά στον ρόλο της Εκκλησίας σ’αυτόν. Και έκρινα πως ιδιαίτερα σήμερα που η μακροχρόνια πλύση εγκεφάλου κατεδάφισε τα πρότυπα αρετής που ανέδειξαν οι ανά τους αιώνες αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού, κυρίως δε ο αγώνας της ΕΟΚΑ, τώρα που οι ήρωες θεωρούνται από πολλούς  «κορόιδα» και οι αγώνες «μωρία», η ιστορική μνήμη αποτελεί ουσιωδέστατο στοιχείο της επιβίωσής μας ως Ελλήνων στον χώρο τούτο. Αυτή χαράσσει τα εθνικά πλαίσια στα οποία οφείλει να κινηθεί σήμερα ο Κυπριακός Ελληνισμός. Αυτή θεριεύει την εθνική συνείδηση, οδηγώντας στην επίγνωση του χρέους προς την πατρίδα. Αν οι Έλληνες της Κύπρου δεν είχαμε ιστορική συνείδηση και επίγνωση της εθνικής αποστολής μας, πράματα που τροφοδοτούνται από την ιστορική μνήμη, θα είχαμε, από πολλού σβήσει οριστικά και για πάντα, κάτω από τα ανελέητα πλήγματα της θηριωδίας των αλλεπάλληλων κατακτητών. Κι από την άλλη, όπως κι οι Εβραίοι, θα πρέπει να μνημονεύουμε με ευγνωμοσύνη όσους συντέλεσαν στην απελευθέρωση μας από τον Αγγλικό ζυγό. Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνούμε ότι τα μεγάλα γεγονότα εις την Ιστορία, και τέτοιο γεγονός ήταν ο απελευθερωτικός μας αγώνας, ουδέποτε παύουν να επηρεάζουν τους μεταγενέστερους. Είναι οι οδηγοί των λαών προς ένα καλύτερο αύριο και προς ένα ευτυχέστερο μέλλον. Γι’αυτό κι έχουμε χρέος να τα μνημονεύουμε.

Ομολογώ πως αισθάνομαι άβολα, εγώ που, λόγω ηλικίας, δεν πήρα μέρος στον μεγάλο εκείνο αγώνα, να μιλήσω γι’αυτόν μπροστά σε τιμημένους αγωνιστές που μετουσίωσαν τα λόγια σε πράξεις, που έπαιξαν τότε τη ζωή τους «κορώνα –γράμματα», που στερήθηκαν τα πάντα περιπλανώμενοι  «εν σπηλαίοις και όρεσι και ταις οπαίς της γης», κατά την εκκλησιαστική μας ορολογία. Θα προσπαθήσω, όμως, «συνεχόμενος φόβω», να ανταποκριθώ στην υποχρέωση που ανέλαβα, επικαλούμενος την επιείκειά σας.

Το ’55 δεν ήταν, ασφαλώς, η πρώτη φορά κατά την οποία ο Κυπριακός ελληνισμός εξηγέρθη για την ανάκτηση της ελευθερίας του. Σχεδόν από την επαύριον της κάθε υποδούλωσης άρχιζαν τα απελευθερωτικά κινήματα. Γράφει ο Νικόλαος Σαρίπολος πως «η ελευθερία, δύναμις ούσα της ψυχής απονεκρούται εάν μη διηνεκώς περί ταύτην ασχολούμεθα». Και οι ΄Ελληνες της Κύπρου δεν έπαψαν ούτε στιγμή να ασχολούνται μ’αυτή. Το κίνημα του Ονήσιλου, το κίνημα του Ευαγόρα του Α΄, του βασιλιά της Σαλαμίνας, είχαν προηγηθεί αιώνες πολλούς πριν. Μα και όλα τα άλλα, μέχρι το τελευταίο κίνημα, του Οκτωβρίου του 1931, δηλώνουν ότι η εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Κύπρου ουδέποτε εσίγησε, ακόμα και κάτω από τις πιο καταθλιπτικές συνθήκες της δουλείας. Όλες οι επαναστάσεις, ακόμα και οι αποτυχημένες, συντήρησαν αναμμένη τη φλόγα. Κι ήταν αυτό και σπουδαίο και απαραίτητο.

Η ειρήνη είναι, μέγα αγαθόν, αλλά μόνον ως αποτέλεσμα ελευθερίας είναι επιθυμητή και πρόξενος αξίου βίου στους Έλληνες. Πάνω από την ειρήνη οι Έλληνες έθεταν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την ελευθερία. Γι’αυτό και συνεχώς αγωνίζονταν για την ανάκτησή της, όσες φορές την έχαναν.

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ, όμως, το θαύμα του έπους του ’55, δεν ήταν μια από τις πολλές εξεγέρσεις των Κυπρίων. Υπήρξε μια μοναδική και εξόχως δυναμική εξόρμηση του Κυπριακού Ελληνισμού από την ταπείνωση δουλείας αιώνων στα υψηλά επίπεδα των εθνικών του πόθων. Υπήρξε ένας θρίαμβος της ελληνικής αρετής. Ήταν η συνισταμένη όλων των αγώνων του Κυπριακού Ελληνισμού.

Από το 1191, που βίαια απεσπάσθη από την Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Κυπριακός λαός, που είχε διακριθεί στην Ιστορία και στον πολιτισμό, δεν έπαυσε να αγωνίζεται με κάθε τρόπο και να επιδιώκει την ενσωμάτωσή του στον Ελληνικό κορμό. Τον χαρακτήρα των Ελλήνων της Κύπρου δεν ίσχυσαν να αλλάξουν ούτε οι αιώνες, ούτε και οι ξένοι κατακτητές. Η ιερότητα του αγώνα τού Κυπριακού Ελληνισμού και το δίκαιο του πόθου του για ένωση με την Ελλάδα αναγνωρίστηκε κι από τους ίδιους τους άγγλους κατακτητές όταν η Κύπρος προσεφέρθη στην Ελλάδα, το 1915, έναντι του τιμήματος της εξόδου της χώρας από την ουδετερότητα, κατά τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο. Αν οι Άγγλοι δεν αναγνώριζαν την εθνική ταυτότητά μας και το δίκαιο των αιτημάτων μας, δεν θα έκαναν εκείνη την προσφορά. Η παρασπονδία τους έδειξε, απλώς, πως οι κατακτητές είναι πάντα οι ίδιοι . Αλλάζουν φυλή και γλώσσα, κάποτε και θρησκεία, μα οι μεθοδεύσεις παραμένουν οι ίδιες. Ίδιοι, όμως,κι απαράλακτοι και αιώνιοι και ακατάλυτοι σαν βράχος έμειναν ανά τους αιώνες,  οι  αγωνιστές της ελευθερίας, φύτρα της ίδιας φυλής. Γι’αυτό και μιμούμενος τους προγόνους του, όταν όλες οι άλλες μέθοδοι απέτυχαν, ο Ελληνικός Κυπριακός λαός απεφάσισε, το κλειστό για τον κυρίαρχο, ζήτημα, να το ανοίξει διά των όπλων, έχοντας καθοδηγητή την Εκκλησία του και επί κεφαλής τού αγώνα του τον Εθνάρχη Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον τότε συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα Διγενή. Ήταν η απάντηση σε κάθε είδους τεθλασμένες διαδρομές με τις οποίες επιχειρούσε να παραπλανήσει ο κατακτητής και να διαιωνίσει την κυριαρχία του.

