English  Αρχική Σελίδα   Μητρόπολη   Μητροπολίτης   Eπισκοπή Αρσινόης  Επικοινωνία

       
  Δελτίο Κηρυγμάτων    

  
   Τυπικαί Διατάξεις
 
  
      Εορτολόγιον
 

  
Καταστατικό Εκκ. Κύπρου

 

  
Περιοδικό Απ. Βαρνάβας
 

 

 

 

 

Επιμνημόσυνος Λόγος 

στον Εθνομάρτυρα Κυπριανό 

 

Εκκλησία Φανερωμένης Λευκωσία 10.7.2022

 

 

Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

 

 

Σε καιρούς αντικειμενικά δύσκολους, που κατά γενική ομολογία το εθνικό αισθητήριο έχει αμβλυνθεί, σήμερα που η οικονομική κρίση ωθεί πολλούς σε αναθεώρηση της κλίμακας των αξιών , δίνοντας προτεραιότητα σε υλικές και υποτιμώντας τις πνευματικές και εθνικές αξίες, τώρα που οι ήρωες παραγνωρίζονται και άλλα πρότυπα προβάλλονται στη ζωή, είναι παρήγορο και ταυτόχρονα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι κάποιοι εξακολουθούν να σκέφτονται ελληνικά και εθνικά. Ακούουν φωνές από το παρελθόν, ενωτίζονται τους ευκλεείς προγόνους τους , δονούνται από τα ίδια ιδανικά που κι εκείνους είχαν σαγηνέψει  και προσπαθούν να τους προβάλουν ως πρότυπα ζωής και στη σημερινή γενιά.

 

        Συγχαίρω θερμά όλους αυτούς, οι οποίοι σε πείσμα της αντιηρωικής εποχής μας, κλίνουν, σήμερα, ευλαβικά το γόνυ της ψυχής μπροστά στην υπέρτατη  θυσία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821, με την ευκαιρία της 201ης επετείου της ηρωικής θυσίας τους.

        Εντείνοντας την ακοή μας, ακούμε και σήμερα τις οιμωγές και τον θρήνο των προγόνων μας , μπροστά στο ανελέητο και αδικαιολόγητο κύμα των σφαγών, που ήλθε σαν απάντηση των Τούρκων στις επιτυχίες που σημείωνε η Ελληνική Επανάσταση στην Ελλάδα. Τότε που το έθνος σύσσωμο επιχειρούσε την επανένταξή του στα ελεύθερα κράτη του κόσμου , ανεξάρτητα από τις θυσίες που θα απαιτούνταν. Νιώθουμε, όμως, και τον ηρωικό παλμό που δονούσε, τότε, τα στήθη όλων των Ελλήνων της Κύπρου.

        Το μνημόσυνο ανθρώπων που βρίσκονται στο πάνθεον των αθανάτων , που έγιναν ίνδαλμα όσων αγωνίζονται για την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους , δεν εναρμονίζεται, ασφαλώς, με δάκρυα και θλίψη. Συνιστά αφορμή εντρύφησης στο παράδειγμά τους και άντλησης  διδαγμάτων για το παρόν και το μέλλον. Είναι ένα μάθημα αγάπης προς την πατρίδα και μια προτροπή προς αυτογνωσία. Ένα εθνικό μνημόσυνο δεν γίνεται υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των τεθνεώτων μόνον, αλλά και υπέρ ανατάσεως των ψυχών των ζώντων.

        Μέσα σ’αυτά τα πλαίσια αντιλαμβάνομαι τη σημερινή επιμνημόσυνη τελετή. Και με κάθε δυνατή συντομία, θα επιχειρήσω μιαν κατάδυση στο ελληνικό μας παρελθόν, γύρω από το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, που μαζί με τους άλλους εθνομάρτυρες, τιμούμε σήμερα.

Το εγχείρημα μου ξέρω πως δεν είναι εύκολο , γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός δεν ήταν μια συνηθισμένη μορφή. Πρόκειται για φυσιογνωμία που λάμπει ιδιαίτερα στο στερέωμα της Ιστορίας μας∙ για πολικόν αστέρα γύρω από τον οποίο περιεστράφησαν και περιστρέφονται οράματα και ιδανικά πολλών γενεών.

