English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

  

 

 

 

Ο Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΑΦΙΟΥΣ ΤΟΥ 2015.

Ομιλία στη Γιορτή των Γραμμάτων στην Πάφο, 29/01/2015

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

 

          Όταν, μετά τον 11ο αιώνα, που καθιερώθηκε η κοινή εορτή των τριών μεγάλων διδασκάλων της Εκκλησίας και Ιεραρχών, του Μ.Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αλλά ιδίως μετά το 1843, που αναγνωρίστηκαν ως προστάτες των Ελληνικών μας Γραμμάτων, δόθηκε το έναυσμα για μιαν ενδελεχή μελέτη του έργου τους, διαπιστώθηκε η ευρύτητα των οριζόντων τους και το βάθος της σκέψης τους. Κορυφές πανύψηλες της ανθρώπινης διανόησης, εφάμιλλοι των οποίων δύσκολα μπορούν να βρεθούν σε οποιαδήποτε εποχή, κάτοχοι της μέχρι τότε γνώσης σε όλους τους τομείς, ασχολήθηκαν με κάθε πτυχή της ζωής και έδωσαν απαντήσεις σ’όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Και σήμερα, ακόμα, δεκαέξι και πλέον αιώνες μετά, διαπιστώνουμε τόσο την πληρότητα της σκέψης τους, όσο και την επικαιρότητά της. Με κάποιες προϋποθέσεις, λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης που μας χωρίζει από την εποχή τους, προστρέχουμε και τώρα στη σκέψη τους και στις λύσεις που έδωσαν σε διάφορα προβλήματα για αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων.

          Παρόλο που τα τελευταία χρόνια επιχειρήθηκαν πολλές και εκθεμελιωτικές αλλαγές στην Παιδεία μας, αλλαγές που στόχευαν στον ελληνικό και χριστιανικό χαρακτήρα της, εν τούτοις μέχρι σήμερα δεν επιχειρήθηκε η αποκαθήλωση των Τριών Ιεραρχών από το βάθρο τους ως προστατών της Παιδείας μας.

          Θεωρούνται από όλους, και δικαίως, ως προστάτες της Ελληνικής μας Παιδείας, όχι απλώς της Εκπαίδευσης. Ο όρος «εκπαίδευση» αναφέρεται μόνο σ’ένα μέρος της παιδείας, σ’εκείνο που προσφέρεται, για ένα περιορισμένο διάστημα χρόνου, στο σχολείο ή στο εργαστήριο. Βασική επιδίωξη της εκπαίδευσης είναι να προσφέρει συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες για την επαγγελματική και την κοινωνική, γενικότερα, αποκατάσταση των νέων μελών μιας κοινωνίας.

          Ο όρος «παιδεία», όμως, αναφέρεται σε μιαν πολύ πιο πλατιά έννοια, που περιλαμβάνει τόσο τον πολιτισμό μιας κοινωνίας, όσο και όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, που επηρεάζουν έναν άτομο από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του. Όλα τα μέλη μιας κοινωνίας είναι φορείς της παιδείας. Την ασκούν με τον τρόπο που ζουν και συμπεριφέρονται. Γι’αυτό και μιλούμε για παιδεία έστω κι αν δεν υπάρχουν σχολεία.

           Όταν, λοιπόν, μου προτάθηκε, από τους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών οργανώσεων της πόλης μας, να είμαι ο ομιλητής στην αποψινή εκδήλωση, ύστερα από κάποιο σοβαρό προβληματισμό, διερωτήθηκα, κάτω από τον ευρύ αυτό ορισμό της παιδείας, ποιο είναι το κρίσιμο θέμα στην κοινωνία της Πάφου, που επηρεάζει την παιδεία και την αγωγή των μελών της, σήμερα; Και η απάντηση ήλθε αβίαστα: Η διαφθορά στα ανώτατα στρώματα της κοινωνίας μας και η, ως εκ τούτου, επελθούσα απαξίωση των θεσμών. Η παιδεία μας, αναπόφευκτα, επηρεάζεται από αυτή την κατάσταση. Νέοι και μεγάλοι παίρνουν έμπρακτα μιαν αγωγή από την επικρατούσα γύρω μας ατμόσφαιρα. Θα μπορούσε να πει κάτι, σ’αυτό, η μνήμη των Τριών Ιεραρχών;

          Ο χρόνος μιας ομιλίας δεν μου επέτρεπε να ασχοληθώ με τις απόψεις και των τριών μεγάλων διδασκάλων στο θέμα. Επέλεξα να ασχοληθώ με τις σχετικές θέσεις του Μ.Βασιλείου, τις οποίες και στέγασα κάτω από τον τίτλο που δόθηκε στην πρόσκληση: «Ο Μ.Βασίλειος προς τους Παφίους του 2015». Η διδασκαλία και οι θέσεις του Μ.Βασιλείου στο θέμα αυτό δεν βρίσκονται, ασφαλώς, σε μια συστηματική πραγματεία του. Είναι κατάσπαρτες σ’όλο το έργο του, από το οποίο και αντλώ τις σχετικές αναφορές.

          Έχοντας υπόψη μου ότι το ακροατήριο, εσείς, προέρχεστε κυρίως από τον εκπαιδευτικό κόσμο, κράτησα πολλές αναφορές του μεγάλου πατρός χωρίς μετάφραση, όπως τις είπε εκείνος, για να μην μειώσω το κάλλος τους, αφού είμαι σίγουρος ότι είναι κατανοητές σε σας.

         

          Ο άνθρωπος ως πνευματικό ον παραμένει, βασικά, από την αρχή της δημιουργίας του, ο ίδιος. Τα ίδια θεμελιώδη ερωτήματα που απασχολούσαν τους προ Χριστού ανθρώπους, αλλά και τους ανθρώπους της εποχής τού Μ.Βασιλείου, απασχολούν και τον σημερινό άνθρωπο. Το πόθεν έρχεται, πού πηγαίνει, ποιος είναι ο τελικός προορισμός του, γιατί υπάρχει η αδικία, το κακό, ο θάνατος και άλλα. Ίδια και τα πάθη, οι αδυναμίες και τα ελαττώματα των ανθρώπων˙ και τότε και σήμερα. Ποιμένας της Εκκλησίας σε μια δύσκολη, όπως είναι και η δική μας εποχή, ο Μ.Βασίλειος βρέθηκε αντιμέτωπος με περιπτώσεις παρόμοιες με τις δικές μας.

