English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

Ο Μακάριος ως εκκλησιαστικός ηγέτης

Ομιλία στην εκδήλωση που έγινε από το Ίδρυμα Αρχ.Μακαρίου Γ΄ στη Λευκωσία στις 19/01/2013.

                                                  Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

 

 

 

Στην αρχή της Αλεξιάδας της, η πορφυρογέννητη βασίλισσα Άννα η Κομνηνή, λέγει ότι «ο ρέων χρόνος τα μεν ουκ άξια μνήμης παρασύρει και καταποντοί τα δε άξια μνήμης ουκ εά διολισθαίνειν εις λήθης βυθούς.»(Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς Ι,3-4).

Επαληθεύεται πλήρως η παρατήρηση της Άννας Κομνηνής, κατά το δεύτερο σκέλος της, στην περίπτωση του Εθνάρχου Μακαρίου. Στη συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού Ελληνισμού η μνήμη του   Αρχιεπισκόπου Μακαρίου παραμένει και άληστος και άληκτος.

Αυτός που πραγματοποίησε στην 64χρονη ζωή του έργο αιώνων, αυτός που δέχτηκε όσο ζούσε των μεγάλων  «την αίνεσιν» και «των παίδων την ανύμνησιν» βρίσκεται και σήμερα και θα βρίσκεται για χρόνια πολλά ακόμα, με τη σεμνή επισημότητα της μαύρης σιλουέτας του και την απέριττη επιβλητικότητά του, ανάμεσα στο λαό του. Κι είναι  «άξιος εν πάσι καιροίς υμνείσθαι», όχι μόνο σήμερα στην επέτειο των ονομαστηρίων του, ή, φέτος, στην επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή του.

Μπορεί οι συγκυρίες να τον βοήθησαν. Ο θάνατος του αρχιεπισκόπου Λεοντίου, σε ηλικία μόλις 50 ετών, και το προχωρημένο γήρας του Μακαρίου του Β,΄ τού άνοιξαν το δρόμο για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ωστόσο ο Μακάριος δεν βασίστηκε καμιά φορά σε ξένα υποστυλώματα. Δεν επεζήτησε το ψήλωμα του κισσού, «σε ξένα αναστυλώματα δεμένος», κατά τον ποιητή και γι’ αυτό, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, ποτέ δεν κάμφθηκε. Εφάνη, κατά το αρχαίο λόγιο, «κρείττων απειλών, λόγων στερρότερος, πειθούς ισχυρότερος». Μα κι οι θεωρούμενες στα μάτια μας συγκυρίες δεν είναι μήπως έργο της Πρόνοιας του Θεού;

Σε ηλικία μόλις 37 ετών ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος, ίσως ο νεώτερος στην Ιστορία των προκαθημένων της Εκκλησίας της Κύπρου. Νέος όχι μόνο κατά την ηλικία αλλά και ως προς τη σκέψη και τα φρονήματα, με βαθιά θεολογική αλλά και συσσωρευμένη εκκλησιαστική εμπειρία, με αξιοθαύμαστη οξύνοια και ευθυκρισία, ζηλωτής των εθνικών παραδόσεων, ιεροπρεπής και επιβλητικός στην εμφάνιση, απέθεσε τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του σε ιστορικές στιγμές της Εκκλησίας και της πατρίδας.

Πολυσχιδές και πολυδαίδαλο το έργο του. Στην ενάσκηση των καθηκόντων του συναντήθηκε με βασιλείς και ηγεμόνες. Γνώρισε έθνη και λαούς. Ασχολήθηκε με θέματα πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά, επιστημονικά. Η Εκκλησία όμως παρέμεινε πάντα ο φυσικός του βιότοπος. Ένιωθε πάντα κληρικός, ήταν εκκλησιαστικός ηγέτης.

Διηγείται ο Βάσος Λυσσαρίδης πως μετά την πρώτη καρδιακή προσβολή, οπότε ως προσωπικός του γιατρός τον επισκεπτόταν συχνότερα, ο Μακάριος, κάνοντας μιαν αναδρομή στις σχέσεις τους, θέλησε να τον ευχαριστήσει. Και τον ευχαρίστησε θερμά γιατί το 1973, με προσωπική του παρέμβαση στον τότε πρόεδρο της Συρίας, πέτυχε τη συμμετοχή τού Πατριάρχη Αντιοχείας Ηλία στη Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, που συγκάλεσε στη Λευκωσία. Και, δικαιολογημένα, ο γιατρός του είπε: Από τις τόσες εξυπηρετήσεις και την  τόση συνεργασία μας, αυτό το πράγμα βρήκατε για να με ευχαριστήσετε; Κι ο Μακάριος απάντησε με φυσικό τρόπο: Μην ξεχνάς είμαι κληρικός. Θιγόταν τότε η ιερατική μου υπόσταση.

Αυτόν τον τομέα, τον κυρίαρχο στη ζωή και στο έργο του Μακαρίου, μου ζητήθηκε να αναπτύξω, με συντομία, στα πλαίσια της σημερινής εκδήλωσης. Και «συνέχομαι φόβω» μήπως, με την αδυναμία μου να αναχθώ στα επίπεδά του, μειώσω στα μάτια σας την προσωπικότητά του, δεν τα καταφέρω να περιγράψω τους παλμούς της ψυχής του που βρέθηκαν πάντα σε συντονισμό με τους παλμούς της Κύπρου, δεν δώσω σωστήν εικόνα των οραματισμών του, δεν μεταφέρω τον αντίλαλο των συνεχών προσπαθειών και των επικών αγώνων του. Το κάνω με δισταγμό επικαλούμενος τη δική του και τη δική σας επιείκεια.

