English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

  

 

 

 

Ο ρόλος του Παγκυπρίου Γυμνασίου στη διαμόρφωση της ταυτότητας των μαθητών του

Παγκύπριο Γυμνάσιο 15.11.2017

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

 

 

Ευχαριστώ τον Σύλλογο Αποφοίτων του Παγκυπρίου Γυμνασίου για την πρωτοβουλία προς πραγματοποίηση αυτής της συζήτησης καθώς και για την πρότασή τους να είμαι ένας από τους τρεις εισηγητές.

 

Ξέρω πως όλοι είστε άνθρωποι των γραμμάτων, και οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, και επομένως πολλά από όσα θα πω είναι γνωστά και χωρίς καμία πρωτοτυπία. Δεν αποφεύγω, ωστόσο,  να τα πω τόσο για τους μη εκπαιδευτικούς, όσο και για τη δομή του λόγου.

 

Χωρίς αμφιβολία η Παιδεία αποτελεί τη βάση της προόδου και της ευημερίας κάθε λαού και διαγράφει το εθνικό του μέλλον.

 

Παιδεία προσφέρει ολόκληρη η κοινωνία με τους ποικίλους θεσμούς της, αλλά και τα έθιμά της, τον τρόπο ζωής των πολιτών, τα ΜΜΕ και όλο γενικά τον εμφανή και τον λανθάνοντα πολιτισμό της. Γι’ αυτό και μιλούμε για παιδεία και εκεί που δεν υπάρχουν σχολεία. Στα πλαίσια της αποψινής συζήτησης θα περιοριστούμε στην παιδεία  που προσφέρεται προγραμματισμένα από το σχολείο. Με αυτό τον περιορισμό, η παιδεία αποτελεί, στην πράξη, τον προγραμματισμό της Πολιτείας για το τι είδους Κοινωνία θέλει να δημιουργήσει και κυρίως για το τι είδους πολίτη θέλει να πλάσει.

 

Η παιδεία πέραν από την προσφορά γνώσεων στοχεύει και στην προσφορά αγωγής. Σε περιπτώσεις, μάλιστα, όπως τη δική μας, του Κυπριακού Ελληνισμού και γενικότερα του Ελληνισμού, στην προσφορά κυρίως αγωγής πρέπει να προσανατολίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Γιατί από την αγωγή που θα προσφερθεί, τη φιλοσοφία ζωής που θα μεταδοθεί στους μαθητές και από την προσωπικότητα που αυτοί θα βοηθηθούν να αναπτύξουν, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η ευαισθησία που θα επιδείξουν στις επιβουλές εναντίον της πατρίδας τους, καθώς και η αγωνιστική τους διάθεση. Κι είναι γνωστό πως η γεωγραφική μας θέση προκαλεί συχνά τέτοιες επιβουλές.

 

Ο Ελληνισμός ήταν πάντοτε συναρτημένος με την παιδεία του. Δεν μπορεί, δηλαδή, κι αυτό επιβεβαιώθηκε πολλές φορές από την Ιστορία, να πηγαίνει καλά ο Ελληνισμός ενώ καταβαραθρώνεται η παιδεία του. Και το αντίθετο παρατηρείται. Δεν μπορεί να ανυψώνεται και να καρποφορεί η Ελληνική παιδεία χωρίς άμεσες ευνοϊκές επιπτώσεις στον Ελληνισμό. Η συρρίκνωση του Ελληνισμού υπήρξε, σχεδόν πάντοτε, η κατάληξη μιας μακράς αργής πνευματικής και παιδευτικής φθοράς που εκδηλωνόταν πιο εμφαντικά στην παραμέληση των εθνικών και θρησκευτικών αξιών και στην υποτίμηση της γλώσσας του.        