          Ο τέταρτος αιώνας συνιστούσε μιαν περίοδο κοσμογονικών εξελίξεων. Στην περίοδο αυτή σημειώθηκε είσοδος σ’ένα νέο κόσμο, λόγω της κατάρρευσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της στροφής σε μια νέα πολιτική κονίστρα, την Ανατολή. Υπήρξαν έντονες πνευματικές ανησυχίες λόγω και των δογματικών διενέξεων, αποπροσανατολισμός λόγω των αιρέσεων, αστάθεια πολιτική και κοινωνική.  

          Υπήρξαν και τότε άρχοντες ανάξιοι της θέσης τους, εκτρεπόμενοι σε άδικο πλουτισμό, που περιφρονούσαν την αρετή και τον θείο νόμο. Υπήρχαν και τότε νεοφανείς πλούσιοι, που ξέχασαν από πού ξεκίνησαν και πώς πλούτισαν και που δεν δίσταζαν με κάθε τρόπο, με παραχαράξεις κανονισμών και δωροδοκίες, και των εκκλησιών τις περιουσίες να καταληστεύουν αλλά και τον λαό να αδικούν, έχοντας ως μοναδικό στόχο τους την περαιτέρω συσσώρευση της ύλης. Υπήρχε και τότε φτώχεια και ανέχεια σε μεγάλο μέρος του λαού που άφηνε ασυγκίνητους τους πλουσίους.

          Σε μιαν τέτοια εποχή δρα ο Μ.Βασίλειος. Πρωτοπόρος ιεράρχης και φωτισμένος ιδεολόγος καταφέρνει να δώσει σωστικές απαντήσεις στους ανθρώπους, να τους υποδείξει «οδούς σωτηρίας» μέσα από τα φοβερά αδιέξοδά των καιρών και να τους καθοδηγήσει στο πραγματικό νόημα της ζωής.

          Εκθέτει στο έργο του τις ευαγγελικές αρχές για μιαν ευνομούμενη κοινωνία και καθορίζει τις απαιτήσεις μιας τέτοιας κοινωνίας από τους άρχοντες και τα μέλη της. Ταυτόχρονα, ελέγχει δριμύτατα όσους, για τον έναν ή τον άλλο λόγο παρεκτρέπονται, ή αστοχούν στην εκπλήρωση των όσων

απαιτεί η θέση τους και δίνει σαλπίσματα για ανάνηψη από τον λήθαργο και ανάληψη των καλών. Παρακολουθώντας τον είναι σαν να τον ακούμε να μιλά σ’εμάς για τη σημερινή κοινωνία της μικρής μας πόλης.

          Προϋπόθεση για την πρόοδο μιας κοινωνίας, κατά τον Μ.Βασίλειο, είναι η αρετή, η προσήλωση που θα επιδείξουν σε αξίες, τις οποίες και θα καλλιεργήσουν τα μέλη της και ιδίως οι προεστώτες, οι θεσμικοί άρχοντες. Η αρετή, όμως, δεν είναι η απλή αποφυγή του κακού, ώστε να μην υπάρχουν συγκρούσεις στην κοινωνία. «Τούτο εστίν αρετή»,τονίζει ο Μ.Βασίλειος, «έκκλισις από κακού και ποίησις αγαθού». Η αρετή συνίσταται στην απομάκρυνση μεν από το κακό, αλλά και στην επιτέλεση του καλού. «Η δε αργία της πονηρίας», συνεχίζει, «ούτε επαίνων αυτή καθ’εαυτήν, ούτε κολάσεων αξιούται»(1). Η κοινωνία δεν είναι αγέλη ζώων που χρειάζεται απλώς να βόσκουν ειρηνικά. Έχει να επιτελέσει ανώτερους στόχους που απαιτούν κάτι πέραν από την ειρηνική συνύπαρξη. Φανταστείτε, από την αρχή, τα ελλείματά μας όταν από την κοινωνία μας όχι μόνον απουσιάζει η επιτέλεση του αγαθού αλλά και πλεονάζει σε κάθε έκφανσή της, έντονα, το κακό.  

          Δεν έχει αμφιβολία, ο Μ.Βασίλειος, ότι «δυσάγωγον προς αρετήν το γένος των ανθρώπων»(2). Δύσκολα οδηγείται στην αρετή ο άνθρωπος. Όμως πιστεύει ότι «εν τούτω ημίν δέδοται το αυτεξούσιον. Εις το κατάρχειν των παθών»: Γι’αυτό μας δόθηκε από τον Θεό η ελευθερία της βούλησης. Για να επιβαλλόμαστε στα πάθη μας. Ίσως μερικοί να πουν, με τη σημερινή μας κατάσταση: Ας έλειπε το κακό κι ας μην είχαμε να επιδείξουμε καλά. Μπορεί να μην επαινούμασταν, δεν θα συναντούσαμε, όμως, το όνειδος και τον χλευασμό των γύρω μας. Μα ο στόχος είναι ανώτερος. Προς αυτόν πρέπει να προσβλέπουμε. Και προς τα εκεί πρέπει να οδηγούμε την πόλη μας.

          Σ’εκείνους που και τότε, όπως και σήμερα, πρόβαλλαν τον προηγούμενο χρηστό βίο τους, ως αντιστάθμισμα για τις μετέπειτα εκτροπές τους, έλεγε: «Ουδείς δίκαιος δι’αδυναμίαν κακού». Αν κάποτε δεν παρεσχέθησαν ευκαιρίες ασυδοσίας δεν σημαίνει ότι τούτο αποτελεί και αιτίαν εγκαύχησης. «Αρετή γαρ εκ προαιρέσεως, ουκ εξ ανάγκης γίνεται»(3). Θα επαινεθείς αν κατορθώσεις την αρετή όταν υπάρχει και η αντίθετη επιλογή. Σ’αυτούς που, όταν είχαν την ευκαιρία άρπαζαν, ενώ όταν οι περιστάσεις δεν τους το επέτρεπαν παρουσιάζονταν ως φύλακες της αρετής, παραθέτει το παράδειγμα κάποιων γερόντων που όσο ήσαν νέοι είχαν διαπράξει τα πάντα, κλοπές, ατιμίες, ανηθικότητες, παρουσίασαν όμως «σώφρονα» βίον όταν δεν μπορούσαν πια να τρέξουν πίσω από την αμαρτία. «Εάν δι’ηλικίαν παύση της αμαρτίας, της ηλικίας η χάρις» λέγει ο Μ.Βασίλειος. «Θεώ ου το ηναγκασμένον φίλον»(4), επαναλαμβάνει. Επιμένει στο θέμα αυτό ο Βασίλειος και λέγει χαρακτηριστικά: «Επαινούμεν τους κατά προαίρεσιν αγαθούς, ου τους από τινος ανάγκης εξειργομένους»(5). Επαινούμεν αυτούς που είναι αγαθοί ύστερα από δική τους επιλογή κι όχι από εξαναγκασμό.