Πρώτη του φροντίδα και αξιολογικά αλλά και χρονικά, αφότου ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο και σ’ όλο το διάστημα της Αρχιεπισκοπείας του, ήταν η εξεύρεση κατάλληλων κληρικών, άμεσων συνεργατών του στον ευαγγελισμό και σωτηρία του ποιμνίου του, καθώς και η κατάλληλη μόρφωσή τους.

Ήδη, στον ενθρονιστήριο λόγο του, υποσχόταν ότι «η πνευματική ανύψωσις και οικονομική βελτίωσις του κλήρου διά την ευδόκιμον αυτού διακονίαν», θα ήταν εκ των σπουδαίων μελημάτων του.

Τονίζοντας την ανάγκη απόκτησης μορφωμένων κληρικών έλεγε σε ιερατικό συνέδριο της Αρχιεπισκοπής: «Εις παλαιάς εποχάς, ο ιερεύς ήτο ο μόνος, σχεδόν, εις το χωρίον του εγγράμματος,  εγνώριζε δηλ. ανάγνωσιν και γραφήν ... Αλλ’ αι συνθήκαι ήλλαξαν σήμερον και το μορφωτικόν επίπεδον του λαού ανήλθε σημαντικώς... Η μόρφωσις και η πνευματική ανύψωσις του κλήρου αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεσιν διά να ανταποκριθή ούτος εις την μεγάλην αποστολήν του».(15/02/1966).

Κι αλλού τόνιζε: «Η αποστολή του εφημερίου και γενικώς του κληρικού είναι πολλαπλή, και πολυσχιδής πρέπει να είναι και η δράσις  του».

Έδειξε, γι’ αυτό το λόγο, ιδιαίτερη φροντίδα για την Ιερατική Σχολή που την ονόμαζε «παλλάδιον των ελπίδων και των προσδοκιών της Εκκλησίας» (1955). Επέβλεπε, διακριτικά, το πρόγραμμα σπουδών, βοηθώντας με κάθε τρόπο, πνευματικά και υλικά, τόσο τη Σχολή, όσο και τους σπουδαστές. Το 1968, πρόσθεσε στον υπάρχοντα μέχρι τότε κατώτερο, τριετή, κύκλο σπουδών, διετή, ανώτερο κύκλο. Κι ακόμα,το 1973 κατέθεσε τον θεμέλιο λίθο Θεολογικής Σχολής που θα εντασσόταν ως η πρώτη Σχολή στο υπό ίδρυση πανεπιστήμιο Κύπρου, αν δε μεσολαβούσε το Πραξικόπημα και η Τουρκική εισβολή.

Παράλληλα, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ενεθάρρυνε την είσοδο στον κλήρο πτυχιούχων Θεολόγων, κι έστελλε πολλούς, με υποτροφίες, στις διάφορες Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές. Δεν είχε, βέβαια, ψευδαισθήσεις ότι μόνη η θεολογική, ή άλλη μόρφωση, θα έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Μορφωμένος διά πολλών γνώσεων άνθρωπος, αλλά στερούμενος ήθους και χαρακτήρος, είναι μάλλον αίτιος βλάβης, ή, ωφελείας. Ο αναλαμβάνων το υψηλόν υπούργημα της ιερωσύνης δεν θα ωφελήση μόνον διά της διδασκαλίας αλλά προπαντός διά του παραδείγματος».(1961).

Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η μέριμνά του για τον κλήρο φάνηκε το 1971, όταν με παροχή μεγάλων εκτάσεων γεωργικής κτημοσύνης της Αρχιεπισκοπής προς το Κράτος, πέτυχε την ενίσχυση της μισθοδοσίας των κληρικών της υπαίθρου από αυτό. Δικαιολογούσε την ενέργειά του λέγοντας: «Έχει και ο κλήρος οικονομικάς ανάγκας και ουδείς «στρατεύεται ιδίοις οψωνίοις» (Α΄ Κορ.9,7), πολύ δε περισσότερον εάν στερήται ιδίων οψωνίων.» Δεν παρέλειπε, βέβαια, να λέγει ότι «...ουδέποτε ο κλήρος επιτρέπεται να παρεκτραπή ή να αμελήση το καθήκον του διά λόγους οικονομικούς».(1961).

Και πράγματι! Ο κλήρος της Κύπρου, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του Εθνάρχη του. Σε μιαν εποχή που η εκκλησιαστική αυθεντία άρχισε ισχυρά να αμφισβητείται και τα εκκλησιαστικά επιτίμια δεν φόβιζαν κανένα, οι ιερείς, έστω και χωρίς πανεπιστημιακά πτυχία οι περισσότεροι, επεβλήθησαν στο λαό με το ήθος και το παράδειγμά τους, με την αφοσίωση και τη συνέπεια στη μεγάλη αποστολή τους κι αυτοί κράτησαν το βάρος του απελευθερωτικού αγώνα στις κοινότητες και ενορίες τους.

Εξίσου σημαντικό προς την εξεύρεση ιερέων με ήθος και μόρφωση, και παράλληλα προς αυτό, θεωρούσε ο Μακάριος και το έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου στο λαό.

Υπήρξεν ο ίδιος ένας από τους επιφανέστερους χρήστες του νεοελληνικού λόγου και επιτυχημένος κήρυκας του ευαγγελίου. Η κατάλληλη επιλογή των λέξεων στους λόγους και στις ομιλίες του, η αρμονία της έκφρασής του, η μελωδικότητα της σύνταξης των κειμένων του σαγήνευαν μικρούς και μεγάλους. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο επεβλήθη από την αρχή στο λαό. Σπανίως κήρυγμα εδόνησε βαθύτερα το εκκλησίασμα.