        Ήταν από τους ανθρώπους που εμφανίζονται σπάνια στο προσκήνιο της Ιστορίας για να χαράξουν τις τροχιές πάνω στις οποίες θα κινηθούν τα έθνη και οι λαοί. Ήταν, σύμφωνα με Άγγλον περιηγητή της εποχής του, «άγγελος φύλακας των ομοεθνών του, εξόχως υπέροχος, τόσον διά την πολυμάθειαν και την ευσέβειάν του, όσον και διά την ακλόνητον ευψυχίαν του».

        Αναρίθμητες οι υπηρεσίες του προς την Εκκλησία σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς της. Πολυσχιδής και ανεκτίμητη και η προσφορά του προς την πατρίδα. Ωστόσο δύο ήσαν εκείνα,  που ιδιαίτερα καταξίωσαν τον Κυπριανό και τον ανέδειξαν αστέρα πρώτου μεγέθους στο ελληνικό στερέωμα: Η μέριμνά του για την παιδεία του τόπου από τη μια, και η υπέρτατη θυσία του , από την άλλη, την οποία  ιδιαίτερα αναμιμνησκόμαστε σήμερα.  

        Η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξεν ο προστάτης της Εθνικής Παιδείας σ’όλον τον υπόδουλο Ελληνισμό. Και στην Κύπρο, μέχρι την ίδρυση των πρώτων σχολείων, κι αυτών από την Εκκλησία, ιερείς υπήρξαν οι θεματοφύλακες της Ελληνικής Παιδείας. Διατήρησαν, ως άλλες Εστιάδες παρθένοι, άσβεστο το φως της μάθησης, όσον αμυδρό κι αν ήταν αυτό , προφυλάσσοντάς το από τον άγριο Τουρκικό βοριά, που βυσσοδομούσε να σβήσει και την τελευταία αναλαμπή του.

        Η Εκκλησία δεν προσπάθησε εγωιστικά να κατακτήσει τον χώρο της Παιδείας. Δεν απέφυγε, όμως, να καλύψει τις ανάγκες του λαού σ’ένα χώρο στον οποίο κανένας άλλος, τότε, δεν μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλίες. Ως ο μοναδικός εθνικός θεσμικός φορέας, η Εκκλησία ανέλαβε τη δημιουργία αντικειμενικών προϋποθέσεων για την οργάνωση της εκπαίδευσης του δούλου γένους.

        Ακόλουθος και συνεχιστής αυτής της παράδοσης, ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, το 1812, δύο μόλις χρόνια μετά την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ιδρύει, απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, την «Ελληνική Σχολή» που εξελίκτηκε στη συνέχεια, στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο. Μερίμνησε για Σχολή και στη Λεμεσό και για άλλα εκπαιδευτήρια σε κωμοπόλεις και χωριά. Στο πρακτικό της ίδρυσης της Ελληνικής Σχολής δηλώνει ο Κυπριανός ότι η Σχολή θα βοηθούσε στην καλυτέρευση των ηθών, αλλά ο ρόλος της δεν θα σταματούσε εκεί. Θα βοηθούσε στη διαφύλαξη και ενίσχυση της εθνικής αυτοσυνειδησίας και ελπίδας.

        Η μακραίωνη βυζαντινή παράδοση είχε δημιουργήσει τις σταθερές συντεταγμένες της Παιδείας και δεν δυσκολεύτηκε στην επιλογή τους ο Κυπριανός. Οι συντεταγμένες αυτές δεν στηρίζονταν μόνο στο περιεχόμενο της Χριστιανικής πίστης και ζωής, αλλά και στην εθνική γλώσσα και διανόηση. «Τα Ελληνικά μαθήματα», διαλαλούσε ο Κυπριανός στο περίφημο έγγραφο – πρακτικό της ίδρυσης της Ελληνικής Σχολής, «είναι το μόνον μέσον όπου στολίζουσι τον ανθρώπινον νουν και όπου αποκατασταίνουσι τον άνθρωπον, άξιον τω όντι άνθρωπον».