Αιώνιο πρόβλημα της φυλής ήταν η ανέκαθεν αριθμητική μειονεξία της μέσα σ’ένα κατακλυσμό βαρβάρων: Περσών στην αρχαιότητα, Τούρκων αργότερα, μιας ολόκληρης Αγγλικής αυτοκρατορίας στο τέλος. Κι η σύγκριση μεγεθών ήταν, εκ των πραγμάτων,αναπόφευκτη.Υπήρξαν ασφαλώς και τότε φωνές ότι είμαστε λίγοι και αδύναμοι κι ότι δεν θά’πρεπε να τα βάλουμε με μιαν αυτοκρατορία. Μα ήταν κι η απάντηση διαχρονική: Η Ιστορία λέει ότι δεν νικούν πάντοτε οι πολλοί. Κι η ιστορική εμπειρία το απέδειξε πολλές φορές. Μ’αυτό το συλλογισμό ούτε το ’21 θά’πρεπε να γίνει ,ούτε το ’40, ούτε άλλες εξεγέρσεις για την ελευθερία των λαών. Πάντοτε,σχεδόν, εκείνοι που αγωνίζονταν για την ελευθερία ήταν οι λίγοι. Κάτω από την άνιση σχέση των αριθμών, όμως, βρίσκεται η ισορροπημένη σχέση των αξιών που σαν γενεσιουργές αιτίες διαμορφώνουν γεγονότα και αποτελέσματα σύμφωνα με τον αιτιοκρατικό νόμο της Ιστορίας. Οι λίγοι, ο Κυπριακός Ελληνισμός, ήταν αξία, οι πολλοί-οι αποικιοκράτες-ήταν απλό άθροισμα μονάδων. Οι λίγοι ανυψώθησαν σε αξία γιατί τους ένωνε δυναμικά το ιδανικό της ελευθερίας. Οι πολλοί ήσαν οι ίδιοι δούλοι, αφού δουλείαν υπηρετούσαν. Η πείρα είχε διδάξει τον  Κυπριακό Ελληνισμό  πως στη διεθνή σκηνή κανείς δεν χαρίζει. Παίρνεις όταν έχεις δύναμη, ή όταν μπορείς να προκαλέσεις υπολογίσιμη ζημιά στον εχθρό.

 Τότε είχαν εξεγερθεί άλλοι λαοί, εντελώς άγνωστοι στον πολιτισμό και στην Ιστορία, απαιτώντας την ελευθερία τους. Θα μπορούσαν οι Έλληνες της Κύπρου να σιωπήσουν; Να ζήσουν σε μια ζωώδη ευημερία; Όποιος δέχεται το όνειδος που υφίσταται, χωρίς να νιώθει έντονα την ανάγκη να το αποπλύνει, μένει για πάντα στην εθνική καταισχύνη, ανήμπορος να πραγματώσει τα ανώτερα ιδανικά για τα οποία είναι πλασμένη η ανθρώπινη φύση. Τέτοιοι δεν ήσαν οι Έλληνες.

Παράδοση αιώνων δείχνει πως για τους Έλληνες η Ελευθερία είναι η ύψιστη αξία χωρίς την οποία δεν νοείται ζωή. Γι’αυτό και το τίμημα για την κατάκτηση και τη διατήρησή της είναι η ίδια η ζωή. Ή ζεις ελεύθερος, ή δεν είσαι άνθρωπος. Ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που κρατά μέσα του τη φλόγα της ελευθερίας και την επιδιώκει ακατάπαυστα, έστω κι αν είναι αλυσοδεμένος. Γι’αυτό κι ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου, δεν ήταν αγώνας για καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής, ή την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Δεν ήταν εξέγερση για απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων και εξασφάλιση κοινωνικής δικαιοσύνης. Το ζητούμενο ήταν η εθνική ελευθερία που αποτελούσε το κύριο φυλετικό γνώρισμα του έθνους και τη σπονδυλική στήλη της ιστορικής του ζωής.

Και αφού τέτοια ήταν η επιδίωξη του επικού εκείνου αγώνα, ποιο ήταν το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχτηκε και ποιες οι δυνάμεις που τον οιστρηλάτησαν;

Από τότε που η Χριστιανική θρησκεία έγινε η μόνη θρησκεία των Ελλήνων, αφού εκτόπισε την πολυθεΐα του Ολύμπου και αφού προσέλαβε πάμπολλα στοιχεία του Ελληνικού πολιτισμού, όπως τη γλώσσα, τους φιλοσοφικούς όρους, το δημοκρατικό πολίτευμα στην εκκλησιαστική διοίκηση, την εξεικόνιση του Θείου και άλλα εδημιουργήθη νέος χαρακτήρας του ελληνικού πολιτισμού ο οποίος δεν νοείται χωρίς τον Χριστιανισμό, ούτε και μακριά από την Εκκλησία. Ο Χριστιανισμός εβοηθήθη τα μέγιστα από τον Ελληνισμό, ως προς το εξωτερικό ασφαλώς περίβλημά του και τη δυνατότητα έκφρασης και διάδοσής του. Μα κι ο Ελληνισμός ωφελήθη το ίδιο, αν όχι περισσότερο, από αυτή τη σύζευξη. Φτάνει να θυμηθούμε ότι όλη η πνευματική παραγωγή των Ελλήνων σταματά τον 3ον π.Χ.αιώνα. Για τρεις και πλέον αιώνες δεν έχουμε ούτε καν υπομνημάτιση των παλαιοτέρων έργων φιλοσοφικών ή άλλων. Έρχεται ο Χριστιανισμός, όμως, και με το νέο πνεύμα και τις νέες έννοιες που φέρει στον κόσμο δίνει νέαν ώθηση στα Ελληνικά γράμματα. Η Κ.Δ. εγράφη,  αλλά και ερμηνεύθη και ανελύθη από τους Πατέρες της Εκκλησίας  στην Ελληνική. Γι αυτό κι οι Έλληνες εταύτισαν την Ορθόδοξη πίστη και την Ελληνική εθνική συνείδηση. Η ταύτιση αυτή απετέλεσε τη νέα πνευματική δύναμη την οποία το «Ελληνικόν»  αντέταξε στην πίεση των οιωνδήποτε κατακτητών. Η Εκκλησία κατέστη, έτσι, η προστάτις του έθνους σε κάθε στιγμή. Και το έθνος εσώθη πάντοτε δι’ αυτής. Στρέφοντας σήμερα το βλέμμα μας προς τα πίσω διαπιστώνουμε ότι η Ιστορία της Εκκλησίας είναι η Ιστορία του Έθνους μας. Οι τύχες της είναι και τύχες του, οι θυσίες της είναι και θυσίες του, η χαρά της πάντοτε χαρά του.