Στις ομιλίες του είχε και το χάρισμα της σαφήνειας, της με λίγα λόγια απόδοσης εκείνου που επιθυμούσε. Οι μεστοί νοημάτων λόγοι του στις ενθρονίσεις επισκόπων και ηγουμένων δεν ξεπερνούσαν την μιάμιση σελίδα. Το ίδιο και οι εγκύκλιοί του με τις οποίες απευθυνόταν για διάφορα θέματα στους πιστούς.

Για τη διάδοση του λόγου του Θεού ίδρυσε στην Ι. Αρχιεπισκοπή γραφείο Θρησκευτικής Διαφωτίσεως και μερίμνησε για την έκδοση και αποστολή κάθε Κυριακή σ’ όλους τους ναούς γραπτού κηρύγματος, που αναπληρούσε την έλλειψη ζωντανού κηρύγματος.

Μερίμνησε  για τη λειτουργία Κατηχητικών και Κατασκηνώσεων για την ορθή διαπαιδαγώγηση της νεότητος, καθιέρωσε εβδομαδιαίες θρησκευτικές ομιλίες στο ΡΙΚ και φρόντισε για τακτικές παγκοινοτικές συγκεντρώσεις σε πόλεις και χωριά με ομιλητές θεολόγους, κληρικούς και λαϊκούς.

Ενίσχυσε τις ΟΧΕΝ (Νέων και Νεανίδων)  και ίδρυσε την ΠΕΟΝ, που τροφοδότησαν αργότερα με στελέχη τον απελευθερωτικό μας αγώνα.

Καλλιεργώντας δια του κηρύγματος το λαό φρόντιζε να χρησιμοποιεί και τις γνώσεις από τη θύραθεν παιδεία, κάτοχος της οποίας ήτο και ο ίδιος. Ήξερε πως ο Χριστιανισμός δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από αυτή.

Είχε συναίσθηση πως δεν μπορούσε να αγνοεί την ιδεολογία και τη γλώσσα της εποχής του, χωρίς βέβαια να αφίσταται των αρχών και των πεποιθήσεων του.

Μια άλλη συνισταμένη του έργου του Μακαρίου, στο θρησκευτικό τομέα, ήταν η προαγωγή του γνήσιου μοναχισμού. Ο ίδιος στην ηλικία των 12 ετών, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό Σχολείο της γενέτειράς του, είχε εισαχθεί στην Ιερά Μονή Κύκκου, ως δόκιμος. Και φαίνεται πως βρήκε στον μοναχισμό εκείνο που διακαώς επιζητούσε και για το οποίο ο Θεός τον προόριζε. Μπορεί στην ηλικία των δώδεκα ετών να μην είχε αντίληψη των απαιτήσεων και των δυσκολιών της μοναχικής ζωής και άμεσος στόχος του να ήτο η απόκτηση μόρφωσης, πράγμα που δεν θα επετύγχανε με άλλο τρόπο, λόγω της ανέχειας της οικογένειάς του. Θα μπορούσε, εν τούτοις, όταν ενηλικιώθηκε, ή όταν πέτυχε τον άμεσο στόχο της μόρφωσης , να αποχωρήσει από τη Μονή, όπως έκαμαν και άλλοι πολλοί. Ο Μακάριος, όμως, ήταν από τους   «δυναμένους χωρείν» κατά τον λόγο του Χριστού, σ’ αυτό το δρόμο. Γι’ αυτό κι όχι μόνον αγάπησε ο ίδιος τον πραγματικό και γνήσιο μοναχισμό αλλά και τον υπερασπίστηκε και τον ενίσχυσε σε όλη τη ζωή του.

Σ’ έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος είχε καταστεί έρμαιο των εσωτερικών παρορμήσεων και των εξωτερικών ερεθισμών, σε μιαν εποχή όπου η ηθική διάβρωση αφαίρεσε από τον άνθρωπο την ικανότητα της αντίστασης, ο Μακάριος διέβλεπε τη σημασία του μηνύματος της αυτοκυριαρχίας και της στροφής της προσοχής στα μένοντα και όχι στα ρέοντα, που διακήρυττε έμπρακτα ο μοναχισμός.

Είχε την πεποίθηση ότι τα μοναστήρια ως τόποι όπου οι άνθρωποι αναγεννώνται και βιώνουν από τον κόσμο τούτο την μέλλουσα ζωή, γίνονται πόλοι έλξης για τους πιστούς, πραγματικά καταφύγια τους σε ώρες θλίψεων και πειρασμών.

Γι’ αυτό το 1949, ως Μητροπολίτης Κιτίου, ίδρυσε την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου. Ίδρυσε , ως Αρχιεπίσκοπος, και άλλες μονές: Του Αγίου Ηρακλειδίου, του Αγ.Παντελεήμονος Αχεράς, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Αναλυόντα, του Αγίου Κενδέου στο Αυγόρου και άλλες.

Ανακαίνισε ακόμα την Ιερά Μονή Αγ. Σπυρίδωνος στην Τρεμετουσιά όπου και ίδρυσε το 1972 ειδικό κέντρο Συντήρησης Χειρογράφων και Εικόνων, με διευθυντή τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο, σημερινό Ηγούμενο Χρυσορρογιατίσσης.

Παράλληλα προς την επανοικοδόμηση και ανακαίνιση Μονών και την εγκαθίδρυση σ’ αυτές μοναστικών  αδελφοτήτων ο Μακάριος, αμέσως μετά την ανεξαρτησία ενεθάρρυνε και βοήθησε στην ανοικοδόμηση πλείστων ενοριακών ναών. Δεν ήταν μόνον η θεσμική του ευθύνη που του το επέβαλλε, ούτε και οι πρακτικές άμεσες ανάγκες. Ήταν κι η εκ φύσεως πεποίθησή του ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να ανταποδίδει στον Θεό ότι καλύτερο μπορούσε για τις πολλές ευεργεσίες Εκείνου προς αυτόν. Ήταν μια έκφραση ευχαριστίας προς τον Θεόν που βοήθησε για την απαλλαγή από τον αποικιακό ζυγό. Έτσι οι περικαλλείς ναοί της Ευαγγελιστρίας Παλουριωτίσσης, του Αγ. Γεωργίου Αγλαντζιάς, του Απ. Ανδρέου Νεάπολης, του Αγ. Δημητρίου Ακρόπολης, του Αποστόλου Βαρνάβα στη Δασούπολη, του Αγ. Βασιλείου στο Στρόβολο και άλλοι πολλοί, είναι έργα των ημερών του, έργα δικά του.