Η πρωτοβουλία του Κυπριανού αποδείκτηκε, εκ των υστέρων, η καίρια προϋπόθεση της αποτυχίας όλων των αφελληνιστικών  προσπαθειών που ακολούθησαν. Κι αυτή ακόμα η Βρετανική κατοχή, αν δεν εύρισκε το ισχυρό προηγούμενο της εκπαιδευτικής κληρονομιάς του Εθνομάρτυρα Κυπριανού, θα μπορούσε, ίσως, να δώσει τις λύσεις Παιδείας, που από την πρώτη στιγμή επεζήτησε και που ουδέποτε, όμως, μπόρεσε να ολοκληρώσει.

Πράγματι μπορούμε σήμερα να ομολογούμε πως η Ελληνική Παιδεία στάθηκε η πραγματική σχεδία του βίου μας. Δίχως τη δάδα της δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Η μόνωση από τον υπόλοιπο Ελληνικό κορμό, η δίωξη , η σκλαβιά, ο εξαναγκασμός, θα μας αφάνιζαν.

Και μόνον η μέριμνά του για την Ελληνική Παιδεία της νήσου, ακόμα και αν δεν ακολουθούσε ο ηρωικός θάνατός του, θα κατέτασσε τον Κυπριανό στο πάνθεο των ηρώων του Έθνους. Εκείνο, όμως, που του προσέδωσε κορυφαία θέση στη συνείδησή του Κυπριακού Ελληνισμού ήταν η υπέρτατη θυσία του.

        Η Ιστορία της Εκκλησίας της Κύπρου, σ’όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, είναι η Ιστορία των Ελλήνων Κυπρίων που αγωνίζονται συνεχώς να διατηρήσουν ό,τι ιερόν έχουν∙ την ορθόδοξή τους πίστη, την Ελληνική τους γλώσσα και την εθνική τους συνείδηση. Μα και να αποκτήσουν ό,τι πρόσκαιρα έχασαν∙ την εθνική τους ελευθερία. Σ’όλο αυτό το διάστημα η Εκκλησία παρηγόρησε και ενίσχυσε∙  υποβάστασε και περικράτησε τον Ελληνικό Κυπριακό λαό. Κι ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε συναίσθηση των ευθυνών και της θέσης του ως εθνάρχου των αλυτρώτων Κυπρίων. Αμετάθετος στόχος του ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου. Στον στόχο αυτό αποσκοπούσαν όλες οι επί μέρους ενέργειές του. Η καρδιά του σκιρτούσε στην προσδοκία της επανάστασης και στο όραμα της απελευθέρωσης.

Μα, εκτός από τον πατριωτισμό, διέθετε και σύνεση και διορατικότητα. Είχε αξιολογήσει, πολύ σωστά, την ιδιαίτερη θέση της Κύπρου μέσα στον Ελληνικό και μουσουλμανικό κόσμο. Η Κύπρος βρισκόταν στο κέντρο του Σουλτανικού κράτους , με την Αίγυπτο, τη Συρία και την Μ. Ασία γύρω της να ανήκουν στους Τούρκους. Κάθε απόπειρα ένοπλης εξέγερσης των Κυπρίων θα καταπνιγόταν αμέσως στο αίμα, από δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν γρήγορα από τις γύρω περιοχές, ενώ αντίθετα η κύρια εστία της επανάστασης , η κυρίως Ελλάδα, βρισκόταν μακριά και δεν θα μπορούσε να προσδοκάται βοήθεια απ’εκεί.  Γι’αυτό τον λόγο ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός , που ήταν μυημένος από καιρό στη Φιλική Εταιρεία, υποσχέθηκε αμέριστη την ηθική και υλική, σε χρήματα και τροφές, υποστήριξη στον κυοφορούμενο αγώνα. Εξέγερση στην ίδια την Κύπρο ήταν τότε πρακτικά αδύνατη και εθνικά επιζήμια.

        Κι όμως η Κύπρος δεν διέφυγε την καταστροφή. Η Κύπρος κι ο Αρχιεπίσκοπός της πλήρωσαν με το αίμα τους την ταπείνωση και τον εξευτελισμό που υφίστατο η Οθωμανική αυτοκρατορία στην ξηρά και στη θάλασσα από τις δυνάμεις της επανάστασης.