 

          Με την υποδούλωση σε ξένους δυνάστες και ιδιαίτερα καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η μέριμνα και η φροντίδα για την Ελληνική παιδεία περιήλθε στα χέρια της Εκκλησίας, που ήταν ο μόνος θεσμικός φορέας που διατηρήθηκε και δρούσε ανάμεσα στους υποδούλους. Και στην Κύπρο, στους ύστερους αιώνες της δουλείας, πάλιν η Εκκλησία ίδρυσε τα πρώτα σχολεία και υπό την αιγίδα της εργάστηκαν αργότερα και τα υπόλοιπα.

 

          Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ιδρύθηκε, το 1812, από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και η Ελληνική Σχολή, που εξελίχθηκε αργότερα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, το Σχολείο μας. Κι αξίζει τον κόπο να επισημάνουμε τους στόχους Παιδείας που έθεσε τότε ο αοίδιμος Εθνομάρτυρας, να δούμε τους τρόπους με τους οποίους οι στόχοι αυτοί πραγματώθηκαν, σε συνδυασμό με τους στόχους που πρέπει να έχει σήμερα η Παιδεία μας και πώς αυτοί αναμένεται να υλοποιηθούν.

 

          Πλάι στους Τούρκους ο Κυπριανός έβλεπε και τον άλλο μεγάλο εχθρό του έθνους, την αγραμματοσύνη. Αποφασίζει να ιδρύσει την Ελληνική Σχολή αφού κατάλαβε ότι η Κύπρος «πάσχει μέγαν αυχμόν παιδείας». Ο Κυπριανός θεωρεί ότι η απαιδευσία είναι αιτία πλείστων κακών, τη συνδέει μάλιστα και με την κακοήθεια. Συνδυάζοντας την απαιδευσία με την κακοήθεια, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Κυπριανός αποδίδει πρωτίστως ανθρωποπλαστικό χαρακτήρα στην παιδεία και κατά δεύτερο λόγο γνωσιολογικό. Η ίδρυση επομένως της Ελληνικής Σχολής στοχεύει πρώτα να διαπλάσει χαρακτήρες. Να προέρχονται από αυτήν άνδρες «θεοσεβείς, φρόνιμοι, πολιτικοί, χρηστοήθεις…»

         

          Ο ανθρωποπλαστικός χαρακτήρας της αγωγής που επιδιώκει ο Κυπριανός δεν θα προκύψει από κάποιο αμφιβόλου αξίας πρότυπο αλλά με τα «ελληνικά μαθήματα» τα οποία κατά την έκφρασή του «είναι το μόνον μέσον όπου στολίζουσι τον ανθρώπινον νουν και όπου αποκαταστήνουσι τον άνθρωπον άξιον τω όντι άνθρωπον».

         

          Κύριος στόχος της παιδευτικής προσπάθειας του Κυπριανού είναι να δημιουργήσει ταυτότητα σ’ όσους μετέχουν σ’ αυτή, που να συνδέεται, με τις αξίες της θρησκείας και της πατρίδος. Θέτει την επιδίωξη αυτή ως διακήρυξη στην προμετωπίδα της Ιδρυτικής Πράξης της Ελληνικής Σχολής. «Θνήσκε υπέρ πίστεως και μάχου υπέρ Πατρίδος». Και επεξηγεί: «Οι υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνιζόμενοι και υπό Θεού στεφανούνται και παρά ανθρώποις εγκωμιάζονται». Και αλλού σημειώνει: «παρώτρυνε ημάς εις τούτο το ευσεβές και θεάρεστον έργον και ο ζήλος της πατρίδος». Ασφαλέστατα, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός ιδρύοντας την Ελληνική Σχολή ανέμενε από αυτή κάτι πέραν από του να γίνει κέντρο παιδείας και Επιστήμης. Η σκέψη του ήταν προσανατολισμένη, όπως και όλες οι άλλες ενέργειές του, προς την εθνική αποκατάσταση, προς το όραμα της απελευθέρωσης. Έκρινε ότι πριν από την απόκτηση της εθνικής ελευθερίας απαιτείτο η πνευματική αφύπνιση.