Το σπουδαιότερο, ασφαλώς, έργο του στον εκκλησιαστικό οικοδομικό τομέα ήταν το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, αντάξιο του μακροβιότερου και σπουδαιότερου θεσμού της Κύπρου. Από τότε που ο Κυπριακός Ελληνισμός αλλά και ολόκληρος ο Ελληνισμός δέχτηκαν τον Χριστιανισμό, Εκκλησία και έθνος ταυτίστηκαν. Η Εκκλησία έσωσε πολλάκις το έθνος και οι εκάστοτε ηγέτες της, ως Εθνάρχες του λαού, παρουσιάζονταν ενώπιον των κατακτητών διεκδικώντας τα δίκαιά του. Έπρεπε, λοιπόν,  και το Αρχιεπισκοπικό μέγαρο να υπενθυμίζει και στους Άγγλους δυνάστες – ξεκίνησε η ανοικοδόμησή του κατά τη διάρκεια του αγώνα αλλά και στον ίδιο τον λαό το ένδοξο παρελθόν και να προοιωνίζει το ενδοξότερο μέλλον. Αν το προηγούμενο αρχιεπισκοπικό μέγαρο γινόταν το καταφύγιο του λαού σε ώρες θλίψης και διωγμών, το νέο, κατά τους οραματισμούς του Μακαρίου, θα γινόταν το σημείο αναφοράς του λαού στους ειρηνικούς αγώνες για πρόοδο και κατοχύρωση της ελευθερίας του.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ήταν και ο βαθύς σεβασμός που έτρεφε προς τους αγίους, ιδιαίτερα τους τοπικούς, που θεωρούσε ότι ήταν «σάρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων» του Κυπριακού λαού. Ήταν γι’ αυτόν  «τα έμψυχα του Θεού σκηνώματα»,  «οι μάρτυρες του Χριστού οι πιστοί» που έγιναν φώτα δεύτερα, για τους πιστούς. Αφού φορτίστηκαν από το Πανάγιο Πνεύμα, σαν άλλοι συσσωρευτές, βοήθησαν τον Κυπριακό λαό να έχει φως στο δρόμο του, σε καιρούς αμάθειας, σε χρόνους δουλείας, σε περιόδους  διωγμών. Έτσι , παρά τις τόσες ασχολίες του, το 1968 εξέδωσε το βιβλίο του : «Κύπρος η αγία νήσος» στο οποίο προβάλλει όλους τους γνωστούς Κυπρίους αγίους. Πρόθεσή του ήταν να εκδώσει και τις ακολουθίες των Κυπρίων αγίων, πράγμα που υλοποιήθηκε όμως μετά το θάνατό του, με την έκδοση των  «Κυπρίων Μηναίων».

Έκφραση της αγάπης του προς τους αγίους ήταν και η μεταφορά, το 1967, στην Κύπρο των λειψάνων του Κυπρίου Νεομάρτυρος Αγίου Γεωργίου, που μαρτύρησε στην αρχαία Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης το 1752.

Για να τονώσει το φρόνημα του πιστού λαού μετέφερε στην Κύπρο, με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδος της Μονής Απ.Ανδρέου στην Καρπασία, προς προσκύνημα, και την κάρα του Αποστόλου Ανδρέου, καθώς και, ένα χρόνο αργότερα, την κάρα του αγίου νεομάρτυρος Πολυδώρου, που ήτο Κύπριος. Ουδέποτε, όμως, εκμεταλεύτηκε το συναίσθημα του λαού για να τον αποπροσανατολίσει με τη συχνή, την καθημερινή περιήγηση λειψάνων και εικόνων. Ήταν άνθρωπος του μέτρου και της ευθύνης, που ήθελε να διαμορφώνει τη συνείδηση του ποιμνίου του σύμφωνα με τα προστάγματα της αληθινής, πνευματικής, λατρείας μας, κι όχι να το παρασύρει προς επιφανειακή ευσέβεια και εξωτερικούς τύπους.

Διακρίθηκε και στην αθόρυβη, αλλά αποτελεσματική άσκηση της φιλανθρωπίας ο Μακάριος. Προερχόμενος και ο ίδιος από φτωχή οικογένεια, που αδυνατούσε να τον στείλει σε σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης, κατανοούσε καλύτερα τις ανάγκες των φτωχών. Γι’ αυτό και συνέστησε Φιλοπτώχους αδελφότητες σε κάθε ενορία, που εντόπιζαν τις ανάγκες αλλά και διοργάνωναν διάφορες εκδηλώσεις για συλλογή χρημάτων, στις οποίες παρευρισκόταν και ενίσχυε ο ίδιος. Πολλά τα ευαγή ιδρύματα που ίδρυσε, και άλλα που προϋπήρχαν, συνέχισε να συντηρεί: Ορφανοτροφεία, Λεπροκομεία, πτωχοκομεία, νοσοκομεία. Από χρήματα που μαζεύτηκαν από πωλήσεις νομισμάτων που έφεραν τη μορφή του, κτίστηκε και το Μακάρειο Νοσοκομείο.