          Σε όλη του τη ζωή και σε κάθε περίπτωση, ο Μ.Βασίλειος, δεν παρέλειπε να παροτρύνει τον κάθε άνθρωπο να αποφεύγει τη χαμοζωή και να επιδιώκει την πραγμάτωση της αρετής. Είναι ο μόνος τρόπος για να αποσπασθεί ο άνθρωπος από τα χαμερπή. «Πρόκοπτε ταις αρεταίς ίνα εγγύς γένη των αγγέλων»(6), λέγει. Κι αφού, προσθέτει, από όλους ομολογείται ότι «και μείζον αγαθόν και διαρκέστερον και παρά πάντων έχει την προτίμησιν», η αρετή, «ταύτην ημίν διωκτέον»(7). Ας την επιδιώξουμε. Δεν είναι αυτονόητη προτροπή και για μας;

          Μιλούσαν και τότε ειρωνικά για κάποιες κοινότητες που ατύχησαν ως προς τους άρχοντες που τους κυβερνούσαν και αναφέρονταν απαξιωτικά γι’αυτές. Λέγει για την κατάσταση αυτή ο Μ.Βασίλειος: «Τα των αρχόντων κακά, συμφοραί τοις αρχομένοις γίνεται»(8). Παρεκτροπές και μειονεκτήματα των αρχόντων αποβαίνουν συμφορές για τους άρχομένους. Και συμπεραίνει πολύ φυσικά, «οποίοι αν ώσιν οι προεστώτες, τοιαύτα, ως επί το πολύ, και τα ήθη των αρχομένων γίνεσθαι είωθεν»(9). Και πράγματι αν ο προϊστάμενος των θεσμών μιας περιοχής κλέπτει, δεν θα τον μιμηθούν οι κατά τους διάφορους τομείς υπάλληλοι; Το ζήσαμε στην πόλη μας με προηγούμενες καταδίκες υφισταμένων για παρκόμετρα, πινακίδες, υδατοπρομήθεια, κρεββατάκια λουομένων και άλλα. Αποφαίνεται προς τούτο ο Μ.Βασίλειος: Ο υφιστάμενος «ου τοσούτον δείται λόγου, όσον του καθημερινού υποδείγματος»(10). Δεν χρειάζεται διδασκαλίες, ο υφιστάμενος, όσο έχει ανάγκη παραδείγματος. Νουθετεί γι’αυτό έναν τέτοιο άρχοντα και του λέγει: «Άρχε των εν σοι λογισμών, ίνα γένη άρχων των όντων πάντων»(11). Υπόταξε τους λογισμούς και τα πάθη σου και θα κυριεύσεις των πάντων.

          Η οίηση που προσκτάται από την πολιτική ή κοινωνική θέση κάποιου, λόγω και του πλούτου που διαχειρίζεται αλλά και της δόξας που τον συνοδεύει, οδηγεί πολλούς άρχοντες σε ποικίλα ατοπήματα. Πολλοί διέλυσαν την οικογένειά τους, ενώ άλλοι την υπονόμευσαν σοβαρά με παράνομες σχέσεις. Σ’αυτούς δεν χαρίζεται ο Βασίλειος. «Ο αρχόμενος υπό των ηδονών και αγόμενος επιθυμίαις ποικίλαις, δούλος ων της αμαρτίας, ανεπιτήδειος εστι προς το άρχειν»(12). Εκείνος που’ναι κυριευμένος από τις ηδονές και άγεται από ποικίλες επιθυμίες, όντας δούλος της αμαρτίας, είναι ακατάλληλος για να άρχει. Ευάλωτος σε κάθε εκβιασμό ένας τέτοιος άρχων, οδηγείται σε ποικίλους συμβιβασμούς και γίνεται περίγελως της κοινωνίας. Έχουμε, δυστυχώς, πείραν και αυτής της πτυχής της διαφθοράς που ζούμε στην κοινωνία μας. Πάντα επίκαιρος αλλά και διδακτικός ο Μ.Βασίλειος.   

          Ο ιεράρχης της Καισάρειας καταλαβαίνει ότι κύρια αιτία της κακοδαιμονίας της κοινωνίας είναι η άμετρη στροφή πολλών προς τον πλουτισμό˙ η τάση πολλών, αρχομένων και ιδίως αρχόντων, να θέτουν ως κύριο στόχο της ζωής τους τη συσσώρευση υλικών αγαθών. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος ακόμα  κι όταν οι μέθοδοι και τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι κατά πάντα νόμιμα. Ο πλούτος, από μόνος του, αποπροσανατολίζει από τον κύριο στόχο μας, υποτιμά τις πνευματικές αξίες, παραγνωρίζει τον πλησίον. Γι’αυτό και ο Βασίλειος λέγει: «Όσον πλεονάζεις τω πλούτω τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη»(13). Όσον αυξάνεται ο πλούτος, τόσο μειώνεται η αγάπη. Εξάλλου, έμμεσα, ο πλουτισμός αντιτίθεται και στη μεγάλη εντολή της αγάπης προς τον πλησίον. Υπενθυμίζει προς τούτο ο Βασίλειος: «Ο αγαπών τον πλησίον ως εαυτόν, ουδέν περισσότερον κέκτηται του πλησίον»(14). Αν αγαπάς τον πλησίον όπως τον εαυτό σου, γιατί επιδιώκεις νάχεις περισσότερα από αυτόν; Πολλές φορές ο πλούτος γίνεται «των ψυχών η αγχόνη, το του θανάτου άγκιστρον, το της αμαρτίας δέλεαρ...ψεύδους πατήρ, πλαστογραφίας δημιουργός, ο την επιορκίαν γεννήσας...»(15), αίτιος δηλ. κάθε κακού.