Αναφερόμενος στην προσφορά της Εκκλησίας στον αγώνα της ΕΟΚΑ θα επικεντρωθώ σε τρεις επί μέρους πτυχές της:

α) Στα ιδανικά του αγώνα και στις αξίες στις οποίες στηρίχτηκε και που ήταν έντονα θρησκευτικές και μάλιστα χριστιανικές,

β) Στη βίωση των Χριστιανικών αρχών και αληθειών από τους μαχητές της Ελευθερίας και στη στρατολόγησή τους μέσα από την Εκκλησία, και

γ) Στο γεγονός ότι όλα τα εκκλησιστικά Ιδρύματα, η Αρχιεπισκοπή, οι Μητροπόλεις και οι Μονές είχαν γίνει προπύργια του αγώνα και στο ότι όλοι, σχεδόν, οι κληρικοί κάθε βαθμού, είχαν διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο σ’αυτόν.

α) Στη δισχιλιόχρονη ιστορία του Χριστιανισμού, η έννοια της πατρίδος όχι μόνον αναγνωρίζεται αλλά και ευλογείται και καθαγιάζεται από την Εκκλησία. Ήδη στην Π.Δ. είναι γνωστός ο θρήνος των Εβραίων που βρίσκονται στην αιχμαλωσία για την Ιερουσαλήμ, καθώς και οι όρκοι αφοσίωσης προς αυτήν: «Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου∙ κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ»(Ψαλμ. 136ος). Κι ο προφήτης Ιερεμίας θρηνεί γι’αυτούς που αιχμαλωτίζονται και δεν θα ξαναδούν την πατρίδα τους: «Κλαύσατε κλαυθμώ τον εκπορευόμενον, ότι ουκ επιστρέψει έτι, ουδέ όψεται την γην της πατρίδος αυτού»(Ιερ.22,20).

Στην Κ.Δ. ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ως άνθρωπος, δεν απαρνείται την αγάπη προς την πατρίδα του. Έτσι «έκλαυσεν επί την Ιερουσαλήμ», προβλέποντας την καταστροφή της. Ο Απ.Παύλος, μιλώντας στον Άρειο Πάγο, διδάσκει ότι η ύπαρξη εθνών και επίγειων πατρίδων ανάγεται στον Θεόν: «Εποίησεν, (ο Θεός), εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών»(Πρ.17,26).

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Ουδέν πατρίδος γλυκύτερον», ο δε Μέγας Αθανάσιος θεωρεί ότι το «εν τοις υπέρ πατρίδος πολέμοις αναιρείν τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον». Είναι γι’αυτό το λόγο και με βάση αυτή τη διδασκαλία που η Εκκλησία επαινεί τον υγιή πατριωτισμό και εύχεται όπως ο Θεός ευλογεί τους άρχοντας «νίκας χορηγών αυτοίς κατά των πολεμίων» και όπως διαφυλάσσει τας χριστιανικάς πόλεις «εκ βαρβαρικής αλώσεως» και «εκ παντοίων κινδύνων». Στη Θεία Λειτουργία του Μ.Βασιλείου προσευχόμαστε όπως ο Θεός «επισκιάζει επί την κεφαλήν αυτών (των πιστών βασιλέων ή αρχόντων) εν ημέρα πολέμου…και υποτάσσει αυτοίς πάντα τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα».

Το ότι εις την άλλην ζωήν θα καταργηθεί η έννοια της πατρίδος,  δεν συνεπάγεται κατάργηση αυτής της ιδέας από τώρα. Στην άλλη ζωή δεν θα υπάρχει ούτε οικογένεια, χωρίς να σημαίνει ότι από τώρα θα πρέπει να καταργήσουμε τον θεσμόν αυτόν.

«Να ζεις χωρίς πατρίδα δεν μπορείς. Ύστερα από την αγάπη στον Θεό, είναι η αγάπη της πατρίδος», γράφει κι ο μεγάλος ποιητής μας Κωστής Παλαμάς.

Η επίγεια πατρίδα για μάς τους έλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι συντονισμένη στο πνεύμα της ουράνιας πατρίδας. Οι δρόμοι της είναι αποστολοβάδιστοι. Το χώμα της είναι ποτισμένο με το αίμα των μαρτύρων της πίστεως και αγιασμένο από τους τάφους που δέχτηκαν τα τίμια λείψανά τους. Τα βουνά και οι κάμποι της είναι στολισμένοι με μοναστήρια και εκκλησίες, τα σκηνώματα της πίστης μας. Η Ιστορία της είναι γραμμένη με τα διδάγματα και τις θυσίες των αγίων. Έτσι η επίγεια πατρίδα ανάγει τον άνθρωπο προς τα άνω, συντελεί στη δημιουργία μιας κοινωνίας της οποίας οι πολίτες γίνονται ουρανοπολίτες.

Έντονα διαποτισμένη με θρησκευτικό χαρακτήρα, λοιπόν, η έννοια της πατρίδος. Κι ήταν φυσικό να’ναι έντονο το θρησκευτικό στοιχείο στον αγώνα της ΕΟΚΑ.

Κύριο σύνθημα του αγώνα εκείνου ήταν το «υπέρ πίστεως και πατρίδος» όχι μόνον το «υπέρ πατρίδος». Η επίκληση του Θεού και της βοήθειάς του ήταν αυτονόητη. Η πρώτη επαναστατική προκήρυξη του Διγενή ξεκινά με τη φράση: «Με την βοήθειαν του Θεού και πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας». Ο όρκος για τη μύηση στην οργάνωση γινόταν «εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Η «Θεολογία της απελευθέρωσης» που διατρανώθηκε ξεκάθαρα με τη διακήρυξη της εν Τροιζήνι Εθνοσυνελεύσεως του 1827 εξάλλου ήταν και είναι καθοδηγητικός φάρος όλων των μετέπειτα αγώνων του Ελληνισμού. «Κάλλιον να μην υπάρχει Έλληνας στον κόσμον παρά να ατιμάζει το κατ’εικόνα Θεού και ομοίωσιν, υπάρχων ανδράποδον του αναισθήτου Τούρκου, ενώ επλάσθη από τον Θεόν ελεύθερος», έλεγε εκείνη η διακήρυξη, που συνδέει, έτσι, το αγαθόν της ελευθερίας με την Θεολογία της Εκκλησίας. Η ελευθερία είναι γνώρισμα του Θεού που δωρήθηκε και στον άνθρωπο, αφού δημιουργήθηκε «κατ’εικόνα» αυτού. Απεμπόλησή της οδηγεί στην απάρνηση της ιδιότητας του ανθρώπου.