Ως θεολόγος και ποιμήν της Εκκλησίας, είχε βαθιά γνώση του θεολογικού υπόβαθρου της φιλανθρωπίας, κι αυτή η γνώση οιστρηλατούσε τις ενέργειές του. Είμαστε όλοι μέλη ενός σώματος, της Εκκλησίας, με κεφαλή τον Χριστό. Ανακουφίζοντας ένα πάσχον μέλος, ανακουφίζεται και η κεφαλή. Οι υπηρεσίες προς τον συνάνθρωπο είναι στην ουσία υπηρεσίες προς τον Χριστό. Η δήλωση του Χριστού είναι ξεκάθαρη: «Εφ’όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».

Στον ευρύτερο κύκλο της φιλανθρωπίας ανήκει και η Ιεραποστολή, αφού το ευαγγελικό πρόσταγμα  «ο έχων δύο χιτώνας μεταδιδότω  και τω μη έχοντι» δεν αναφέρεται μόνο στα υλικά αλλά και στα πνευματικά αγαθά που είναι ανώτερα. Κι είναι προτροπή να μην κρατήσουμε μόνον για τον εαυτό μας τον θησαυρό της πίστης αλλά να τον μοιραστούμε με τους συναθρώπους μας. Για την ιεραποστολική δράση του Αρχ. Μακαρίου θα μας μιλήσει αργότερα ο Μητροπολίτης Κένυας κ.Μακάριος.

Η ικανότητα ενός Προκαθημένου φαίνεται και στη διεύθυνση των εργασιών της Ιεράς Συνόδου και στη διεκπεραίωση των γενικότερων υποθέσεων της Εκκλησίας.

Κάθε συνεδρία της Ι.Σ.-και προήδρευσε πέραν των 100 τέτοιων συνεδριών, ήταν καλά προετοιμασμένη από τον Μακάριο και δεν ξεπερνούσε τον χρόνο των δύο ωρών.

Χρόνια πολλά μετά το θάνατο του, θέλησα ως Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, να δω πώς ο Μακάριος διηύθυνε τις εργασίες της. Διεπίστωσα από τα πρακτικά, που είχαν και αυτά την απέριττη λιτότητα των ομιλιών του, πως ακόμα και όταν είχε ξεκάθαρες απόψεις για ένα θέμα που εσυζητείτο, κι όλοι συμφωνούσαν μαζί του, ο Μακάριος έθετε και κάποιες αντίθετες θέσεις, για να βγει από τη συζήτηση ξεκάθαρη η άποψη της Συνόδου. Πίστευε πως μέσα από διϊστάμενες γνώμες και ύστερα από συζήτηση βγαίνει η πιο σωστή γραμμή. Δεν διεκδικούσε το αλάθητο γι’ αυτό και επεδίωκε την αντίθετη γνώμη. Δεν δίσταζε, όμως, να καυστηριάζει και να ελέγχει επιχειρούμενες εκτροπές. Έτσι, στη συνεδρία της 2ας Μαρτίου 1972, όταν οι εν Χριστώ αδελφοί του είχαν παρασυρθεί από τη Χούντα των Αθηνών και επιχειρούσαν το εκκλησιαστικό πραξικόπημα, είπε ευθέως στον Πάφου Γεννάδιο ότι ο γραφικός χαρακτήρας στο χειρόγραφο από το οποίο διάβαζε τις θέσεις του, δεν ήταν δικός του κι ότι άλλων ήταν οι θέσεις εκείνες. Κι όταν και οι άλλοι τοποθετήθηκαν πανομοιότυπα, με θέσεις αντίθετες προς τις θέσεις που οι ίδιοι υποστήριζαν για χρόνια, έλεγξε την προηγηθείσα παρασυναγωγή.

Μετά την καθαίρεση των «τριών», στην ανανεωμένη Ιερά Σύνοδο, παρατηρήθηκε, σε μιαν από τις πρώτες συνεδρίες της, ασυνήθιστη λογομαχία μεταξύ των δύο ένθεν και ένθεν αυτού μητροπολιτών. Ο Μακάριος τότε με αυστηρό ύφος τους είπε: «Λυπούμαι που υποβιβάσατε τόσο το επίπεδον της Συνόδου».

Για την καλύτερη διοίκηση της Εκκλησίας αύξησε, το 1973, τις διοικητικές περιφέρειες από 4 σε 6, δημιουργώντας δύο νέες μητροπόλεις, την της Λεμεσού και του Μόρφου, ανέθεσε δε σε ειδικούς την εκπόνηση νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας. Η συζήτηση επί του ολοκληρωμένου σχεδίου του νέου Καταστατικού χάρτου ξεκίνησε στη συνεδρία της 7ης Ιουλίου 1977 . Δυστυχώς, όμως, τον πρόλαβε ο θάνατος. Ο νέος Καταστατικός Χάρτης συζητήθηκε αργότερα και ετέθη σε εφαρμογή το 1980.

Μα και στην επί μέρους διαποίμανση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής διέπρεψε και άφησε μνήμην αγαθήν ο Μακάριος. Σ’ αυτή τη διαποίμανση εδαπάνησε κυριολεκτικώς τον εαυτό του, παρέχοντας πάντα αγλαόν προσωπικόν υπόδειγμα ευαγγελικής βιοτής.

Ακόμα και στα πιο απλά, τα εξωτερικά, ο λαός τον θυμάται ως λειτουργόν ευλαβέστατο. Σιωπηλόν και συγκεντρωμένον πλήρως μπροστά στο θυσιαστήριο, γεμάτο σεμνότητά και δέος. Πάντα όρθιον και ακίνητον. Είχε υπό τον πλήρη έλεγχό του τον εαυτό του όταν ιερουργούσε. Και λειτουργούσε τακτικότατα. Κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή.