 

          Ιδρύοντας Ελληνική Σχολή, όπου θα διδάσκονταν ελληνικά μαθήματα, και αναφέροντας στην Ιδρυτική Πράξη της ότι ντρεπόταν για τις προσαπτόμενες στους Κυπρίους κατηγορίες ότι δεν είχαν σχολή για «να ρυθμίζωσι καν την βάρβαρον γλώσσαν τους», φανερώνει τη σημασία που έδινε ο Κυπριανός  στην γλώσσα τόσο για την πνευματική ανάπτυξη όσο και για την εθνική αφύπνιση. Η γλώσσα είναι εκείνη που συνδέει και ιστορικά τον Ελληνισμό, αφού αυτή ομιλείται για 35 και πλέον αιώνες από τις διαδοχικές γενεές των Ελλήνων.

         

          Γλώσσα και σκέψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Αν δεν κατέχεις καλά τη γλώσσα, δεν έχεις εργαλείο για να σκεφτείς. Δεν έχεις σχηματίσει τις κατάλληλες κατηγορίες για να συνδέσεις τις ιδέες. Γλώσσα και θρησκεία, εξάλλου, αποτελούν τους δύο βασικότερους πυλώνες για τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό και διαχρονικά οι δυο αυτοί  θεμελιώδεις παράγοντες διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης  βρέθηκαν στο στόχαστρο των εχθρών του ελληνισμού.

 

          Η εκμάθηση της ορθής ελληνικής γλώσσας αλλά και της φιλοσοφίας και των άλλων μαθημάτων, που θα διδάσκονταν στην Ελληνική Σχολή, θα είχε ως αποτέλεσμα τη στενότερη σύνδεση των Κυπρίων με το Ελληνικό Κέντρο καθώς και τον υπόλοιπο Ελληνισμό. Ήταν κι αυτός ένας από τους στόχους του Εθνομάρτυρα ο οποίος στις συνθήκες εκείνων των ημερών δεν μπορούσε να διακηρυχθεί επίσημα.

 

          Λόγω της επιδίωξής του να κατοχυρώσει και να προστατεύσει τους στόχους της Παιδείας που έθετε, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός έθεσε την Παιδεία υπό την προστασία της Εκκκλησίας, αφιερώνοντας την Σχολή «τη πανσωστική αγία Τριάδι, αυτώ τω τρισυποστάτω ενί και μόνω Θεώ». Μέσα στην Εκκλησία διασώζεται διαχρονικά η γλώσσα μας. Εκεί αναδεικνύεται ζωντανή η Ιστορία μας. Εκεί καλλιεργείται η παράδοση, κρατύνεται το ήθος, η έννοια της πατρίδας προστατεύεται και επιβιώνει.

 

          Ανασκοπώντας τα διακόσια και πλέον χρόνια λειτουργίας του Παγκυπρίου Γυμνασίου (το θεωρώ γι’ αυτό τον σκοπό να ταυτίζεται με την Ελληνική Σχολή) συμπεραίνουμε ότι αυτό πραγμάτωσε τους στόχους παιδείας που είχαν τεθεί. Η συνεχής εποπτεία της Εκκλησίας (μέχρι το 1933 οι Αρχιεπίσκοποι ήσαν Προέδροι της Σχολικής Εφορείας) η εφαρμογή χωρίς παρεκκλίσεις του προγράμματος, η επιλογή των διδασκόντων χωρίς την ανάμιξη των κατακτητών, η μη έκπτωση στα επίπεδα της μάθησης και της αγωγής, η διδασκαλία και παρουσίαση, με αξιώσεις επαγγελματιών, αρχαίων τραγωδιών από μαθητές του σχολείου, οι οργανωμένες εκπαιδευτικές επισκέψεις σε αρχαιολογικούς και θρησκευτικούς χώρους, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, η διακριτική επιτήρηση των μαθητών και σε ώρες κατά τις οποίες το σχολείο δεν εργαζόταν, η πειθαρχία της στολής με την οποία εκδηλωνόταν και η ισότητα των μαθητών είχαν αγαθά αποτελέσματα. Παρά της συνεχείς πιέσεις Τούρκων και Άγγλων κατακτητών, το Παγκύπριο Γυμνάσιο διαφύλαξε την θρησκευτική και εθνική ταυτότητα του Κυπριακού Ελληνισμού και δεν τον άφησε να αφομοιωθεί από τους κατακτητές του. Την επιτυχία στους στόχους που είχαν τεθεί μαρτυρούν οι χιλιάδες απόφοιτοι του Παγκυπρίου Γυμνασίου που διέπρεψαν όχι μόνο στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, τόσο στο ήθος όσο και στα Γράμματα και σ’ όλους τους τομείς της ζωής.  