        Ο Κυπριανός δεν ήταν απροετοίμαστος γι’αυτή τη θυσία. Ήξερε πως η ελευθερία, περισσότερο από κάθε άλλο αγαθό, εκτός από μόχθους και ανδρεία απαιτούσε και άφθονο μαρτυρικό αίμα. Κι ήταν έτοιμος γι’αυτό. Πολλοί τον πρότρεψαν να φύγει, κι είχε την ευχέρεια. Μ’αυτό θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές και τις πεποιθήσεις του. Το «θνήσκε υπέρ πίστεως και μάχου υπέρ πατρίδος» που έθετε ως κορωνίδα στην ιδρυτική πράξη της Ελληνικής Σχολής, θα εφαρμοζόταν πρώτα από τον ίδιο.

        Όταν κάποιος μπορεί ενσυνείδητα να πεθάνει, γνωρίζει τι ακριβώς ζητά. Κι ο Κυπριανός ήξερε τι ζητούσε. Επεδίωκε τη στήριξη του ποιμνίου του στη γη των πατέρων του, μέχρι την ημέρα που θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για τη λύτρωση, την εθνική του αποκατάσταση.

        Ο θάνατός μου, έλεγε τις παραμονές της σύλληψης του σε Άγγλο περιηγητή, δεν απέχει πολύ. «Γνωρίζω ότι δεν αναμένουσι παρά την κατάλληλον ευκαιρίαν διά να με θανατώσωσι». Σ’ερώτηση  δε, γιατί δεν μεριμνά για τη σωτηρία του αγκαταλείποντας την Κύπρο, σύμφωνα με τον ίδιο Άγγλο  «εδήλωσεν ότι θα παρέμενε διά να προσφέρη πάσαν εις τον λαόν του δυνατήν προστασίαν μέχρι της τελευταίας πνοής, και ότι είχεν απόφασιν να συναπολεσθή μετά των συμπατριωτών του». Ήταν «ο ποιμήν ο καλός» και δεν μπορούσε να αφήσει τα πρόβατα και να φύγει.

        Έτσι, την 9ην Ιουλίου 1821 απαγχονίζεται, με τη συναίσθηση ότι η θυσία του θα ριζώσει βαθύτερα στις ψυχές των υποδούλων την πίστη στην Ελληνική Ιδέα. Ο Κυπριανός, έκτοτε , έγινε θρύλος. Ο τάφος του έγινε τάφος ζωαρχίας για να αντλεί ο λαός του τα στοιχεία για τη νέα του ζωή που θα απεργάζονταν την ελευθερία του.

 Η σημερινή επιμνημόσυνη τελετή στοχεύει στο να κρατήσουμε ζωντανή την ιστορική μνήμη ως συνεκτικό δεσμό με το παρελθόν της φυλής και ως δύναμη αυτογνωσίας. Και να αντλήσουμε, ως εκ τούτου, διδάγματα για τη δική μας πορεία. Γιατί σ’ ένα τραγικό γύρισμα των καιρών, βρισκόμαστε και σήμερα αντιμέτωποι με τον ίδιο βάρβαρο κατακτητή, με τον ίδιο προαιώνιο εχθρό της φυλής, με την πατρίδα να βαδίζει, και πάλι, τη γνώριμη σ’αυτήν οδό του μαρτυρίου. Έχει σκοπό να υπενθυμίσει ότι είμαστε γνήσιοι απόγονοι και συνεχιστές των Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821, συνέχεια της ίδιας φυλής.

Και να δώσει, γι’ αυτό τον λόγο, διά στόματος του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, αποστομωτική απάντηση σ’ όσους, δικούς μας και ξένους, θέτουν διλήμματα ανιστόρητα στον λαό, σ’ όσους με υποκλίσεις εθνικής ταπείνωσης και υπόσκαψης των συντεταγμένων αυτοπροσδιορισμού μας, υποθηκεύουν το μέλλον μας στους Τούρκους. Να αφυπνίσει εκείνους οι οποίοι έχουν παραδοθεί στη νωχέλεια και στον εφησυχασμό· που μετρούν τα πάντα με τη συμβατική αριθμητική και τον συσχετισμό δυνάμεων· που το πνεύμα του κοσμοπολιτισμού των ημερών μας είχε σαν συνέπεια την αποδυνάμωση της σύνδεσής τους με τις ρίζες της φυλής∙ και εκείνους οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να συμβιβαστούν με ό,τι, στη μεγαλοψυχία του, προσφέρει ο κατακτητής.