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε έντονο τον θρησκευτικό χαρακτήρα όχι μόνο από τη σύνδεση αυτή. Η μετουσίωση του χριστιανικού πνεύματος της θυσίας και της εγκαρτέρησης σε πράξη, ήταν άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμά του. Το να υποφέρουν το θεωρούσαν πολύ φυσικό οι αγωνιστές. Έτσι είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν Ιστορία. Αντικρύζουν θαραλλέα το μέλλον όπως και οι μάρτυρες της θρησκείας. Πολλές φορές οι πρόγονοί μας ταύτισαν την ιστορική τους πορεία με τη μαρτυρική επίγεια ζωή του Χριστού. Γι’αυτό και πάντα πίστευαν πως πίσω από την σταύρωση υπάρχει και για την πατρίδα η ανάσταση.

 Η σύνθεση των εννοιών «Θεός» και «Εκκλησία» με τις έννοιες «αγώνας» και «ελευθερία» είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του έπους της ΕΟΚΑ. Απόδειξη και η πηγαία ευσέβεια του Κυπριακού λαού. Στη διάρκεια του αγώνα όλα τα καφενεία και τα καταστήματα ήσαν κλειστά όλες τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές μέχρι τις 10 το πρωί για να μπορούν οι άνθρωποι απερίσπαστα να πηγαίνουν στην εκκλησία. Θυμάμαι έντονα, παρά το μικρόν, τότε, της ηλικίας μου, τις παρακλήσεις και τις γονυκλισίες που γίνονταν κάθε Κυριακή σ’όλους τους ναούς της Κύπρου για εκζήτηση της Θείας βοηθείας προς ευόδωση του απελευθερωτικού αγώνα καθώς και για απελευθέρωση των εξορίστων στις Σεϋχέλλες. Κι, ακόμα, την κατάληξη στην εκκλησία των παρελάσεων που γίνονταν όσες φορές είχαμε κάποιο νεκρό του αγώνα, όπου γινόταν και τρισάγιο υπέρ της ψυχής του.

Η ελευθερία, λοιπόν, ελληνική αρετή, πήρε στον Χριστιανισμό την υψηλότερη της έννοια. Συνδέθηκε με τη δικαιοσύνη, την ισότητα όλων των ανθρώπων, με τον ίδιο τον Θεό. Γι’αυτό και λατρεύτηκε από τους έλληνες ως ισόθεη.

β) Έχοντας αυτό το υπόβαθρο, ο δαυλός της 1ης Απριλίου άναψε από την ακοίμητη κανδήλα της πίστεως την οποία συντηρούσε άσβεστη ανά τους αιώνες η Εκκλησία. Οι ήρωες του ’55 είναι πρωτίστως ήρωες της πατρίδος. Γι’αυτήν θυσιάστηκαν και χάριν αυτής κατεφρόνησαν των γήινων απολαύσεων. Είναι, όμως, συνάμα και μάρτυρες της πίστεως και της Εκκλησίας με τα νάματα της οποίας εγαλουχήθησαν και από την οποίαν προήλθαν. Πρωτοπόροι στους υπέρ ελευθερίας αγώνες των Κυπρίων στα 800 χρόνια της δουλείας υπήρξαν πάντοτε οι κληρικοί. Έγιναν, πολλάκις, τα εξιλαστήρια θύματα για να γλυτώσει το ποίμνιο από τον εξανδραποδισμό, την εξορία , το θάνατο. Ο Μ.Βασίλειος γράφει πως ο ιδεώδης ποιμήν της Εκκλησίας πρέπει να είναι κοντά στ’αλλα και «έρεισμα πατρίδος».

Στον υπόδουλο Κυπριακό ελληνισμό δεν υπήρχε άλλος οργανωμένος θεσμός εκτός από την  Εκκλησία. Κι όταν, μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο συνειδητοποιήθηκε από όλους ότι χωρίς ένοπλο αγώνα ουδέποτε η Κύπρος θα αποκτούσε την ελευθερία της, είναι από την Εκκλησία που άρχισαν οι προετοιμασίες. Μετά το Δημοψήφισμα του 1950, την επέτειο του οποίου γιορτάσαμε προχθές 15 Ιανουαρίου, σημαντικότατο ρόλο στην προετοιμασία του αγώνα διεδραμάτισε η ίδρυση των ΟΧΕΝ  (Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωσις Νέων ή Νεανίδων). Η ΟΧΕΝ πρωτοπαρουσιάστηκε το 1946 (μόνο στη Λεμεσό υπήρχε πριν το 1946 με εμπνευστή τον Παπα –Σολομώντα Παναγίδη). Το 1947 πήρε τη μορφή κανονικής οργάνωσης και από το 1948 άρχισε να απλώνεται σ’όλη την Κύπρο. Υπό την ευθύνη εμπνευσμένων κληρικών που ήταν ταυτόχρονα και φλογεροί πατριώτες, οι ΟΧΕΝ  έγιναν το εκκολαπτήριον των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Οι χριστιανικές αρχές που υπηρετούσε η ΟΧΕΝ συνδυάζονταν άριστα, όπως είδαμε, με τη φιλοπατρία και την ιδέα της ελευθερίας. Γι’αυτό και κληρικοί, όπως ο π.Φώτιος Καλογήρου, εφημέριος της Φανερωμένης, που βρίσκεται εν ζωή και σήμερα, αλλά και οι μακαριστοί πλέον Παπα Σταύρος Παπαγαθαγγέλου, εφημέριος επίσης στον ίδιο ναό, ο αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Λευκωσιάτης, ο αρχιμανδρίτης Ανάργυρος Σταματόπουλος και άλλοι πολλοί, δεν δυσκολεύτηκαν να ενσταλάξουν στις καρδιές των νέων τον πόθο για απελευθέρωση της πατρίδος. Όλοι οι πρώτοι αγωνιστές, αλλά και οι περισσότεροι από εκείνους που στελέχωσαν κατόπιν τα δημιουργούμενα κενά της ΕΟΚΑ, στρατολογούνταν από την ΟΧΕΝ. Η ΟΧΕΝ περιλάμβανε τα κατηχητικά, τα στελέχη ή ομαδάρχες των κατηχητικών, τις χριστιανικές κατασκηνώσεις και ένα ευρύτερο φιλανθρωπικό και κοινωνικό δίκτυο της Εκκλησίας. Έτσι όλοι, σχεδόν, οι μαχητές της ΕΟΚΑ πέρασαν από την ΟΧΕΝ είτε ως μέλη των κατηχητικών σχολείων, είτε ως κατηχητές, ή ομαδάρχες χριστιανικών συγκεντρώσεων παιδιών των Ελληνικών σχολείων μας. Ενδεικτικά μόνον αναφέρω  τον Μάκη Γιωργάλλα, τον Ιάκωβο Πατάτσο, τον άγιο του απελευθερωτικού μας αγώνα, όπως λέγεται, το Μάρκο Δράκο, τον Στυλιανόν Λένα, που είχε γίνει μέλος από το 1947 και που είχε άναπτύξει έντονη αντιαιρετική δράση, κι είχε αντιταχθεί στους Χιλιαστές, τον Τουμάζο Τουμάζου που είχε ιδρύσει την ΟΧΕΝ στην Αθηένου, τον Χρίστο Σαμάρα, τον ήρωα του αχυρώνα  κ.ά.