 

          Είναι οι εκπαιδευτικοί στόχοι του και η πραγμάτωσή τους που συντέλεσαν ώστε το Παγκύπριο Γυμνάσιο να γίνει εκκολαπτήριο αγωνιστών της Ελευθερίας. Το 1897, το 1912-13, το 1940, μαθητές και απόφοιτοί του αγωνίζονται στην Ελλάδα. Το 1955 σειρά μαθητών του θυσιάζονται στον απελευθερωτικό μας αγώνα. Άλλοι, μαθητές, απόφοιτοι, καθηγητές, συμμετέχουν σ’ εκείνο τον αγώνα καθώς και στην αναχαίτιση της Τουρκανταρσίας και της Τουρκικής εισβολής. Στη Σεβέρειο βιβλιοθήκη οι μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου αντιμετωπίζουν με πέτρες τον πάνοπλο Αγγλικό στρατό.

 

          Η εικόνα της Αγίας Τριάδος και το επίγραμμα της αφιέρωσης της Σχολής σ’ Αυτήν, η προσωπογραφία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και ο ναός που βρίσκεται στην αυλή του, δεν αφήνουν, ούτε σήμερα, να ξεχασθεί η θρησκευτική συντεταγμένη του Σχολείου. Η κρύπτη των Φιλικών, η στήλη των πεσόντων μαθητών, οι αίθουσες οι αφιερωμένες στους ήρωες, οι πλάκες που αναφέρονται στους πρωτεργάτες του αγώνος μας, που ήταν απόφοιτοί του, δηλώνουν και την εθνική συντεταγμένη του Σχολείου. Οι μεγαλοπρεπείς εορτασμοί των εθνικών επετείων, η συντήρηση των Μουσείων και των Αρχείων του Παγκυπρίου Γυμνασίου, οι ποικίλοι διαγωνισμοί για την γλώσσα και τις άλλες ελληνοχριστιανικές αξίες, οι επισκέψεις κορυφαίων του Πνεύματος (Κανελλόπουλος, Μυριβήλης κ.α.), αλλά και η συνεχής μέριμνα της Εκκλησίας από το σε απόσταση αναπνοής ευρισκόμενο Αρχιεπισκοπικό μέγαρο, συντήρησαν, μέχρι πριν λίγα χρόνια τουλάχιστον, την αίγλη του Σχολείου και τη δυνατότητα διάπλασης της ταυτότητας των μαθητών του όπως ήταν οι προδιαγραφές του ιδρυτή του. Τα ποικίλα κληροδοτήματα και οι πολλές υποτροφίες που διαχειριζόταν, του έδιναν και τα μέσα για υλοποίηση των στόχων του.