Ένα γεγονός που διηγείται ο Ηγούμενος Χρυσορρογιατίσσης Διονύσιος δείχνει το εκκλησιαστικό ήθος του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και τη βαθιά πίστη του στην Πρόνοια του Θεού: Ο Διονύσιος ήτο τότε, το 1972, αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Πάφου και λόγω της έκρυθμης κατάστασης , δίσταζε να μετατεθεί στην Αρχιεπισκοπή, όταν του προτάθηκε να αναλάβει το Κέντρο συντήρησης εικόνων και χειρογράφων στην Τρεμετουσιά. Ρώτησε λοιπόν, τον τότε Χωρεπίσκοπο Κωνσταντίας ποιαν ασφάλεια θα είχε από την Αρχιεπισκοπή αν συνέβαινε κάτι το ανεπιθύμητο στο μέλλον. Κι ο τότε Κωνσταντίας του είπε με περηφάνεια:  «Η Αρχιεπισκοπή είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός οργανισμός στην Κύπρο. Θα είσαι υπάλληλος του ισχυρότερου οικονομικού οργανισμού του τόπου. Θέλεις άλλην ασφάλεια;» Δεν έμεινε ικανοποιημένος από την απάντηση ο Διονύσιος και απευθύνθηκε και στον Μακάριο. Κι ο αοίδιμος Εθνάρχης του είπε:  «Διονύσιε στον κόσμο τούτο δεν υπάρχει καμιά ασφάλεια. Ασφάλεια είναι ο ίδιος ο Θεός. Να ξέρεις, όμως, ότι τους καλούς ανθρώπους τους προστατεύει ο Θεός, δεν τους αφήνει να χαθούν». Όταν, στις 14 Αυγούστου 1974, έφευγε από την Τρεμετουσιά, κυνηγημένος από τα Τουρκικά στρατεύματα εισβολής, θυμήθηκε ο Διονύσιος τα λόγια του Μακαρίου. Κι είμαι σίγουρος ότι θα συγκλονίστηκε από την ποιοτική διαφορά των δύο γνωμών που είχε πάρει.

Έναν εκκλησιαστικό ηγέτη σε αλύτρωτο ελληνικό μέρος πέραν από τα πιο πάνω, που είναι σπουδαία και αναγκαία, τον απασχολούν και άλλα δύο θέματα, αλληλένδετα μεταξύ τους, σπουδαιότερα και αναγκαιότερα: Το θέμα της Παιδείας και το θέμα της εθνικής διαπαιδαγώγησης και εθνικής αποκατάστασης του λαού. Κι ο Μακάριος αντελήφθη από της πρώτης στιγμής το χρέος του ως προς τα θέματα αυτά.

Η Παιδεία επηρεάζει βαθιά και διαμορφώνει άμεσα την εθνική συνείδηση. Μα και η Εκκλησία με την όλη δράση της, ιδιαίτερα όμως με τις πρωτοβουλίες της στο χώρο της Παιδείας, συνέβαλε στη διατήρηση της ταυτότητας και της αυτοσυνειδησίας του Ελληνισμού, σ’ όλους τους αιώνες της δουλείας. Έγινε μια νέα προβατική κολυμβήθρα, στα νερά της οποίας συντελέστηκε – και όχι μόνο μια φορά – το θαύμα της ανάνηψης από την εθνική παραλυσία.

Κι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμποδίσει τον αφελληνισμό του τόπου που επεδίωκαν οι Άγγλοι με την υπαγωγή της Παιδείας στην αποικιακή κυβέρνηση. Κατόρθωσε να διατηρήσει στα χέρια της Εκκλησίας τη Μέση Εκπαίδευση μέχρι την ανεξαρτησία, ενώ με εγκυκλίους, ομιλίες και κηρύγματά του, απευθύνθηκε στους δασκάλους της Δημοτικής εκπαίδευσης, στους γονείς και σ’ ολόκληρη την κοινωνία, προσπαθώντας να μειώσει τις δυσμενείς επιπτώσεις της υπαγωγής της Δημοτικής Εκπαίδευσης στο αποικιακό Γραφείο Παιδείας. Και πέτυχε το ακατόρθωτο. Οι προσπάθειες των Άγγλων έπεσαν στο κενό.

Αμέσως μετά την Ανεξαρτησία παρατηρήθηκε οργασμός ανοικοδόμησης σχολείων, πολλών από την Εκκλησία και σχεδόν όλων σε εκκλησιαστική γη. Ήταν υλοποίηση, τώρα που δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες, των οραματισμών του Μακαρίου, ο οποίος δεν σταμάτησε μέχρι το τέλος της ζωής του να αγωνίζεται για την Ελληνική μας Παιδεία και να προβάλλει την ανάγκη περιφρούρησης της γλώσσας μας. Θεωρούσε την ελληνική μας γλώσσα ως εθνική παρακαταθήκη και ως ανάχωμα εναντίον της διάβρωσης της ελληνικής συνειδήσεως. Διακήρυσσε πάντα πως η Ελληνική Παιδεία στάθηκε η πραγματική σχεδία του βίου μας.

Μιλώντας το 1969 κατά τον εορτασμό της πεντηκονταετηρίδος του Γυμνασίου Μόρφου είπε ανάμεσα σ’άλλα: «Εις χρόνους χαλεπούς διά την Κύπρον, εις περιόδους ξενικής κατοχής και επιβουλής, τα ελληνικά γράμματα συνετήρησαν τα εθνικά αισθήματα και η ελληνική παιδεία εστήριξε το εθνικό φρόνημα. Τα σχολεία υπήρξαν κέντρα πνευματικά διαπλάσεως χρηστών χαρακτήρων, αλλά και επάλξεις εθνικής αντιστάσεως, χώροι σφυρηλατήσεως εθνικών συνειδήσεων. Μετελαμπαδεύοντο από τα Σχολεία αι ηθικαί αξίαι της ζωής, συνυφασμέναι με τα εθνικά ιδανικά και εκαλλιεργούντο εις αυτά η φιλοπατρία και η αγάπη προς την ελευθερίαν».