          Διαβάζοντας τα πιο πάνω διερωτάσαι αν έβλεπε, με το προφητικό του βλέμμα, τη δική μας εποχή, ο Μ.Βασίλειος. Θα είχε κάτι περισσότερο να πει για τους πλουσίους της σύγχρονης κοινωνίας που πλαστογραφούν έγγραφα, παραχαράσσουν σχέδια, αλλοιώνουν αποφάσεις, όχι για επιβίωση αλλά για πλουτισμό; Δεν το νομίζω. Τους καλύπτει και με το παραπάνω η τοποθέτησή του.

          Μπορεί, τότε, να μην υπήρχαν, και οπωσδήποτε δεν υπήρχαν, κουρέματα καταθέσεων, ούτε και υπεξαίρεση των χρημάτων του λαού με αξιόγραφα ή με την απάτη του χρηματιστηρίου. Όμως στους ορθώς φρονούντες, και τότε και σήμερα, είναι φανερό το άστατο του πλούτου. Προειδοποιεί, ως εκ τούτου, ο Μ.Βασίλειος: «Ρευστή η φύσις του πλούτου...Μάλλον δύνασαι ύδωρ τη χειρί περιλαβών κατασχείν, ή πλούτον σεαυτώ διαρκώς συντηρήσαι»(16). Πόσο εύκολο, ή για πόσο χρόνο μπορείς να κρατήσεις νερό στα χέρια σου; Έτσι συμβαίνει και με τον πλούτο.

          Προσπαθούσε με συνεχείς υποδείξεις και σύντονες διδασκαλίες να στρέψει την προσοχή του λαού και ιδιαίτερα των αρχόντων προς τα πνευματικά, τις ανώτερες αξίες. Παρουσίαζε παραδείγματα για να πείσει, κάποτε έλεγχε δριμύτατα. «Ο πλεονέκτης», λέγει, «μιμείται του πυρός την βίαν»(17). Δεν σταματά πουθενά. Θέλει να καταβροχθίσει τα πάντα. «Όσω πλειόνων εμφορείται, πλειόνων εφίσταται»(18). «Όσα βλέπει ο οφθαλμός,τούτων επιθυμεί ο πλεονέκτης»(19). Όσον πιο πολλά αποκτά, τόσον περισσότερα επιθυμεί. Κάποιους και τότε, και σήμερα, η πλεονεξία τούς οδήγησε στη φυλακή, στην ανυποληψία από τους γύρω τους, τους «ενέδυσεν αισχύνην».

          Πολύ περισσότερον λυπάται ο Βασίλειος στις περιπτώσεις, κι αυτές είναι οι περισσότερες, που οι πλεονέκτες δεν αρκούνται σε νόμιμα μέσα για κορεσμό του πάθους τους, αλλά καταφεύγουν σε κάθε είδους παρανομίες. Ο πλεονέκτης, παρατηρεί, «ο αρπάζων τον πλούτον του πτωχού εις ουδέν διαφέρει του μεγάλου ιχθύος, ο οποίος κατατρώγει τον μικρότερον»(20). Μπορεί τότε να μην ίσχυαν οι σημερινές ορολογίες της διαφθοράς για «μίζες», «εξαγορές» και «χρηματισμούς». Μιλούσαν για δώρα. Εξηγώντας κάποιο χωρίο του προφήτη Ησαΐα, ο Μ.Βασίλειος, κατηγορεί εκείνους που αγαπούν τα δώρα. «Ουαί οι αγαπώντες δώρα»(21). Δεν λέει «οι λαμβάνοντες δώρα». Ξέρει πως αν υπάρχει αυτή η επιθυμία στους άρχοντες, θα βρουν, αυτοί, τρόπο να την υλοποιήσουν. Η ομάδα αυτή των αρχόντων, λέει, έχουν στραμμένη την προσοχή και την αγάπη τους στα φθαρτά και στα γήινα και όχι στα ουράνια. Κατακρίνει μάλιστα εκείνους που δέχονται δώρα για αλλοίωση της κρίσης τους. «Ουαί οι δικαιούντες τον ασεβή ένεκεν δώρων και το δίκαιον του δικαίου αίροντες»(22). Δεν λέει, βέβαια, «οι κατακυρούντες προσφοράς ένεκεν δώρων» αλλ’ είναι φοβερή η αντιστοιχία με τη δική μας εποχή. Μόνον που σήμερα απουσιάζει έναν πρόσωπο, όπως ο Μ.Βασίλειος, για να ελέγξει με θάρρος και να επιβάλει με το ηθικό ανάστημά του την διασαλευθείσα τάξη.  

          Δεν αποθαρρύνεται με τίποτα, ο Βασίλειος. Επιμένει στις θέσεις του. Ελπίζει να ξυπνήσει από τον λήθαργο κάποιες ευαίσθητες χορδές των ψυχών των ακροατών του. Απευθυνόμενος σ’έναν πλούσιο που δεν είχε κανέναν άλλο στόχο στη ζωή του παρά μόνον τον πλουτισμό, του λέει την πραγματικότητα: «Πένης ει τω όντι και ενδεής παντός αγαθού˙πένης αγάπης, πένης φιλανθρωπίας, πένης πίστεως εις Θεόν, πένης ελπίδος αιωνίου...»(23) Όσα κι αν έχεις, στην πραγματικότητα είσαι απολύτως πτωχός. Σου λείπουν τα πάντα. Είσαι φτωχός στην αγάπη, στην φιλανθρωπία, φτωχός στην πίστη στον Θεό, φτωχός σε ελπίδα για την αιώνια ζωή.  Και συνεχίζει: «Πάντα χρυσόν βλέπεις, χρυσόν φαντάζη˙τούτο σοι και καθεύδοντι ενύπνιον και εγρηγορότι ενθύμιον...»(24) Γίνεται ο πλούτος, ο χρυσός, όνειρο στον ύπνο και επιθυμία στον ξύπνιο γι’αυτούς τους ανθρώπους. Γι’αυτούς, τους πλεονέκτες, αλλά και τους κενόδοξους άρχοντες επαναλαμβάνει, καυστικά, τη θέση του για το άστατο του πλούτου, ο Μ.Βασίλειος: «Έσονται ως τερέβινθος αποβεβυκυία τα φύλλα αυτής και ως παράδεισος ύδωρ μη έχων»(25). Είναι μάταια δηλαδή και τα πλούτη και η δόξα. Γρήγορα αυτά εγκαταλείπουν τον κάτοχό τους, ο οποίος παραμένει εκτεθειμένος σαν την τρεμιθιά που δεν έχει φύλλα και σαν κήπος που του λείπει το νερό και ξηραίνεται. Μπόρεσαν μήπως αυτά να προστατέψουν από την αισχύνη εκείνους που εξαιτίας τους σύρονται σήμερα στα δικαστήρια;