         

          Στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, όπου με ποικίλα μέσα, το Διαδίκτυο, τα άλλα ΜΜΕ, την με κάθε τρόπο καλλιεργούμενη νοοτροπία στους νέους, γίνεται προσπάθεια κατάργησης των ιδιαιτεροτήτων των ανθρώπων με στόχο τη δημιουργία ενός παγκόσμιου πολίτη, εμείς στην Κύπρο της Κατοχής, λόγω και της αριθμητικής αλλά και της στρατιωτικής μειονεξίας μας, για να επιβιώσουμε και να μη χαθούμε χρειαζόμαστε πρώτιστα ταυτότητα. Και η ταυτότητά μας δεν μπορεί παρά να έχει τις ίδιες συντεταγμένες με εκείνες που έθετε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός στο στόχο του, ιδρύοντας την Ελληνική Σχολή. Δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με εκείνη την ταυτότητα. 

 

          Πόσο εύκολη είναι η επίτευξη αυτού του στόχου σήμερα;

           

          Είναι γνωστό πώς από το 1972 οπόταν καταργήθηκε η τελική εξέταση σε όλα τα μαθήματα, παρατηρείται μια έκπτωση στο επίπεδο μόρφωσης στην Κυπριακή Εκπαίδευση και ένας εξισωτισμός προς τα κάτω, που μάλλον ισοπέδωση είναι παρά ισότητα.

 

          Την υποβάθμιση του επιπέδου μόρφωσης ακολούθησε, σ’ αυτό συνέτεινε και η Τουρκική εισβολή, και η  μετατόπιση του σκοπού της εκπαίδευσης από την καλλιέργεια της ανθρώπινης προσωπικότητας προς τις πρακτικές ανάγκες. Έτσι υποβαθμίστηκαν τα ανθρωπιστικά μαθήματα με συνεπακόλουθο και τη γλωσσική ανεπάρκεια των  μαθητών. Μια γλώσσα φτωχή, όμως, προάγει και έναν πολιτισμό φτωχό, γεννά και  μια διάνοια φτωχή.

 

          Τα πράγματα χειροτέρευσαν πολύ περισσότερο με την ιδεολογική σύγχυση που προκάλεσε την δεκαετία του 2000, η έκθεση των λεγομένων «επτά σοφών» για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Σ’ αυτή προβλήθηκαν και απαράδεκτες θέσεις, χωρίς να υπάρξει μια επίσημη απόρριψή τους. Υπήρξε μάλλον μια σιωπηρή αποδοχή τους και έκτοτε υλοποιούνται. Έτσι στην έκθεση αυτή παρατηρείται μια υποβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών και ασκείται έντονη κριτική στο ελληνικό μοντέλο αγωγής, του οποίου αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα για τη δημιουργία ολοκληρωμένων σύγχρονων προσωπικοτήτων. Η αγωγή, μάλιστα, αυτή χαρακτηρίζεται ως συντηρητική και αντιδραστική ελληνο-εθνικο-θρησκευτική αγωγή, παραβλέποντας πως είναι αυτή η αγωγή που οδήγησε στην αποτίναξη του αποικιακού ζυγού.

         

          Από κάποιους κυβερνώντες επιχειρήθηκε, όπως ήταν και η εισήγηση της Έκθεσης των «επτά σοφών», και η αμφισβήτηση της διδασκόμενης Ιστορικής ύλης στα σχολεία μας, και ζητήθηκε να ξαναγραφεί η Ιστορία μας, σαν να ’χει αυτή ιδεολογικές συντεταγμένες. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα απαλείφθηκε ο στόχος της Παιδείας «δεν ξεχνώ και αγωνίζομαι».

 

          Προβληματισμό δημιουργεί και η υπερπροβολή του διαπολιτισμικού χαρακτήρα που πρέπει να έχει η Παιδεία  μας. Νομίζουν, μερικοί, ότι κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους. Κανείς δεν αμφιβάλλει για τον χαρακτήρα αυτό της Παιδείας μας. Δεν πρέπει, όμως η διαπολιτισμική αγωγή να γίνει το μέσον για κατάργηση ή υποβάθμιση της εθνικής αυτοσυνειδησίας μας. Θα σεβαστούμε τους άλλους, αλλά δεν θα αλλοιώσουμε την Ιστορία μας, δεν θα καταργήσουμε τα εθνικά μας σύμβολα, ούτε και θα υποβαθμίσουμε τις εθνικές επετείους μας.   