Το πόσο δίκαιο είχε ο Μακάριος φαίνεται κι από το γεγονός ότι και σήμερα όσοι θέλουν να μας αποπροσανατολίσουν εθνικά, επιχειρούν να μας αποκόψουν από το ελληνικό πρότυπο Παιδείας και θέτουν ως στόχο ζωής την υποτίμηση της γλώσσας μας.

Κορυφαίο καθήκον, ασφαλώς, εκκλησιαστικού ηγέτου ποιμαίνοντος λαόν τελούντα υπό ξένη κυριαρχία είναι η εθνική διαπαιδαγώγηση του λαού και η προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών για την απελευθέρωσή του.

Κι ο Μακάριος στον ενθρονιστήριό του λόγο έλεγε ότι δεν θα έδινε ύπνο στους οφθαλμούς και ανάπαυση στους κροτάφους του  «μέχρις ότου εις τον εθνικόν ορίζοντα ροδίση χρυσόπτερος ίρις αγγέλουσα το φέγγος της ποθεινής ημέρας της εθνικής απολυτρώσεως».

Ένα από τα μεγάλα προσόντα του Μακαρίου ήταν να ιεραρχεί σωστά τις προτεραιότητες και να παίρνει τις κατάλληλες αποφάσεις στην κατάλληλη στιγμή. Αξιολογώντας τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν από τη μακρόχρονη χηρεία του αρχιεπισκοπικού θρόνου και τη συνεχώς εντεινόμενη προσπάθεια της αποικιοκρατικής κυβέρνησης να αφελληνίσει τον τόπο, έστρεψε την προσοχή του προς την κατεύθυνση της αποτίναξης του ξένου ζυγού. Τον αγώνα για απελευθέρωση δεν τον επέβαλλαν μόνον οι ένδοξοι πρόγονοί μας και το παράδειγμά τους. Είχε, ο αγώνας, και καθαρά θεολογική θεμελίωση. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος από τον Θεό. Εκείνος που αποδέχεται αδιαμαρτύρητα τη δουλεία, χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια να απαλλαγεί από αυτήν, προσβάλλει και αμαυρώνει  «το κατ’ εικόνα Θεού». Δεν ήταν πολεμοχαρής ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Κι όταν αναγκάστηκε, αφού όλες οι ειρηνικές προσπάθειες για απελευθέρωση απέτυχαν, να ηγηθεί του απελευθερωτικού μας αγώνα, θλιβόταν αφάνταστα, όπως μαρτυρούν οι άμεσοι συνεργάτες του, για το θάνατο κάθε Άγγλου στρατιώτη. Θεωρούσε τη βία ως έσχατη ανάγκη, κάτι όμως που υπαγορευόταν από το υψηλόν αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ο τιτάνιος απελευθερωτικός μας αγώνας ήταν, ασφαλώς, έργο ολόκληρου του Κυπριακού Ελληνισμού, με την Εθναρχούσα Εκκλησία, ωστόσο, στην εμπροσθοφυλακή, και εμπνευστή, διοργανωτή και ηγέτη τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Κι αν, όπως ομολογείται από όλους, η πρωτοβουλία για μιαν επανάσταση δεν είναι εύκολη υπόθεση, ιδιαίτερα αν με μιαν πιθανή αποτυχία διακυβεύονται τα πάντα, αντιλαμβάνεται κάποιος το κατόρθωμα του Μακαρίου: Αναμετρήθηκε με μιαν πανίσχυρη αυτοκρατορία. Έσκυψε πάνω στην Κύπρο, νεφεληγερέτης, μ’ αστραπές και βροντές, αφυπνιστής από τη νάρκωση αιώνων. Απέδειξε ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό κι ότι χωρίς πίστη σε σκοπό – όπως συνέβαινε με τους Άγγλους – τα όπλα και τα πυρομαχικά είναι τα πιο άχρηστα σιδερικά. Κι οδήγησε τον λαό του στην αποτίναξη του αποικιακού ζυγού. Όσα δεκάδες προκάτοχοι του, από το 1191, εγεύοντο  «κατ’ όναρ», είδε τελούμενα  «καθ’ ύπαρ» ο Μακάριος.

Δεν φταίει, ασφαλώς, εκείνος αν εμείς φανήκαμε ανάξιοι να διαχειριστούμε και να ολοκληρώσουμε την ελευθερία που πετύχαμε τότε. Και ουδείς δύναται να αμφισβητήσει τη βαρύτητα της πρωτοβουλίας του εκείνης για αγώνα και την ορθότητά της στη συγκεκριμένη στιγμή.

Ουδέποτε εθεώρησε ο Μακάριος, ούτε βέβαια και ο θρησκευόμενος λαός της Κύπρου, ότι η ενασχόληση με το εθνικό θέμα, πριν και μετά την ανεξαρτησία, μπορούσε να θεωρηθεί ως έχουσα πολιτική χροιά. Κι όταν, κλήθηκε, ύστερα από την απαίτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού, που ανανεώθηκε τρεις φορές με τη ψήφο του, να αναλάβει τα ηνία του κράτους, είχε τη συναίσθηση ότι ως επικεφαλής της εθναρχούσης Εκκλησίας, προσέφερε τις υπηρεσίες του στον εμπερίστατο λαό, όπως έπρατταν όλοι οι προκάτοχοί του, μέχρι και τον Μακάριο το Β΄. Είχε μάλιστα την πεποίθηση ότι θα’πρεπε πάντα η Εκκλησία να ενδιαφέρεται για το εθνικό μας θέμα. Μιλώντας στην τελευταία, υπό την προεδρία του, συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, στις 7 Ιουλίου 1977,  έλεγε:  «...Η Εκκλησία ουδέποτε θα παύση να έχη βαρύνοντα λόγον και να διαδραματίζη σπουδαίον ρόλο επί του εθνικού ημών ζητήματος. Υπό οποιασδήποτε συνθήκας ο ευσεβής και φιλόπατρις Ελληνικός Κυπριακός λαός προς την Εκκλησίαν θα προσβλέπη πάντοτε, εξ αυτής θα αναμένη καθοδήγησιν και εις αυτήν θα στηρίζη τας ελπίδας και προσδοκίας του εις ημέρας χειμασμού και δοκιμασίας».