          Γίνεται αυστηρός και τραχύς, ο Βασίλειος, όταν βλέπει δίπλα του τη δυστυχία και την ανέχεια, αλλά και την αδιαφορία των πλουσίων. Στρέφεται τότε επιτιμητικά και λέγει: «Του πεινώντος εστιν ο άρτος ον συ κατέχεις, του γυμνητεύοντος το ιμάτιον....του χρήζοντος το αργύριον ό κατορύξας έχεις. Ώστε τοσούτους αδικείς, όσοις παρέχειν εδύνασο».(26) Το ψωμί που κρατάς στις αποθήκες  δεν ανήκει σε σένα. Ανήκει στον πεινασμένο. Το ιμάτιο ανήκει στον γυμνό. Τα χρήματα, που έσκαψες και τα έκρυψες, ανήκουν σ’αυτόν που τα έχει ανάγκη. Να ξέρεις πως αδικείς τόσους, όσους μπορούσες να ευεργετήσεις.

          Θα μπορούσε, κατά τον Βασίλειο, ο πλούτος, να γίνει αιτία σωτηρίας για τους πλουσίους. Γι’αυτό και προειδοποιεί: «Ουκ ηλέησας, ουκ ελεηθήση. Ουκ ήνοιξας την οικίαν, αποπεμφθήση της βασιλείας˙ ουκ έδωκας τον άρτον, ου λείψη την αιώνιον ζωήν»(27). Δεν ελέησες, δεν θα ελεηθείς. Δεν άνοιξες το σπίτι σου για αστέγους, θα αποπεμφθείς από την ουράνια βασιλεία. Δεν έδωσες τροφή δεν θα πάρεις την αιώνια ζωή. Δεν θα εννοούσε, ασφαλώς, ο Βασίλειος με το «ηλέησας» τα μακαρόνια και το ρύζι του κοινωνικών μας παντοπωλείων τα οποία δεν επιλύουν, αλλά αναδεικνύουν το πρόβλημα της κοινωνίας μας, που προσπαθούν να αποκοιμίσουν τη συνείδησή μας με τη δικαιολογία ότι αφού δώσαμε κάτι και για τους άλλους δικαιούμαστε να απολαμβάνουμε, ανενόχλητοι, τα άλλα, τα πολλά, που μας μένουν. Θα εννοούσε την αποστολική προτροπή «Το ημών περίσσευμα εις το εκείνων υστέρημα, όπως γένηται ισότης». Θα εννοούσε τον περιορισμό του κέρδους του εργοδότη, παρά την απόλυση των εργαζομένων για να διατηρηθούν στα ύψη τα κέρδη του. Επίκαιρος και πάλιν ο Βασίλειος. Νουθετεί και σήμερα με τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες λέξεις όπως και πριν 1650 χρόνια.

          Προχωρεί και πέραν των στενών προσωπικών ευθυνών ο Βασίλειος και θέτει τον καθένα μπροστά στις γενικότερες του ευθύνες ως προς τις υποχρεώσεις του προς τον Θεό και τον πλησίον. Όσοι σήμερα τιμωρούνται για απάτες και υπεξαιρέσεις χρημάτων, νομίζουν ότι, έστω κι αν αυτοί τιμωρούνται, τα όσα έκλεψαν και κατάφεραν να αποκρύψουν θα τα απολαμβάνουν τα παιδιά τους. Τι είναι τα 3-4 χρόνια φυλακής όταν θα εξασφαλίσουν εκατομμύρια για την κατοπινή τους ζωή, τόσο τη δική τους όσο και των παιδιών τους; Τούτο ασφαλώς είναι ανήθικο και αντιχριστιανικό. Ακούεται ευκρινώς ο ιεράρχης της Καισαρείας να λέει: «Εκ πλεονεξίας σε κατέλιπεν ο πατήρ κτήματα; Απόδος τω ηδικημένω˙μη ως ιδίων αντιποιού˙ αμαρτίας εστί κληρονομία»(28). Κληρονόμησες άδικα; Επίστρεψε τα άδικα. Μην τα καρπούσαι ως δικά σου. Είναι κληρονομιά αμαρτίας. Κι αλλού πάλιν διδάσκει: «Μη ελπίζετε επ’αδικίαν. Αύτη σοι εμποδίζει προς πάσαν ενέργειαν»(29). Μην ελπίζεις και μη στηρίζεσαι στην αδικία, στην κληρονομιά της αδικίας. Αυτή θα σου είναι εμπόδιο σε κάθε σου προσπάθεια. Ουδεμίαν πτυχή, λοιπόν, και της παρούσης κρίσεως άφησεν ανεξερεύνητη ο Μ.Βασίλειος.

          Δεν παύει, σ’όλη του τη ζωή, να συμβουλεύει τον καθένα, ο Μ.Βασίλειος, ότι θα πρέπει να απέχει από κάθε αδικία και οποιαδήποτε μορφή κακίας. Όπως, λέει, κανένας δεν μας διδάσκει ότι πρέπει νά μισούμε και να αποφεύγουμε την αρρώστια, αλλά έχουμε μέσα μας έμφυτη την αποστροφή προς αυτή, έτσι και στην ψυχή πρέπει να’ναι αδίδακτη η αποφυγή του κακού. «Κακόν δε παν, αρρωστία της ψυχής»(30), λέει. Κάθε είδος κακίας είναι αρρώστια της ψυχής. Περισσότερο στρέφεται προς τους έχοντας κάποιο αξίωμα, των οποίων το παράδειγμα θα μιμηθούν κι άλλοι, και το κακό θα γίνει ανεξέλεκτο. Λέει χαρακτηριστικά για τετοιες περιπτώσεις : «Φοβούμεθα μήποτε αυξανόμενον το κακόν, ώσπερ τις φλοξ διά της καιομένης ύλης βαδίζουσα, επειδάν καταναλώση τα πλησίον, άψηται και των πόρρω»(31). Όπως η φωτιά καίοντας τα πλησίον προχωρεί και στα μακράν, έτσι συμβαίνει και με το κακόν. Οι άνθρωποι μιμούνται εύκολα το κακό παράδειγμα. Το κακό μεταδίδεται με ταχύτητα επιδημίας.