 

Επειδή στα πιο πάνω αντιστάθηκε, διαχρονικά, το Παγκύπριο Γυμνάσιο, με την αμφισβήτηση των στόχων της Παιδείας μας άρχισε ταυτόχρονα και μια προσπάθεια αποδόμησης του Παγκυπρίου Γυμνασίου, αμφισβήτησης του προηγούμενου ρόλου του και της αγωγής που είχε προσφέρει. Δεν εξισώθηκε απλώς με τα άλλα εκπαιδευτήρια. Επιδιώκεται και η εξάλειψη της μνήμης του, η καταστροφή κι αυτής της αρχιτεκτονικής δομής του.

 

 

          Τρία κυρίως μαθήματα «διώκονται» σήμερα στην Ελληνική Εκπαίδευση: Τα Θρησκευτικά τα οποία παιδαγωγούν εις Χριστόν και μας συνδέουν με την πίστη των πατέρων μας, η Ιστορία που συντηρεί την εθνική μνήμη και η Γλώσσα που μας συνδέει με την πατρίδα, αφού «όπου γλώσσα πατρίς» κατά τον Ελύτη.

 

          Το «διώκονται» στην περίπτωση των Θρησκευτικών δεν χρειάζεται εισαγωγικά γιατί με τις οδηγίες για απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών σε όποιο το ζητήσει, το μάθημα βρίσκεται πράγματι σε διωγμό. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν διδάσκουμε Θρησκευτικά καταργούμε την ελευθερία του άλλου, ιδιαίτερα των λεγομένων μεταναστών γι’ αυτό και αυτοί απαλλάσσονται από το μάθημα εκ των προτέρων.  Σ’ έναν τόπο, με το 100% του γηγενούς πληθυσμού να είναι Ορθόδοξοι, κάνουμε προσηλυτισμό διδάσκοντας την πίστη μας; Έχουμε οδηγηθεί σε παρανοϊκές καταστάσεις, τις οποίες έχουμε μάθει να ανεχόμαστε και σιγά-σιγά οδηγούμαστε στο να απολογούμαστε κιόλας. Οι δικοί μας μαθητές ζητούν την ευκολία τους, να απαλλαγούν από ένα μάθημα. Οι υπεύθυνοι της αγωγής, όμως, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τα Θρησκευτικά στοχεύουν στην επίτευξη της αρμονικής συνύπαρξης του ανθρώπου με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τη φύση, το περιβάλλον, πράγματα που βοηθούν στην επίτευξη των στόχων μιας δημοκρατικής και ανθρώπινης παιδείας, όπως είναι ο στόχος σήμερα.

 