Στην τελευταία τριετία της ζωής του που τη σημάδεψαν το πραξικόπημα των ελληνοφώνων και η εισβολή των βαρβάρων, θεωρούσε επιτακτικότερο το καθήκον του να απευθύνεται, ως εκκλησιαστικός ηγέτης, προς το χριστεπώνυμο ποίμνιό του. Γιατί ήταν σε όλους ξεκάθαρο πια ότι κινδύνευε όχι μόνον η πατρίδα αλλά και η πίστη. Ο στόχος της Τουρκίας για κατάληψη και εκτουρκισμό ολόκληρης της Κύπρου είχε γίνει σε όλους ξεκάθαρος. Και πριν την Τουρκική εισβολή καλούσε σε προσήλωση, στο Θεό και στην Ελλάδα. Μετά την πρώτη δολοφονική απόπειρα εναντίον του έλεγε χαρακτηριστικά: «Εάν βίαιος θάνατος με αναρπάση εκ του μέσου του λαού, μίαν υποθήκην καταλείπω: Παραμείνατε πιστοί εις την Ιστορίαν και τας ελληνικάς παραδόσεις μας. Και πιστοί εις τον Θεόν και την Ελλάδα, συνεχίσατε τον αγώνα διά το καλύτερον μέλλον της Κύπρου».

Τώρα, όμως, τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. Και  προσπαθούσε να εμπνεύσει θάρρος και αυτοπεποίθηση, να διοχετεύσει αγωνιστικότητα, να υπενθυμίσει την παρακαταθήκη 2000 χρόνων χριστιανικών και 3 ½  χιλιάδων ελληνικών, που καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη για εθνική επιβίωση στην πατρογονική γη.

Η τελευταία ομιλία του, το 1977, στη θλιβερή επέτειο της Τουρκικής εισβολής, ήταν πρόγραμμα, αλλά και κήρυγμα και εξομολόγηση και υποθήκη που άφηνε σ’ όλους εμάς, το λαό του.

Ανακεφαλαιώνοντας τα όσα ο χρόνος μάς επέτρεψε να πούμε, συμπεραίνουμε ότι ο Μακάριος υπήρξε από τις μεγαλύτερες μορφές που εγέννησεν η Κύπρος. Από εκείνες που με πολλή φειδώ η Ιστορία χαρίζει στους λαούς.

Τα χρόνια της αρχιεπισκοπείας του υπήρξαν η χρυσή εποχή της Εκκλησίας της Κύπρου. Μια Εκκλησία που το 1950 ήταν σχεδόν άγνωστη στον Ορθόδοξο και στον άλλο χριστιανικό κόσμο, έγινε επί των ημερών του πασίγνωστη και πανσέβαστη, το ισχυρότερο προπύργιο της Ορθοδοξίας στη Μέση Ανατολή.

Τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν πατριάρχες, κι ας ήταν αρχηγός μιας μικρής Εκκλησίας, και αρχηγοί μεγάλων κρατών, κι ας ήταν Πρόεδρος ενός λιλιπούτειου κράτους. Γιατί πριν από την τυπικήν ιεράρχησιν των αξιωμάτων υπάρχει μια ιεραρχία ηθικής τάξης. Κι ο Μακάριος βρισκόταν στην κορυφή της.

Ενέπνευσε στο δούλο λαό του πίστη στις δυνάμεις του, εμπιστοσύνη στον εαυτό του, στην αξιοπρέπειά του , στην ιστορία του, στη δύναμη του δικαίου και τον οδήγησε στην αποτίναξη του Αγγλικού ζυγού. Πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως επί κεφαλής του Κράτους και μετά την Ανεξαρτησία. Μισήθηκε, δυστυχώς, θανάσιμα από μια μικρή μειοψηφία που έγινε όργανο των ξένων και επεσώρευσε δεινά  και οδήγησε σε απερίγραπτες περιπέτειες τον τόπο.

Μπροστά στις μεγάλες ώρες αλλά και στις επετείους της Ιστορίας μας πρέπει να στεκόμαστε με ευθύνη και δέος. Να παίρνουμε απ’ αυτές διδάγματα, πορεία ζωής, κατεύθυνση σωτηρίας. Μιαν τέτοια ώρα αναπολούμε σήμερα, μιαν τέτοιαν επέτειο τιμούμε: Την ώρα που ο Θεός μάς έστειλε την ξεχωριστή προσωπικότητα του Εθνάρχη Μακαρίου για να χαράξει τις τροχιές πάνω στις οποίες έπρεπε να πορευθούμε. Η μεγαλύτερη τιμή προς αυτόν και το μεγαλύτερο όφελος από τον εορτασμό της επετείου, θα είναι η συνειδητοποίηση των θανάσιμων κινδύνων που διατρέχουμε και η καθολική συστράτευσή μας για υλοποίηση των υποθηκών του. Κάθε αναφορά μας σ’αυτόν θα πρέπει να συνιστά τροφοδοσία ψυχής, μελέτη ελευθερίας, οριοθέτηση χρέους.

Αιωνία του η μνήμη!