          Συμπάσχοντας με τον πολλάκις αδικούμενο λαό του Θεού και έχοντας πείραν ότι πολύ σπανίως αποκαθίστανται οι αδικίες που διαπράσσονται από τους κρατούντας, δεν παραλείπει, ο Μ.Βασίλειος, να εκθέσει μιαν πολύ προσεγμένη ψυχολογική του παρατήρηση, που βρίσκει άμεση επαλήθευση και σ’εμάς σήμερα: Οπωσδήποτε η πόλη μας και οι πολίτες της αδικήθηκαν κατάφωρα από κάποιους, όπως δείχνουν και τα συνεχώς αποκαλυπτόμενα σκάνδαλα. Ποιοι άλλοι, παρά οι ίδιοι οι πολίτες, πληρώνουν με τις διάφορες φορολογίες τα όσα υπεξαιρέθηκαν; Το να πιστεύουμε ότι θα πάρουμε πίσω τα χρήματα είναι ουτοπία. Κι όμως νιώθουμε ικανοποιημένοι. Λέει χαρακτηριστικά ο Μ.Βασίλειος: «Αρκούσα τω ηδικημένω παραμυθία η των επιβουλευσάντων αυτώ της πονηρίας η φανέρωσις»(32). Είναι υπεραρκετή η ικανοποίηση από τη φανέρωση των πράξεων των αδικούντων. Δεν λέω ότι αυτή είναι η Χριστιανική θεώρηση αυτής της κατάστασης. Είναι όμως μια ψυχολογική αλήθεια που επαληθεύεται περίτρανα και στις μέρες μας.

 

          Δίνοντας το στίγμα και τα χαρακτηριστικά μιας επιθυμητής κοινωνίας, αλλά και ελέγχοντας και καυστηριάζοντας υφιστάμενες ανεπιθύμητες καταστάσεις, δεν θεωρεί ο Μ.Βασίλειος ότι εκπληρώνει την αποστολή του. Αισθάνεται ότι είναι χρέος του να υποδείξει τρόπους εξόδου από τα αδιέξοδα, να προτείνει λύσεις, να δώσει συμβουλές.

          Απευθύνεται, γι’αυτό, προς κάθε άνθρωπο, ιδιαιτέρως όμως προς εκείνον που έχει κάποια θέση και με το παράδειγμά του θα επηρεάσει και άλλους και του συστήνει: «Ευσεβείας εργάτης έσο. Αύτη γαρ και εις τον ουρανόν σε ανοίσει, αύτη και αθάνατόν σου την μνήμην και διαρκή την εύκλειαν παρά ανθρώποις παρασκευάσει»(33). Να είσαι εργάτης της ευσέβειας. Η ευσέβεια και στους ουρανούς θα σε πάρει αλλά και  τη μνήμη και τη δόξα από τους ανθρώπους θα σου χαρίσει. Εξετάζοντας, πάλιν, τις πολλές προκλήσεις και αφορμές που θα συναντήσει κάποιος για να παρεκκλίνει από το καλό, κι αφού απαριθμεί πολλές απ’αυτές, συμβουλεύει: «Πάντα προέσθαι κατάδεξαι πλην της ελευθερίας»(34). Όλα να προτιμήσεις να τα χάσεις, εκτός από την ελευθερία σου. Εκείνη καταξιώνει τον άνθρωπο, τον κάμνει πραγματικά άνθρωπο. Πόσο ελεύθεροι παραμένουν εκείνοι που υποδουλώνονται στην επιθυμία του πλουτισμού και υποθηκεύουν την αξιοπρέπειά τους σε κάθε είδους εκβιασμούς;

          Παραθέτοντας τον τρόπο κατασκευής του σώματος, υποδεικνύει ότι πρέπει να διδασκόμαστε απ’αυτόν την ανάγκη της αλληλοβοήθειας για την ομαλή συμβίωση στην κοινωνία. «Ουδέν μέλος εαυτώ προς ενέργειαν αύταρκες»(35). Το κάθε μέλος του σώματος χρειάζεται την συνέργεια και των άλλων μελών για να δράσει σωστά ο οργανισμός. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει και όλα τα μέλη της κοινωνίας να αλληλοβοηθούνται.     Παρακινεί τους πλουσίους να μην αναβάλλουν, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, να βοηθούν όσους έχουν ανάγκη: «Ο πεινών τήκεται, ο γυμνητεύων πήγνυται, ο απαιτούμενος άγχεται και συ την ελεημοσύνην εις αύριον αναβάλλεις;»(36) Δηλαδή: Αυτός που πεινά λιώνει˙ο γυμνός ξεπαγιάζει, ο οφειλέτης καταπνίγεται και συ αναβάλλεις για την αύριο την ελεημοσύνην; Πώς θα ορθοποδήσει και θα κινηθεί προς τα εμπρός η κοινωνία;

          Προτρέπει κι αυτούς που αφήνουν με τη διαθήκη τους τα χρήματα και τις περιουσίες τους σε φτωχούς, στις εκκλησίες ή στα ιδρύματα, να βοηθούν όσο ζουν για να νιώθουν και την εσωτερική ικανοποίηση από την ελεημοσύνη τους. Να μην περιμένουν να ευεργετήσουν μετά θάνατον. Θα αποδειχθεί έτσι και η πραγματική αγάπη τους προς τον πλησίον. Πολύ σωστά παρατηρεί πως στην πραγματικότητα η διαθήκη λέει: «Θα ήθελα να ζούσα και να απολάμβανα τα αγαθά μου. Τώρα παρά να τα πάρουν κάποιοι, οι νόμιμοι κληρονόμοι, ας τα πάρουν άλλοι, αυτοί που εγώ θα καθορίσω». Επεξηγεί χαρακτηριστικά ο Βασίλειος: «Τω θανάτω χάρις, ου σοι. Ει γαρ ης αθάνατος, ουκ αν εμνήσθης των εντολών»(37). Αν ήσουν αθάνατος δεν θα σκεφτόσουν την εντολή της ελεημοσύνης με τη διαθήκη σου.