Υπό την αιγίδα της Εκκλησίας λειτουργούσε και η ΠΕΟΝ(Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νέων) που ιδρύθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ΄, αμέσως μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, και από την οποίαν προήλθαν άλλα σημαντικά στελέχη της ΕΟΚΑ όπως ο Ανδρέας Κάρυος, και ο άλλος ήρωας του αχυρώνα, ο Ηλίας Παπακυριακού, ο Αρτέμος Φραντζέσκου κλπ.

Μεγάλη συνεισφορά της Εκκλησίας στον αγώνα συνιστούσε και η στήριξη και ενδυνάμωση του ηθικού των αγωνιστών. Προς τούτο είχε ιδρυθεί «Υπηρεσία Πνευματικού Ανεφοδιασμού» με υπεύθυνο τον αρχιμ. Κωνσταντίνο Λευκωσιάτη. Αυτή προμήθευε, συν τοις άλλοις, θρησκευτικού και εθνικού περιεχομένου βιβλία στους αντάρτες και στους κρατουμένους εξυψώνοντας το ηθικό τους  και προστατεύοντας τους από την ανία και την πλήξη. Μα και από τις επιστολές των αγωνιστών, των κρατουμένων και ιδιαίτερα των μελλοθανάτων φαίνεται η ευεργετική επίδραση που εξασκούσε σ’αυτούς η Εκκλησία. Έτσι ο Ιάκωβος Πατάτσος γράφοντας στη μητέρα του την προτεραία του θανάτου του λέγει ανάμεσα σ’άλλα: «Μη κλαίεις για ν’ακούσεις την αγγελική φωνή μου ,που ψάλλει Άγιος,Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου. Ψάλλε,προσεύχου, δόξαζε τον Θεόν σ’ολη σου την ζωήν….».

Κι ο Ανδρέας Παναγίδης γράφοντας στα πεθερικά του από τα «προπύλαια του θανάτου», όπως σημειώνει, λέει και τα εξής: «...Ας ευχαριστήσουμε όλοι τον Θεό και ας γίνει το θέλημά του. Ίσως ο Θεός με αγάπησε από τώρα και θέλει να με πάρει κοντά του. Αργά ή γρήγορα θα δώσουμε την ψυχή μας στον Θεό, γιατί όχι τώρα;...Ο Χριστός είναι πάντα συντροφιά στα κελλιά μας. Ο Χριστός μάς γεμίζει την καρδιά με αληθινή χαρά...». Και μόνον αυτό το ενθουσιαστικό στοιχείο που πρόσφερε στους αγωνιστές θά’ταν αρκετό για να εκτιμηθεί η μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας στον αγώνα.

γ) Πέραν όμως από τη στρατολόγηση των αγωνιστών, πέραν από την εμψύχωση και την ηθική στήριξη τους αλλά και πέραν από την καθοδήγηση ολόκληρου του Κυπριακού λαού, η εμπλοκή της Εκκλησίας στον τιτάνιο εκείνο αγώνα ήταν και πρακτική και άμεση. Οι υπηρεσίες της υπήρξαν κυρίως υπηρεσίες πράξεων. Πολλών και ποικίλων, χωρίς τέλος πράξεων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Διγενής στο «Χρονικόν» του αγώνος της ΕΟΚΑ: «Όπως εις όλους τους υπέρ ελευθερίας αγώνας του έθνους, ούτω και εις τον Κυπριακόν, η Κυπριακή Εκκλησία εστάθη εις το ύψος της εθνικής αποστολής της και εβοήθησε κατά τρόπον αντάξιον προς τας παραδόσεις της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον σκληρόν τετραετή αγώνα. Η συμμετοχή του Κυπριακού κλήρου εις αυτόν υπήρξε καθολική και ανεπιφύλακτος, κατ’αυτόν δε εδοξάσθη άπαξ έτι το τιμημένο ράσον. Η συμβολή των κληρικών δεν περιορίσθη μόνον εις βοηθητικάς υπηρεσίας , αλλά πλείστοι τούτων συμμετέσχον ενεργώς εις τον αγώνα, λαμβάνοντες μέρος εις ενέδρας και ενόπλους συγκρούσεις μετά του αντιπάλου....»

Τη σημασία της ενεργού ανάμιξης του Κλήρου τονίζει και η αντίδραση του εχθρού: Προσπάθησε αμέσως να εξοντώσει τους επί κεφαλής. Η σύλληψη και η εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και του Μητροπολίτου Κυρηνείας Κυπριανού, καθώς και του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου, οι περιορισμοί που επέβαλλαν συχνά στον τότε εθναρχεύοντα Μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο και τον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος Γεννάδιο, καθώς και η σύλληψη άλλων σημαινόντων κληρικών, σ’αυτό αποσκοπούσε: Στη διάλυση του αγώνα. Ήταν εφαρμογή του «κτυπήστε την κεφαλή για να παραλύσει το σώμα».

Τα Μοναστήρια, από την άλλη, είχαν καταστεί τα καταφύγια των ανταρτών. Πολλοί από τους μοναχούς είχαν γίνει οι αγγελιαφόροι, τροφοδότες, φρουροί, οδηγοί των ορεινών ομάδων. Αναφέρω, και πάλιν ενδεικτικά, την Ιερά Μονή Μαχαιρά και τις υπηρεσίες που προσέφερε σε πολλούς αγωνιστές, ιδιαίτερα όμως στον Γρηγόρη Αυξεντίου ο οποίος με την μοναδική θυσία του ανταπέδωσε στο μυριοπλάσιο τις υπηρεσίες της Μονής. Την κατέστησε παγκόσμιο προσκύνημα. Το όνομά του μετέφερε την αίγλη της Μονής στα πέρατα του κόσμου.