Ήταν και τότε δύσκολες οι περιστάσεις και τα αδιέξοδα φοβερά. Υπήρχαν και τότε φωνές για αποδοχή των πραγματικοτήτων, που είχαν ως μέγιστη στόχευση την απλή φυσική επιβίωση για την αποφυγή χειρότερων δεινών, την αποφυγή μιας επαπειλούμενης γενοκτονίας. Ούτε και οι ξένοι ήσαν ευνοϊκότερα διακείμενοι, τότε, προς τον Ελληνισμό. Σφαγές, απαγχονισμοί, λεηλασίες και εμπρησμοί απειλούσαν με αφανισμό ολόκληρη την Ελλάδα. Κι η Κύπρος ήταν και τότε μακριά.

Λαός και ηγεσία, όμως, είχαν τότε συνείδηση του χρέους. Αισθάνονταν βαθιά τις ρίζες τους στην Ιστορία και στη γη τους. Ήξεραν από πού έρχονταν και πού πήγαιναν. Κι αυτά τούς προσδιόριζαν τον τρόπο ζωής και δράσης τους. Ήξερε κι ο Κυπριανός, όπως κι ο Λεωνίδας κι ο Παλαιολόγος προηγουμένως, κι όπως ο Αυξεντίου κι ο Μάτσης σε κατοπινούς χρόνους, ότι το φυσικό τέλος ήταν αναπότρεπτο κι ο εχθρός θα περνούσε. Για την ηθική, όμως, δεν έχει σημασία μόνο το αποτέλεσμα της θυσίας. Μεγαλύνεται η πράξη. Και γίνεται συντελεστής συντήρησης του έθνους μέχρι την ανατολή καλύτερων ημερών.

Το χρέος μας είναι και σήμερα ξεκάθαρο. Οφείλουμε να αντέξουμε. Να ανακτήσουμε την εθνική αξιοπρέπειά μας που παραμελήσαμε από καιρό. Η ανοχή και η αμέλειά μας, - το βλέπουμε καθημερινά - , εκτραχύνουν όχι μόνο τον Τούρκο κατακτητή, αλλά και τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη, που αντί να υπερασπίζονται αρχές, μας εκβιάζουν και μας ωθούν σε ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις.

Καθοδηγητές στις αποφάσεις και στις πράξεις μας πρέπει να είναι η Ιστορία και οι πρόγονοί μας. Δεν διεκδικούμε παρά το δίκαιό μας. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στους προγόνους μας, χρέος απέναντι και στους απογόνους μας, να αντισταθούμε και στον χρόνο και στις δυσκολίες, κι όχι να παρακολουθούμε παθητικά την όποια δυσμενή, για μας, εξέλιξη των πραγμάτων. Οφείλουμε να επιλέξουμε πορεία, να επανακαθορίσουμε στόχους και επιδιώξεις, να ανασυνταχθούμε.

Διακόσια ένα χρόνια από τη μεγαλειώδη θυσία σου, κι ύστερα από έναν υπέροχο απελευθερωτικό αγώνα και εκατόμβες θυσιών σε δύο παγκοσμίους πολέμους, εξακολουθεί να παραμένει σκλαβωμένη η πατρίδα μας, Εθνομάρτυρα Κυπριανέ. Βρισκόμαστε, μάλιστα, στην πλέον δεινή θέση της Ιστορίας μας, με κύρια χαρακτηριστικά ένα ανελέητο εθνικό ξεκαθάρισμα, ένα βάρβαρο εποικισμό της κατεχόμενης γης μας, και μιαν επικίνδυνη αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα των ελεύθερων περιοχών από Μουσουλμάνους λαθρομετανάστες, που μας προωθεί σκόπιμα η κατοχική δύναμη. Η ψυχή μας όμως οφείλει να μείνει αδούλωτη. Και να παλεύει και να ελπίζει. Δεν δικαιούμαστε να υποστείλουμε τη σημαία του αγώνα. Κάτι τέτοιο θα μας έκανε, αργά ή γρήγορα, θλιβερούς νοσταλγούς, εκ του μακρόθεν, της πατρίδας μας. Υποσχόμαστε πως δεν θα φανούμε ανάξιοι της θυσίας και του παραδείγματός σου. Κι είμαστε σίγουροι πως, του Θεού συνεργούντος, γρήγορα θα μπορέσουμε να σου φέρουμε το μήνυμα της εθνικής δικαίωσης.