          Απόσταγμα ποικίλης πείρας, και πολυετείς σπουδές σε όλες τις μέχρι τότε γνωστές επιστήμες, είχαν πείσει τον Βασίλειο ότι ο άνθρωπος προσγειώνεται όταν συνειδητοποιήσει τα όριά του. Ότι είναι θνητός, ολιγόβιος, και ότι θα επιστρέψει στη γη «εξ ης ελήφθη». «Η προς την γην, την μητέρα ημών, διηνεκής σύννευσις και επίγνωσις, αιτία καθίσταται αποχής...πάντων των ενοχλούντων...παθών»(38). Ας σκύβει, λοιπόν, προς την γην κι ας ενθυμείται την κατάληξή του και θα απέχει από  τα πάθη και την εκμετάλλευση των συνανθρώπων του. Η κοινωνία θα ορθοποδήσει αν τα μέλη της έχουν μπροστά τους τη θύμηση των ορίων τους κι αν διαθέτουν τα υλικά αγαθά τους και για τους άλλους.

          Έχοντας ως υπόβαθρο της σκέψης του το αγιογραφικό «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», ο Μ.Βασίλειος παρατηρεί πως «Ουδείς θεοποιών τι άλλο παρά τον Θεόν δύναται προσκυνήσαι τω Θεώ εν αυλή αγία αυτού»(39). Ουδείς που θεοποιεί κάτι άλλο εκτός από τον Θεό, μπορεί να λατρεύσει τον Θεό στον άγιο ναό του. Αν ερμηνεύαμε κατά γράμμα την παρατήρηση αυτή θα επιβεβαιώναμε πλήρως τον μέγαν ιεράρχη. Άνθρωποι που θεοποίησαν την κλοπή χρημάτων και επιδόθηκαν σε κάθε είδους διαφθορά, μπορούσαν να δώσουν άδεια για κτίσιμο ναού όπου θα επροσκυνείτο ο αληθινός Θεός κι όχι ο μαμμωνάς; Θα διέψευδαν τον εαυτό τους, θα πρόδιδαν την «πίστη» στον θεό τους. Κατάντημα, πράγματι, μιας κοινωνίας με χριστιανική ιστορία 20 αιώνων. Ελπίζουμε και προσδοκούμε, κι αυτό είναι το μήνυμα από τη στάση και τη διδασκαλία του Μ.Βασιλείου, κάποιοι άλλοι να εκπλύνουν το όνειδος εκείνης της απόφασης.

          Σε μιαν ομιλία του με θέμα «Πρόσεχε σεαυτώ», πρόσεχε τον εαυτό σου δηλαδή, μέσα σ’έναν κλίμα ενθουσιασμού, δίνει τη σωστική προτροπή στον κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Λέει επί λέξει: «Πρόσεχε σεαυτώ. Τουτέστι, μήτε τοις σοις, μήτε τοις περί σε, αλλά σεαυτώ μόνον πρόσεχε. Άλλο γάρ εσμεν ημείς αυτοί, και άλλο τα ημέτερα, και άλλο τα περί ημάς». Πρόσεχε τον εαυτό σου. Ούτε τα δικά σου, ούτε τα γύρω σου.                 Άλλο ο εαυτός μας, άλλο τα δικά μας και άλλο τα γύρω μας. «Ημείς εσμέν η ψυχή και ο νους, καθό κατ’εικόνα του κτίσαντος γεγενήμεθα, ημέτερον δε το σώμα και αι δι’αυτού αισθήσεις, περί ημάς δε, χρήματα, τέχναι και λοιπή του βίου κατασκευή..» Εμείς είμαστε η ψυχή και ο νους. Δικό μας είναι το σώμα και οι αισθήσεις μας. Τα γύρω μας είναι τα χρήματα, οι τέχνες και τα υπόλοιπα αντικείμενα του βίου. Αφού εξετάσεις, λέει ο Μ.Βασίλειος, τι είσαι, κατάλαβε ότι «θνητόν μεν σου το σώμα, αθάνατος δε η ψυχή». «Υπερόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ˙ επιμελού ψυχής πράγματος αθανάτου»(40). Παράβλεπε όσα ανήκουν στο σώμα. Είναι παροδικά. Να επιμελείσαι της ψυχής σου, που’ναι πράγμα αθάνατο. Θέσεις αναντίλεκτα σωστές. Η υλοποίηση τους απαραίτητη και για τη δική μας κοινωνία. Σ’εμάς απευθύνεται ο Μ.Βασίλειος. Στους Παφίους του 2015.

 

          Νομίζω πως έχω υπερβεί τα χρονικά όρια που μου είχαν τεθεί˙ και φοβούμαι ότι και με το θέμα που ασχολήθηκα σας κούρασα. Έκρινα, όμως, ότι σε μιαν εποχή που υπάρχει έκδηλη περιφρόνηση προς τους θεσμούς και τους φορείς τους, σήμερα που πολλοί στην Κύπρο και στο εξωτερικό μιλούν απαξιωτικά για την Πάφο και την κοινωνία μας, δεν θα’πρεπε να σταθώ στο ένδοξο παρελθόν της πόλης μας. Τούτο είναι σε όλους γνωστό. Όλοι αναγνωρίζουν και την προχριστιανική της λαμπρότητα και τη μεταχριστιανική της δόξα. Ουδείς αμφισβητεί τους εθνικούς αγώνες της και τα παλαίσματά της υπέρ της δημοκρατίας. Δεν θέλησα, ως εκ τούτου,   να αποφύγω να θέσω τον δάκτυλον «εις τον τύπον των ήλων», να προσποιηθώ άγνοια της κατάστασης, να παρακάμψω το πρόβλημα.