Μα και η Μονή του Κύκκου δεν υστέρησε σε προσφορά στον αγώνα. Πέραν από την οικονομική στήριξη του αγώνα (ως γνωστόν το οικονομικό βάρος του αγώνα, την αγορά οπλισμού αλλά και τη βοήθεια προς τα θύματα και τα εξαρτώμενα των νεκρών του αγώνα ανέλαβαν κατά κύριο λόγο η Αρχιεπισκοπή και η Μονή Κύκκου, που είχαν και τη δυνατότητα), ανεκτίμητες ήταν οι υπηρεσίες της Μονής ως καταφυγίου των αγωνιστών. Γράφει  ο Διγενής: «...Αύτη προσέφερεν εις εμέ προσωπικώς και τας εκεί ανταρτικάς ομάδας, επί μήνας,τροφήν, καταφύγιον το δε προσωπικόν της συνδέσμους και πληροφοριοδότας..»

Η Μονή του Αγίου Νεοφύτου φιλοξένησε και απέκρυψε πολλάκις τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, την ομάδα του Χρίστου Κκέλη και άλλους αγωνιστές της περιοχής Πάφου. Με τους δοκίμους της, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος, τροφοδοτούσε τις ομάδες των αγωνιστών στα γύρω χωριά.

Κάνω μνείαν και μιας ειδικής αναφοράς του Διγενή για την Ιερά Μονή Τροοδιτίσσης : «Όταν εφθάσαμεν την 13ην/06/1956 παρά την Μονήν Τροοδιτίσσης, κατάκοποι από συνεχή εξαήμερον αγώνα διολισθήσεως, εστερημένοι τροφής, και απέστειλα εις τον Ηγούμενον αυτής τον Αντώνιον Γεωργιάδην, ούτος τον εδέχθη με ενθουσιασμόν, καίτοι δε έξωθεν της Μονής διήρχοντο τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, μάς εφωδίασε με τροφάς και ιματισμόν, ο δε μοναχός Συνέσιος ανέλαβε να μεταβή πεζή δια των ορέων, διότι διά των οδών απηγορεύετο η κυκλοφορία, μέχρι της Τριμίκλινης, ίνα με συνδέση με το εν Λευκωσία Κέντρον της Οργανώσεως».

Μα και οι άλλες Μονές, όλες οι Μητροπόλεις και όλα τα εκκλησιαστικά ιδρύματα είχαν συμβάλει τα μέγιστα στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Γράφει ο Ιωάννης Κασίνης στο βιβλίο του «Απομνημονεύματα του αγώνα της ΕΟΚΑ», για την Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας»: «Η Ιερατική σχολή ήταν το κέντρο της ΕΟΚΑ . Εκεί έρχονταν πολλές φορές στελέχη και αντάλλασαν σκέψεις με τον διευθυντή της. Εκεί κατέφευγαν κυνηγημένοι αγωνιστές και από εκεί στέλλονταν σε ασφαλείς τόπους..» Κι αλλού γράφει: «Από την αρχή του αγώνα μέχρι τον Ιούνιο του 1956, όλα τα φυλλάδια που κυκλοφορούσαν στην Κύπρο τυπώνονταν στην Ιερατική Σχολή... Η Ιερατική Σχολή δεν ήταν μόνον ο τόπος όπου τυπώνονταν οι προκηρύξεις της ΕΟΚΑ. Κοντά στη σχολή και ύστερα από υποδείξεις του διευθυντή της Κωνσταντίνου Λευκωσιάτη, έγινε η κεντρική αποθήκη του οπλισμού της ΕΟΚΑ...»

Αξίζει τον κόπο να γίνει και μια φευγαλέα αναφορά σε μερικούς κληρικούς που συνέβαλαν αποφασιστικά στο έργο της ΕΟΚΑ και που γι’αυτό το λόγο διώχθηκαν και υπέφεραν από τον Άγγλο κατακτητή. Εκτός από τους στρατολόγους της ΕΟΚΑ που αναφέραμε πιο πάνω, σημαντική ήταν η συμβολή κι άλλων: Ο Κωνσταντίνος Λευκωσιάτης είχε σημαίνουσα θέση στην ΕΟΚΑ. Ο Διγενής του είχε αναθέσει την οργάνωση της υπαίθρου. Ο Ι.Κασίνης, που ως γραμματέας στην Ιερατική Σχολή τον γνώριζε πολύ καλά, γράφει γι’αυτόν: «Ήταν άνθρωπος δραστήριος κι αεικίνητος. Βοηθήθηκε πολύ τότε από τους παλιούς μαθητές του, που πολλοί ήταν ήδη ιερείς στα χωριά τους, όσο και από τους μαθητές που φοιτούσαν τότε στη Σχολή. Πολλοί αρχηγοί των ομάδων των χωριών ήταν ιερείς. Ο Κ.Λευκωσιάτης όλο τον χρόνο του, εκτός από τον διδακτικόν στη Σχολή, τον διέθετε για την Οργάνωση: μύηση νέων στελεχών, απόκρυψη οπλισμού, οργάνωση συνδέσμων για τη μεταφορά αλληλογραφίας...». Τον Μάιο του 1956 -αρχιμανδρίτης τότε, γιατί λίγο πριν την εξορία του Μακαρίου χειροτονήθηκε από αυτόν- αποφάσισε να διασπάσει τον Αγγλικό κλοιό γύρω από την κεντρική Μονή Κύκκου και να επικοινωνήσει με τον Αρχηγό, πράγμα το οποίο και πέτυχε. Στις 13/06/1956 συνελήφθη μαζί με πέντε μαθητές της Σχολής και κλείστηκε στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς. Εκεί συνέχισε τη δράση του, ενισχύοντας, διδάσκοντας, εξομολογώντας και λειτουργώντας στους συγκρατουμένους του.

Σημαντική ήταν και η προσφορά του Ηγουμένου της Μονής Κύκκου Χρυσοστόμου. Γνώριζε τα πάντα, κατά τον Κασίνη, και είτε από το Μετόχι είτε από την Κεντρική Μονή συνεισέφερε  τα μέγιστα στον αγώνα.

Ανεκτίμητες ήταν και οι υπηρεσίες του αρχιμανδρίτη Ανάργυρου Σταματόπουλου από την αδελφότητα Θεολόγων  «ΖΩΗ» που ως ιεροκήρυκας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής όργωνε κυριολεκτικά  ολόκληρη την Κύπρο, κήρυσσε, εξομολογούσε και ετοίμαζε αγωνιστές. Απελάθη από την Κύπρο τον Ιούλιο του 1955 ως «επικίνδυνος ταραξίας και υποκινητής της νεολαίας της Κύπρου εις βιαιοπραγίας» κατά  τον υφυπουργό Αποικιών Χένρι Χόπκινσον. Είχαν προηγηθεί οι απελάσεις λαϊκών θεολόγων εξ Ελλάδος, ανάμεσα στους οποίους γνωστότερος ήταν ο Λουκάς Κοκολιός.