          Στο σχολείο σήμερα παραμελείται και η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, η οποία είναι στοιχείο της ταυτότητάς μας και που είναι απαραίτητη για την επιβίωσή μας ως Ελλήνων. Η Ιστορία μας νοθεύεται με την προκρούστεια μέθοδο της προσαρμογής της σε κομματικές επιδιώξεις. Απλώς κάνω μνεία της εμμονής στην αλλοίωση της όλης κτηριακής δομής του σχολείου, εκτός των άλλων και με την δημιουργία αερογέφυρας για την διακίνηση των μαθητών,  της προσπάθειας αποχαρακτηρισμού μερικών αιθουσών διδασκαλίας ως αιθουσών φερουσών το όνομα ηρώων μας καθώς και της κατάργησης της σκάλας που οδήγησε τους μαθητές στη στέγη της Σεβερείου Βιβλιοθήκης κατά την επική εκείνη μάχη. Είναι προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας διά της λήθης. Από μερικούς ιστοριογράφους επιχειρείται και μια μεθοδευμένη εξάρθρωση της ιστορικής συνέχειας και της αλληλουχίας των γεγονότων. Θέλοντας να πλήξουν τον απελευθερωτικό μας αγώνα τον συνδέουν άμεσα με την Τουρκική εισβολή, διαγράφοντας την υπόσκαψη του Κράτους, τη συνοδοιπορία με την Χούντα και την ανατίναξη των αστυνομικών μας σταθμών που προηγήθηκαν της εισβολής.  Όταν όμως περιφρονεί κανείς την Ιστορία και δεν την συμβουλεύεται, αυτή τον εκδικείται. Η παραγραφή του ιστορικού παρελθόντος της γενοκτόνου Τουρκίας π.χ., οδήγησε τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης στην τραγική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα. Ανατριχιάζω σκεφτόμενος συνειρμικά και τη συμπεριφορά της Τουρκίας στην Αλεξανδρέττα και τις συνέπειες της Ιστορικής λήθης για μας.

         

          Γενικά είναι γνωστό ότι λαοί που διαγράφουν από τη ζωή τους την Ιστορία τους και τις παραδόσεις τους αποκόπτονται από τις ρίζες του πολιτισμού τους και χάνονται.

 

          Η παραμέληση της γλώσσας μας, από την άλλη, με την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, την απλούστευση και ελλιπή, λόγω προγράμματος, διδασκαλία των Νέων Ελληνικών, την αλλαγή των κειμένων που διδάσκονται και την εισαγωγή, λόγω ιδεολογικών και κομματικών σκοπιμοτήτων, αμφιβόλου ποιότητας και προελεύσεως νέων κειμένων, οδήγησε στη γλωσσική μας πενία, που είναι μια εκούσια λιμοκτονία που τη γεύεται καθημερινά όχι μόνο ο μαθητής αλλά και ο λαός μας.

 

          Αν επικρατήσει η «ελληνοκτόνος παιδαγωγία» με την υποτίμηση των ως άνω τριών μαθημάτων, φοβούμαι ότι θα οδηγηθούμε στην ευθανασία του έθνους. Οφείλουμε με κάθε θυσία να αντισταθούμε στη λαίλαπα. Η βαθιά και σωστή συνειδητοποίηση  της εθνικής ταυτότητας, δεν είναι μόνο πηγή σιγουριάς για μας. Αποτελεί και μέτρο αυτοκριτικής από το οποίο προκύπτει η επιθυμία για πρόοδο, για διάκριση και για συνέχιση της πολύτιμης και δεσμευτικής κληρονομιάς των προγόνων. Για μας είναι και προσταγή για απελευθέρωση του τόπου.   

 

          Πώς θα πετύχει το Παγκύπριο Γυμνάσιο τους στόχους αυτούς; Πώς θα παραμείνει δημιουργός ταυτότητας των μαθητών που να βασίζεται στην πίστη και στην πατρίδα; Η απάντηση θα προκύψει, νομίζω, από τη συζήτηση που θα ακολουθήσει. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό θα επιτευχθεί  με επιστροφή στην παράδοση των 200 χρόνων λειτουργίας του. Κι αν αυτό φαίνεται ανέφικτο μέσα στις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν και τον κατήφορο που πήρε η Παιδεία μας, νομίζω πως δεν είναι ρατσιστικό να επιδιώξουμε τη μετατροπή του σ’ ένα «σχολείο αριστείας». Προέχει βέβαια η διάσωσή του τόσο ως κτηρίου όσο και ως εκπαιδευτηρίου. Γιατί προσωπικά φοβούμαι ότι αλλού στοχεύουν κάποιοι. Περιορίζοντας την εκπαιδευτική περιφέρειά του, να το κάμουν παράρτημα άλλων ιδρυμάτων ή να αλλάξουν το είδος της παιδείας που προσφέρει.