          Ταλαντεύτηκα, και δεν το κρύβω, κατά πόσον θα’πρεπε να ασχολούμουν μ’ένα σοβαρότερο και γενικότερο θέμα. Θέμα που ξεπερνά τα όρια της πόλης και της επαρχίας μας, και να αναζητούσα τη θέση των Τριών Ιεραρχών σ’αυτό. Και εξηγούμαι:

          Ο εξευτελισμός που, ως Κυπριακός Ελληνισμός, βιώνουμε αυτή την περίοδο είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερος από την ταπείνωση που ως Πάφος υφιστάμεθα. Πού, ή πότε, ξανακούστηκε στην Ελληνική μας ιστορία να προτείνουμε προσφορά βοήθειας προς τον εισβολέα, επιδιορθώνοντας τα πολεμικά του μέσα, για να συνεχίσουν την επιδρομή εναντίον μας; Ούτε οι πρόγονοί μας στη ναυμαχία της Σαλαμίνας θα επιδιόρθωναν βλάβες των περσικών πολεμικών πλοίων, ούτε ο Κανάρης θα’κανε κάτι τέτοιο με τα Τουρκικά. Το εθνικό χρέος επίτασσε τη βύθιση των επιδρομικών πλοίων. Τις τελευταίες εβδομάδες υφιστάμεθα μια νέα εισβολή και επιδρομή στην ΑΟΖ μας από πλοία της Τουρκίας. Αν είχαμε τη δύναμη θα’πρεπε να τα βυθίζαμε. Αν είχαμε την εθνική αξιοπρέπεια των προγόνων μας θα’πρεπε, τουλάχιστον, να διαμαρτυρούμασταν παντού, σε κάθε προσφερόμενο βήμα, να ξεσηκωθούμε, ο όπου γης Ελληνισμός, και να ζητήσουμε επιβολή του δικαίου. Επειδή μας έλειπαν και τα δύο, όμως, τόσον η δύναμη όσο και η εθνική αξιοπρέπεια, όταν έναν από αυτά τα πλοία είχε κάποιο ατύχημα προσφερθήκαμε να τρέξουμε σε βοήθειά του. Ίσως να μεμφόμαστε  και τον εαυτό μας που, όταν τα τουρκικά τανκς  μάς έδιωχναν από τις πόλεις  και τα χωριά μας, δεν στραφήκαμε να επιδιορθώσουμε κάποια απ’αυτά που έπαθαν βλάβη και να τα ξαναθέσουμε πάλι σε λειτουργία για να συνεχίσουν απρόσκοπτα την κατάληψη της πατρίδας μας.

          Όνειδος είναι και η εμμονή μας σε μιαν ατελέσφορη διαδικασία συνομιλιών «δώσε-δώσε» και η απροθυμία μας να καταγγείλουμε την Τουρκία για το ανοσιούργημα της εισβολής και της κατοχής του τόπου μας.

          Παρακμή του χειρίστου είδους είναι και η παθητική παρακολούθηση, από όλους μας, άρχοντες και αρχομένους, της Τουρκοποίησης της Κύπρου, ίσως και η συμβολή μας προς το σκοπό αυτό με διάφορες ενέργειές μας.

          Επέλεξα, όμως, τελικά και σας απασχόλησα με το τοπικό μας πρόβλημα. Ελπίζω κάποιος άλλος, αρμοδιότερος από μένα, σε κάποια άλλη περίπτωση, να ασχοληθεί με το γενικότερο αυτό θέμα.

          Πιστεύω πως μέσα από τις επισημάνσεις του Μ.Βασιλείου, όπως τις παρακολουθήσαμε, θεσμικοί φορείς και απλοί πολίτες, παίρνουμε τα σωστά μηνύματα και βοηθούμαστε τόσο για συνειδητοποίηση της κατάστασης όσο και για έξοδο από αυτή και θεραπεία των κακώς εχόντων. Έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι διαθέτουμε, και με το παραπάνω, τις δυνάμεις για να εξέλθουμε από το σημερινό τέλμα. Η απόδοση δικαιοσύνης που θα αποκαταστήσει το περί δικαίου αίσθημα του λαού, αλλά και η συναίσθηση του καθήκοντος όλων μας απέναντι στην κινδυνεύουσα τον έσχατο των κινδύνων, τον κίνδυνο του εκτουρκισμού, πατρίδα μας, θα μας υποδείξουν πορεία πλεύσης. Θα μας οδηγήσουν στην επούλωση των πληγών της πόλης μας και στην απόφασή μας να την ωθήσουμε προς την πρόοδο, για να μπορέσουμε να επικεντρωθούμε απερίσπαστοι στο καθαυτό κύριο πρόβλημά μας. Το πρόβλημα από το οποίο εξαρτάται και η παραμονή μας στη γη των πατέρων μας: Την απελευθέρωση της πατρίδας μας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(1)            Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας(ΕΠΕ), Μ.Βασιλείου Έργα, Τόμος 6, σελ. 266.

(2)            Πατρολογία Migne PG, Τόμος 31, σελ. 632c.

(3)            ΕΠΕ Τόμος 7, σελ. 110.

(4)            ΕΠΕ Τόμος 5, σελ. 407.

(5)            ΕΠΕ Τόμος 10, σελ. 476.

(6)            ΕΠΕ Τόμος 8 σελ. 124.

(7)            ΕΠΕ Τόμος 6 σελ. 152-154.

(8)            PG 30, σελ. 292d

(9)            ΕΠΕ Τόμος 1, σελ. 126.

(10)      ΕΠΕ Τ όμος 1, σελ. 116.

(11)      PG 30, σελ. 36c-37c.

(12)      PG 30, σελ. 207a-b

(13)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 288.

(14)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 288.

(15)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 312.

(16)      ΕΠΕ Τόμος 5, σελ. 394.

(17)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 304-312.

(18)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 336.

(19)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 304.

(20)      ΕΠΕ Τόμος 4, σελ. 274.

(21)      PG 30, σελ. 212b-213a.

(22)      PG 30, σελ. 42ο

(23)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 344-348.

(24)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 334-336.

(25)      PG 30, σελ. 228b

(26)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 344-348.

(27)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 298-302.

(28)      PG 30, σελ. 501c-504a

(29)      ΕΠΕ Τόμος 5, σελ. 394.

(30)      ΕΠΕ Τόμος 4, σελ. 352-354.

(31)      ΕΠΕ Τόμος 2, σελ. 36.

(32)      ΕΠΕ Τόμος 2, σελ. 228.

(33)      ΕΠΕ Τόμος 7, σελ. 278.

(34)      ΕΠΕ Τόμος 5, σελ. 78.

(35)      ΕΠΕ Τόμος 3, σελ. 298.

(36)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 342.

(37)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 318.

(38)      PG 30, σελ. 56a-b

(39)      PG 30, σελ. 73b

(40)      ΕΠΕ Τόμος 6, σελ. 220-222.