Στις πόλεις αλλά και στα χωριά οι ιερείς ήσαν υπεύθυνοι και για τη διεξαγωγή εράνων για παροχή βοήθειας στις χήρες και στα ορφανά όσων έπεφταν στον αγώνα αλλά και στις οικογένειες των κρατουμένων και των ανταρτών. Στα σπίτια των κληρικών κατέφευγαν πολλάκις καταζητούμενοι αγωνιστές. Ο στρατηγός Γρίβας-Διγενής αναφέρει ονομαστικώς αρκετούς από αυτούς.

Πολλοί κληρικοί συνελήφθησαν, κακοποιήθηκαν, εγκλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Στην Πάφο ο νεαρός τότε διάκονος και σήμερα Ηγούμενος Χρυσορρογιατίσσης Διονύσιος κακοποιήθηκε βάναυσα από Άγγλους αστυνομικούς και Τούρκους επικουρικούς, χωρίς να αποκαλύψει οτιδήποτε. Ήταν επιφορτισμένος με την μεταφορά της αλληλογραφίας της Οργάνωσης. Ο διατελέσας αρχιμανδρίτης στην Πάφο μ.Μάξιμος Κουρσουμπάς καθώς και ο αρχιμανδρίτης Φώτιος Κωνσταντινίδης συνελήφθησαν για τη δράση τους και εγκλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ο μ.Π΄΄Σάββας Στυλιανού από την Γιόλου, ο Π΄΄Θεοφύλακτος από την Θελέτρα, ο Π//Σάββας από τον Κάθηκα, ο Π΄΄Δημήτρης από τη Φιλούσα, ο Κώστας και μετέπειτα Π΄΄Κώστας Λεωνίδα, από τη Χλώρακα, ο Π΄΄Γεώργιος από την Παναγιά κι άλλοι πολλοί είχαν συλληφθεί και εγκλειστεί στα κρατητήρια για την εθνική δράση τους. Εντύπωση ιδιαίτερη μού είχε προξενήσει ο θάνατος του Π΄΄Αθανασίου Κωνσταντίνου από την γειτονική προς τη γενέτειρα μου, Τύμπου, που συνέβη την ημέρα της απόλυσής του από τα κρατητήρια. Δεν άντεξε στα φρικτά και παρατεταμένα βασανιστήρια κι επειδή οι Άγγλοι δεν ήθελαν να πεθάνει στα κρατητήρια υπέγραψαν προηγουμένως την απόλυσή του. Ήταν όμως αργά...

Έτσι, λοιπόν, η Εκκλησία της Κύπρου που σε καιρούς κατακλυσμών στάθηκε η κιβωτός της σωτηρίας του λαού μας,  η καταφυγή και το στήριγμα στους κινδύνους, έγινε και το δόρυ και η εμπροσθοφυλακή και ο καθοδηγητής στον εθνικό απελευθερωτικό μας αγώνα. Κι όχι τυχαία ή ανεξήγητα. Την αποστολή της Εκκλησίας μας την καθορίζει η παράδοση. Μια παράδοση είκοσι αιώνων που μαρτυρεί ότι αυτή δεν ηγείται μόνον πνευματικά του Εκκλησιαστικού πληρώματος αλλά και πρωταγωνιστεί, ταυτόχρονα, στους αγώνες του λαού για την ελευθερία και την εθνική του αποκατάσταση.

Τέσσερα χρόνια ηρωικού αγώνα και αντίστασης υπήρξαν, ίσως, τα λαμπρότερα της Ιστορίας της μαρτυρικής πατρίδας μας. Η διψασμένη για ελευθερίαν Κυπριακή γη δέχτηκε άφθονο Κυπριακό αίμα. Κι αν τα αποτελέσματα του επικού εκείνου αγώνα δεν ήταν τα αναμενόμενα, δεν φταίει ούτε ο αγώνας ούτε ο λαός μας. Άμοιροι πολιτικής παιδείας, χωρίς την στήριξη του εθνικού κέντρου και υπό την πίεση των ισχυρών της γης, συρθήκαμε στα πλοκάμια της Αγγλικής διπλωματίας και στα νύχια της Τουρκικής βουλιμίας. Είναι παγκόσμιο αξίωμα στην Ιστορία των αγώνων των λαών πως ένας απελευθερωτικός αγώνας δεν κινδυνεύει τόσο από τα κτυπήματα του αντιπάλου, όσο κινδυνεύει όταν ο αντίπαλος αρχίζει να συζητά. Οι τμηματικές παραχωρήσεις διασπούν το στρατόπεδο  των αγωνιστών υπέρ του δυνάστου. Έτσι, δυστυχώς, συνέβη και μ’εμάς. Δεν πρέπει όμως και να μηδενίζουμε ούτε και να υποτιμούμε τα αποτελέσματα  του αγώνα. Ο αγώνας εκείνος τερμάτισε την αποικιοκρατία. Κι άφησε ανοικτή την προοπτική της μελλοντικής βελτίωσης της ελευθερίας που επιτεύχθηκε.

 Δεν επιδείξαμε, δυστυχώς, τις αρετές που έπρεπε για περιφρούρηση και ολοκλήρωση αυτής της ελευθερίας. Ο Έλληνας ενώ ξέρει να γίνεται ολοκαύτωμα στον πόλεμο για την υπεράσπιση της γης, του την περιφρούρηση, ή την ανάκτηση της ελευθερίας του, δεν ξέρει, ακόμα, να διαφυλάττει, σε καιρούς ειρήνης, ό,τι πέτυχε και να ολοκληρώνει τα επιτεύγματά του. Εμφιλοχωρεί μέσα του η διχόνοια και καταστρέφει ,πολλές φορές, όσα με τόσες θυσίες και τόσους αγώνες πέτυχε.

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ συνιστά, ωστόσο, για μας τους Έλληνες Κυπρίους, ό,τι ωραιότερο και ό,τι υψηλότερο έχουμε επιδείξει σε όλη τη μακρά Ιστορία μας. Σ’αυτόν θα βρούμε τα στέρεα βάθρα και του σημερινού μας αγώνα, που με αγωνία αναζητούμε. Μέσα στις τραγικές και κρίσιμες για το μέλλον του τόπου μας συνθήκες, προβάλλει για όλους μας επιτακτικά το χρέος να αναβαπτισθούμε στο πνεύμα της θυσίας εκείνου του αγώνα, να αντλήσουμε πίστη και δύναμη για την πάρα πέρα πορεία μας, για τη δικαίωση του αγώνα μας. Όπως πιστεύουμε και διακηρύσσουμε ότι η ελευθερία δεν δωρίζεται αλλά κατακτάται, έτσι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το μέλλον δεν προσφέρεται αλλά διαγράφεται από τον κάθε λαό. Κι εδώ έγκειται η ευθύνη μας.

Από τον Ονήσιλλο και τον Ευαγόρα ως τον άγιο Δημητριανό και το Νεόφυτο τον Έγκλειστο, και μέχρι τη Μαρία τη Συγκλητική, τον εθνομάρτυρα  Κυπριανό και τον Νικόδημο Μυλωνά, τον Αυξεντίου και τον Μάτση, αναρίθμητοι είναι οι  Έλληνες ήρωες και μάρτυρες, κληρικοί και λαϊκοί που, ως ισχυρότατοι κρίκοι, συγκροτούν και συγκρατούν αδιάσπαστη τη χρυσή αλυσίδα του ελληνισμού της Κύπρου. Η αλυσίδα αυτή άντεξε τρισήμισυ χιλιάδες χρόνια. Οφείλουμε να μην παραμελήσουμε την ποιότητα του ευγενούς μετάλλου της. Να μην το νοθεύσουμε με ξένες προσμίξεις που αναγκαστικά θα προκαλέσουν σκούριασμα και κόπωση σ’αυτό. Από μας σήμερα, τη σημερινή γενιά των Ελλήνων της Κύπρου, που απέχει μόνο μια γενιά από τους ημιθέους του έπους του’55, πολλοί από τους οποίους ζουν και μας παρακολουθούν, από τη διάθεσή μας για αγώνα, εξαρτάται η επιβίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο, όχι μόνον για άλλα τρισήμισυ χιλιάδες χρόνια, αλλά μέχρι τη συντέλεια των αιώνων.

Δεκατέσσερις αιώνες πριν τον Χριστό, η Κύπρος ήταν ελληνική. Και έκτοτε, από τα πανάρχαια χρόνια, αγωνίζεται να κρατήσει την ελληνική της ψυχή μέσα στα αλλεπάλληλα κύματα των βαρβάρων που ξέσπαζαν πότε από τα βάθη της Ανατολής με την άγρια δίψα του φόνου και της αρπαγής και πότε από τη Δύση, με τις ίδιες αφελληνιστικές διαθέσεις , που κάποτε καλύπτονταν, είτε με το δόλωμα του εμπορίου,είτε και με το έμβλημα του Σταυρού.

Αφότου η Κύπρος δέχτηκε τον Χριστιανισμό, πρωτοπόρος των Κυπριακών αγώνων υπήρξε πάντοτε η Κυπριακή Εκκλησία. Αυτή ένωσε τους Έλληνες της Κύπρου, μεταξύ τους με αρραγείς , ακατάλυτους δεσμούς. Κι είναι δόξα της αδιαφιλονίκητη ότι σ’όλους τους δύσκολους καιρούς, στους πολλούς και ασέληνους αιώνες της δουλείας, στάθηκε η αληθινή κιβωτός της εθνικής ψυχής. Αυτή συντήρησε μέχρι σήμερα τον Κυπριακό Ελληνισμό και τον προστάτεψε από όλους τους φοβερούς ανέμους που τον απειλούσαν. Κρατώντας στους ώμους τον σταυρό του εθνικού μαρτυρίου και προκινδυνεύοντας υπέρ της ελευθερίας της δούλης πατρίδος, δεν δίστασε η Κυπριακή Εκκλησία να προσφέρει, ως θυσία, τα τέκνα της, κληρικούς και λαϊκούς. Φορέας και προασπιστής των αξιών της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας δεν μπορούσε να συναινέσει με κανένα τρόπο και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες στη δουλεία των τέκνων της. Κι αν η ανάμειξη της στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν άμεση και καθοριστική, δεν μπορεί ούτε και σήμερα, παρά την ύπαρξη υπεύθυνης κυβέρνησης, οργανωμένων θεσμών και δομημένου κράτους, στις δύσκολες συνθήκες κατοχής και μπροστά στο διαφαινόμενο δυσκολότερο μέλλον, να σιγήσει. Μέχρις ότου το εθνικό μας πρόβλημα βρει δικαίωση και επομένως ,οριστική λύση, η Εκκλησία δεν μπορεί ν απαρνηθεί την Εθναρχική της αποστολή και ιδιότητα. Και μ’αυτή την ιδιότητα θα συνεργάζεται και θα βοηθεί, ενίοτε και θα ελέγχει και θα καυτηριάζει την εκάστοτε νόμιμη κυβέρνηση με στόχο την εξασφάλιση της επιβίωσης, της ελευθερίας και της δικαίωσης του Κυπριακού ελληνισμού. Οι καθημερινές επισημάνσεις της έχουν στόχο να κρατήσουν το εθνικό αισθητήριο σε εγρήγορση και να επισημαίνουν τους ελλοχεύοντες κινδύνους.

Καιρός, όμως, να τελειώνω. Καταχράστηκα, ήδη, τον χρόνο σας. Και θα’θελα πρώτα να υποκλιθώ στους παρόντες αγωνιστές του έπους του’55 και να αποτίσω φόρο τιμής προς τους ήρωικούς πεσόντας ή ειρηνικώς προαπελθόντας. Και ύστερα να διαβεβαιώσω όλους ότι η Εκκλησία, μακριά από σωβινισμούς και ηρωικές μωρίες, αλλά και μακριά από αδικαιολόγητη δειλία και ηττοπάθεια, θα παραμείνει στις επάλξεις των εθνικών αγώνων μέχρι την αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, μέχρι την απελευθέρωση της πατρίδος μας και την επικράτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλο το γηγενή πληθυσμό της.

Τελειώνω με δυο σύντομες αναφορές δυο κορυφαίων πνευματικών ανθρώπων, που γράφηκαν μεν το 1959 όταν ο0 αγώνας της ΕΟΚΑ βρισκόταν προς το τέλος του, έχουν όμως άμεση ισχύ και για τα τεκταινόμενα σήμερα.

Κακίζοντας την ανεξήγητη υποχωρητικότητα και τις εκπτώσεις στα εθνικά θέματα των τότε κυβερνώντων στην Ελλάδα, που διαπραγματεύονταν τις συμφωνίες της Ζυρίχης, η Ρόζα Ιμβριώτη διερωτάτο: «Πώς άνθρωποι που βρέθηκαν στην εξουσία για 3-4 χρόνια μπορούν να θάψουν τις νόμιμες διεκδικήσεις ενός λαού εις το διηνεκές;»  Ισχύει σε υπερθετικό βαθμό και σήμερα αυτή η επισήμανση.

Κι ο Λουκής Ακρίτας έγραφε τότε: «....εις την ψυχήν παντός Έλληνος, παντός ελευθέρου ανθρώπου, πλανάται το πένθος. Υπάρχει το πικρό αίσθημα της συνθηκολογήσεως εις ένα από τους πλέον σκληρούς και πλέον δραματικούς αγώνας ελευθερίας...» Θα πρόσθετα ότι υπάρχει, δυστυχώς, το αίσθημα του ξεπουλήματος της πατρίδος. Γι’αυτό κι ας αγωνιστούμε. Δεν είμαστε ούτε στο παρά πέντε, ούτε στο παρά ένα. Είμαστε στο μεταίχμιο της Τουρκοποίησης της πατρίδας μας. Το χρέος είναι δικό μας.